«Nachtland» του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ σε σκηνοθεσία Αθηνάς Ξενίδου.
Το «Nachtland» είναι ένα έργο που φιλοδοξεί να εμβαθύνει σε σκοτεινά και υγρά υπόγεια της ανθρώπινης ψυχολογίας και των σύγχρονων κοινωνικών δεσμών. Δεν είναι απλά μια οικογενειακή τραγωδία –ή παρωδία- αλλά ένας σκηνικός καθρέφτης των αδιεξόδων και της κρίσης της ταυτότητας, μια μεταφορά για την αποξένωση, την απελπισία, την απουσία κατανόησης στην εποχή μας. Επίτηδες ο συγγραφέας σκιαγραφεί τους χαρακτήρες ως να είναι εγκιβωτισμένοι σε ρόλους και προσδοκίες, αναζητώντας το όχημα που θα αναδείξει την κρίση της ανθρωπινότητας.
Το κείμενο προτάσσει σαφώς κάποιες ισχυρές κοινωνικές και πολιτικές αναφορές για να εξετάσει τη φθίση των ανθρώπινων σχέσεων και την αποδόμηση της οικογενειακής ενότητας. Υποθέτω ότι ο ίδιος ο Μάριους φον Μάγιενμπουργκ το φανταζόταν να αποδίδεται με αποδομητική και μάλλον λιτή γραμμή, που απελευθερώνει την ωμή και ανελέητη κριτική του, διατηρώντας την αμεσότητα και τον σαρκασμό του, δημιουργώντας αντιθέσεις και προσφέροντας στο κοινό «ανάσες» ανάμεσα στις εντάσεις.
Η Αθηνά Ξενίδου δείχνει μάλλον «διαβασμένη» και αφήνει τους ηθοποιούς να κινούνται ελεύθερα και ανεξάρτητα από συμβατικούς ρεαλιστικούς περιορισμούς, με φόρμουλα που να αντανακλά την ψυχική τους διάθεση. Παράλληλα, επενδύει στη σωματική γλώσσα ως στοιχείο που εκφράζει την καταπίεση και τη διάσπαση των σχέσεων, ευνοώντας σκηνικές εξελίξεις που επιτρέπουν το σταδιακό ξετύλιγμα των προστριβών. Δίνει χώρο στις παύσεις και τις εκρήξεις των ηθοποιών, καθιστώντας την παράσταση μια αποστασιοποιημένη καταγραφή του εκρήξιμου υλικού της υπαρξιακής κενότητας, με στόχο όχι την ταύτιση, αλλά τον προβληματισμό του θεατή.
Έχει ως αρωγό σ’ αυτό το εγχείρημα ένα αφαιρετικό σκηνικό από τον Σταύρο Αντωνόπουλο, το οποίο δεν αποσπά την προσοχή από τους χαρακτήρες και το κείμενο. Με ελάχιστα αντικείμενα και δομές που υπονοούν τα όρια του χώρου και αφήνουν πολλά στη φαντασία του θεατή, αλλά χωρίς να κρύβει και τίποτα, η απογυμνωμένη σκηνογραφία λειτουργεί συμβολικά, αφήνοντας χώρο στους ηθοποιούς να εκθέσουν τις κόντρες και τα σκοτάδια των χαρακτήρων. Η εικαστική και φωτιστική προσέγγιση δίνει έμφαση στα «τυφλά» σημεία της ψυχής και η ατμόσφαιρα της παράστασης είναι σκληρή και άμεση, μεταδίδοντας στο κοινό τους δραματικούς συσχετισμούς χωρίς περιττές εξηγήσεις.
Υποθέτω ότι ο συγγραφέας ενθαρρύνει αυτή τη χρήση μονολόγων απευθυνόμενων στο κοινό και την έλλειψη ομαλής ροής στις σκηνές, ωστόσο οι κοφτοί και αποσπασματικοί διάλογοι και οι συνεχείς εναλλαγές, μπορεί να κρατούν τον θεατή σε συνεχή αβεβαιότητα– που είναι ζητούμενο- και να εντείνουν το αίσθημα αγωνίας και αποξένωσης.

Οι απότομες βουτιές σε «δραματικό κενό», μαζί με κάποιες ακανόνιστες πινελιές παραλόγου και κάποιες διαλυτικές υπερβάσεις του αποδεκτού, καθιστούν τους χαρακτήρες πιο συμβολικούς απ’ ότι χρειάζεται. Και άρα «στατικούς», σχηματικούς, λιγότερο προσιτούς. Στην πορεία, μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με φιγούρες «βγαλμένες από εφιάλτη». Ή με όργανα του συγγραφέα, που εξυπηρετούν τη δράση μ’ έναν σχεδόν κλινικό τρόπο.
