Σταύρος Χριστοδούλου: «Μαύρο φλαμίνγκο», εκδόσεις Καστανιώτης 2023.

Το βέβαιο και προφανές είναι ότι ο Σταύρος Χριστοδούλου, με κάθε καινούργιο μυθιστόρημά του, εμπλουτίζει και βελτιώνει τους αφηγηματικούς του τρόπους. Το συγγραφικό του εργαστήρι καθίσταται συνεχώς ολοένα πιο σύνθετο και πιο πλουραλιστικό. Η εξελικτική πορεία της γραφής του είναι συνεχής και συνεπής. Αυτό ισχύει από το πρώτο μυθιστόρημά του «Hotel National» του 2016 μέχρι και το τελευταίο, το τέταρτο στη σειρά, «Μαύρο φλαμίνγκο» του 2023, το οποίο θα επιχειρήσω να παρουσιάσω στη συνέχεια.

Ξεκινώ από την πλειάδα και την ποικιλομορφία των αφηγηματικών φορμών, από τη συνεχή εναλλαγή και δημιουργική πρόσμιξή τους. Οι πρωτοπρόσωπες εξιστορήσεις αναμειγνύονται με τις τριτοπρόσωπες δημιουργικά, ομαλά και ευφάνταστα. Τα δε όνειρα των δύο βασικών πρωταγωνιστών του έργου, της Συμέλας κατά πρώτο λόγο αλλά και του γιού της Λεβάν κατά δεύτερο, λειτουργούν ως εμβόλιμες αισθητικές κατανύξεις – διακηρύξεις που φέρουν τη σφραγίδα του ίδιου του συγγραφέα ως δημιουργού, ως λογοτέχνη. Διότι μέσα από αυτές αναδεικνύεται η υπερβατικότητα της σκέψης, αλλά και ο λυρισμός του συναισθήματος. Αυτά τα όνειρα πιστεύω ότι συνιστούν μέρος της ποιητικής του Στ. Χρ.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι απλή. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας Ελληνοποντίων της σοβιετικής Γεωργίας από τις παρυφές της κατάρρευσης των σοσιαλιστικών καθεστώτων μέχρι τις μέρες μας στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και τη σύγχρονη Κύπρο. Η υπόθεση μπορεί να είναι απλή αλλά τα συμφραζόμενα, τα κοινωνικο-πολιτικά και ψυχο-συναισθηματικά διαρκώς μεταβαλλόμενα δεδομένα που την συνοδεύουν, δεν είναι καθόλου απλά.

Μέσα από το μυθιστόρημα αυτό ο Στ. Χρ. αναπαριστά δύο διαφορετικές εποχές σε δύο διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους: α) Την ύστερη περίοδο της σοβιετικής εποχής, ειδικά στα χρόνια της μπρεζνιεφικής στασιμότητας, της φθοράς και της σήψης. β) Την πρώιμη περίοδο άνδρωσης της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα και των παραφυάδων της στην Κύπρο. Το διπλό αυτό εγχείρημα ήταν δύσκολο καθώς απαιτούσε βαθιά μελέτη και ανάλυση όλων των ιστορικο-πολιτικών δεδομένων, αλλά κυρίως απαιτούσε αναπαράσταση της ατμόσφαιρας που χαρακτήριζε τις δύο εποχές. Τέλος, αυτό το εγχείρημα απαιτούσε και ενδελεχή διείσδυση στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων των συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων.

Ομολογώ πως έχω εντυπωσιαστεί από την αναπαράσταση της σοβιετικής εποχής στη Γεωργία λίγο πριν και λίγο μετά την κατάρρευση του καθεστώτος. Η πιστότητα, η γλαφυρότητα και ο ρεαλισμός αυτής της καταγραφής, αξίζει να επαινεθούν για την ευστοχία τους αλλά και για το κοπιώδες του πράγματος. Ειδικά οι αναφορές του συγγραφέα στη σοβιετική παρασιτική νομενκλατούρα είναι ιδιαιτέρως καίριες. Τα ίδια ισχύουν βέβαια και για τα παράσιτα που αναδύθηκαν μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Να πως περιγράφει αυτές τις φιγούρες ο συγγραφέας: «…τύποι σαν και του λόγου του ξεφύτρωσαν ξαφνικά πάνω στα ερείπια της κατάρρευσης του παλιού καθεστώτος, πρόθυμοι να τραφούν όπως οι μύγες από τα σκατά». (σελ. 177)

Η πιο συγκλονιστική, η πιο σπαραξικάρδια σκηνή στο βιβλίο θεωρώ πως είναι η στιγμή που η Συμέλα και τα ανήλικα τότε παιδιά της αναγκάζονται να πωλήσουν στο Μοναστηράκι, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί, τα σοβιετικά ενθύμια και οικογενειακά κειμήλια της πρότερης ζωής τους.

Άριστη είναι και η αποτύπωση της ανθρωπογεωγραφίας της Αθήνας, αλλά και του ευρύτερου αστικού τοπίου σε Ελλάδα και Κύπρο. Ωστόσο, πιστεύω ότι η Χρυσή Αυγή και τα παρακλάδια της στην Κύπρο παρουσιάζονται κάπως αδροκομμένα, σχεδόν καρικατουρίστικα. Μπορεί αυτό να γίνεται χάριν της γλαφυρότητας και της έμφασης, αλλά ίσως να υποσκάπτει το ρεαλιστικό υπόβαθρο της όλης πραγματικότητας.

Παρεισφρέουν στερεότυπα χαρακτηριστικά σε αρκετούς αρνητικούς χαρακτήρες. Όπως το ακραίο ρατσιστικά, ξενοφοβικό λογύδριο του Ερμή Σαραντάκου ενώπιον του Λεβάν: «Ξέρεις τι πάει να πει μιάσματα μικρέ; Εβραίοι, κομμούνια, αναρχικοί και αδελφές. Πρώτα να καθαρίσουμε απ’ αυτούς κι ύστερα να ξεφορτωθούμε τους αράπηδες και τους άπιστους που μαγαρίζουν τον τόπο μας». (σελ. 183)

Το μυθιστόρημα του Στ. Χρ. είναι δισκελές στο πρώτο μισό του βιβλίου κεντρικό πρόσωπο είναι η Συμέλα, μια νέα με πολιτισμική υποδομή, γνώσεις, οράματα και ευαισθησίες. Στο δεύτερο μισό του βιβλίου και συγκεκριμένα από τη σελίδα 175 στον κεντρικό ρόλο τη διαδέχεται ο γιός της Λεβάν, ένας ανήσυχος νέος που η ανάγκη για επιβίωση και αυτοεπιβεβαίωση συνθλίβει όλες του τις ευαισθησίες, μετατρέποντάς τον σε άγριο θηρίο ανήμερο.

Το θεματικό επίκεντρο στο δεύτερο σκέλος του βιβλίου είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του Λεβάν να ξεφύγει από το βούρκο μέσα στο οποίο βουλιάζει. Η αντιφατικότητα των συναισθημάτων και των ενεργειών του. Οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, ήταν σανίδες σωτηρίας από τις οποίες όμως δεν αρπάχτηκε για να γλιτώσει από τη μοίρα του.

Γενικά, οι ήρωες του Στ. Χρ. είναι μοναχικοί, τόσο η Συμέλα όσο και ο Λεβάν. Αυτοί οι δυο με τα απολύτως κοινά ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά ό,τι πετύχαιναν και όπου αποτύγχαναν εντελώς μόνοι το έφερναν σε πέρας. Γι’ αυτό και είναι εξόχως σημαντικό αυτό που λέει στο τέλος η Σόφικο στον Λεβάν, ίσως η πιο σημαντική γυναίκα στη ζωή του μετά τη μητέρα του: «Αν θες να σώσεις κάποιον, κοίτα να σώσεις τον εαυτό σου». (σελ. 392)

Κλείνω με το πασιφανές, ο Στ. Χρ. έγραψε ακόμα ένα καλό, σημαντικό βιβλίο. Βαδίζει με μόχθο, μεθοδικότητα, στρατηγική και αυτοπεποίθηση στη συγγραφική του πορεία. Και εκ του απολέσματος δικαιώνεται.

g.frangos@cytanet.com.cy