Δεν αντιλέγω ότι εν μέρει αυτό μπορεί να είναι σκόπιμο και να ενισχύει την αίσθηση της ανοικειότητας, ωστόσο όταν λειτουργούν σαν ιδέες που μιλάνε ή αντιδικούν, αυτό έχει κόστος ως προς το βάθος και τη δυναμική εξέλιξη. Οπωσδήποτε η θεματολογία που αγγίζει το έργο είναι ενδιαφέρουσα, αλλά η ψυχρότητα και η αποστασιοποίηση δεν μοιάζει να λειτουργεί ιδανικά σ’ αυτή την περίπτωση. Ένιωσα κατά διαστήματα ότι η ακαδημαϊκή ανάλυση έπρεπε να ισορροπήσει καλύτερα με έναν τόνο που να προσφέρει μεγαλύτερη πρόσβαση και συναισθηματική εμπλοκή.
Εντάξει, αυτή ίσως είναι η μηχανική γραφής του φον Μάγιενμπουργκ, να επιλέγει δηλαδή να κατασκευάσει κόσμους όπου οι ήρωες «παγιδεύονται» στις ίδιες τους τις αντιφάσεις και αμφισημίες, καθιστώντας αδύνατη την ανάδυση μιας σαφούς λύσης ή ηθικής σύγκλισης. Ο συγγραφέας αναδεικνύει το γεγονός όχι μόνο ότι είμαστε καταδικασμένοι να διαφωνούμε, αλλά και ότι η ίδια η ανθρώπινη κατάσταση είναι γεμάτη σύγχυση, ασυνέπεια, αναντιστοιχία. Γι’ αυτό, μένουμε μετέωροι, διχασμένοι, χωρίς σαφείς λύσεις ή εύκολες εξόδους.
Είναι και η εποχή μας έτσι, αντανακλά μια ρευστή διαδικασία που οι αξίες και οι πεποιθήσεις μας δοκιμάζονται καθημερινά. Υπό την έννοια αυτή, οι χαρακτήρες είναι ρεπλίκες της ανθρώπινης φύσης, που ζορίζεται να συμβιβαστεί με ταυτόχρονες και αντιφατικές επιθυμίες και αρχές.
Ωστόσο, κυριαρχεί μια εντύπωση ότι οι διάλογοι ή οι καταστάσεις «βουλιάζουν» σε έναν φαύλο κύκλο αμφιβολιών και απογοήτευσης και ότι το έργο εγκλωβίζεται μέσα στο ίδιο του το concept. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι μέρος της κριτικής του, ότι αναδεικνύει μια πραγματικότητα όπου οι ηθικές και πρακτικές μας αποφάσεις μοιάζουν να συγκρούονται αέναα, χωρίς ποτέ να οδηγούνται σε κάποια κατάληξη. Όμως, το γεγονός ότι επικεντρώνεται στην ίδια του τη δομή και στο ιδεολογικό του βάρος, αφήνει την πλοκή κάπως στάσιμη. Λ.χ. καθώς εξετάζει θεμελιώδη ζητήματα γύρω από την ταυτότητα, τον εθνικισμό και τον αντισημιτισμό, καταλήγει να χάνει τη δυναμική της ιστορίας του αφού δεν καταφέρνει να ενσωματώσει οργανικά τις ιδέες του στην αφήγηση.
Είναι στιγμές που το έργο δεν αποφασίζει αν θα λειτουργήσει περισσότερο ως θεατρικό «δοκίμιο», γεγονός που δεν είναι εξ ορισμού κακό. Αυτή η δοκιμιακή ποιότητα πάντως φρενάρει συνεχώς τη ροή, μαζί με τη φάλτσα επιμονή σε αλληγορίες.
Δέχομαι ότι αντί να εστιάζει στην εξέλιξη των χαρακτήρων, προτιμά συχνά να κατασκευάζει διαλόγους που θυμίζουν μια έντονη ρίψη επιχειρημάτων και αντί-επιχειρημάτων, καθιστώντας τη δραματική ροή πιο εγκεφαλική και λιγότερο συγκινησιακή. Εντούτοις, η ισορροπία ανάμεσα σ’ έναν διάλογο με βάθος και σε χαρακτήρες με αληθινά συναισθήματα και αδυναμίες είναι λεπτή. Αν χαθεί, υπονομεύεται η ουσία της ανθρώπινης σχέσης, που είναι ο πυρήνας της δραματικής τέχνης.
Δυσκολεύτηκα, τέλος, να κατανοήσω την «οικονομία» στη διανομή και τον λόγο που οι ηθοποιοί ήταν δύο λιγότεροι από τους χαρακτήρες, αφού αν δεν πρόκειται για άλλη μια αλληγορική αδεξιότητα και σκοπός ήταν ένα πιο συμπαγές αποτέλεσμα ή μια ενίσχυση της έντασης και αλληλεπίδρασης μεταξύ των χαρακτήρων, τότε αυτό δεν επετεύχθη ικανοποιητικά.
Ελεύθερα, 10.11.2024