Θα ήταν σίγουρα πιο «catchy» αυτός ο τίτλος από εκείνον που τελικά επιλέχθηκε. Και για τον οποίο το κοινό δεν παρέλειψε να ασκήσει κριτική. Πώς, όμως, επιλέγεις να δώσεις τίτλο, να ονοματίσεις δηλαδή τι θα συμβεί, σε μια δημόσια συζήτηση που δεν ξέρει κανείς πώς ακριβώς θα εξελιχθεί εφόσον σε αυτήν πρωταγωνιστεί το ίδιο το κοινό σε πρίμα βίστα και κυριαρχεί το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού;

Το βρίσκω θαρραλέο να οργανώνει ένας φορέας δημόσια συζήτηση. Ξέρει εκ των προτέρων ότι τα πράγματα μπορεί να πάνε λάθος. Ότι η δομή της μάλλον θα καταρριφθεί, όπως στράφι ενδεχομένως να πάει και η όλη προετοιμασία περιεχομένου. Ότι, ακόμη χειρότερα, το κοινό θα είναι άφαντο. Το πιθανότερο δε, θα υπάρχει καταιγισμός ασύνδετων απόψεων κι ο καθένας θα ξεκινήσει να παθιάζεται με το πρόβλημά του. Κάτι αντίστοιχο δεν θα μπορούσε να συμβεί, όμως, σε μια ομαδική ψυχοθεραπεία;

Χθες, η Δημόσια Συζήτηση για το Πολιτιστικό Τοπίο της Λεμεσού, έδωσε μια ανάλογη αίσθηση. Ότι η αλληλεπίδραση και οι διεργασίες που γίνονται όταν μοιράζεται ανοικτά ο ένας με τον άλλον τις ανησυχίες του, μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον, μπορεί να αποβούν ανακουφιστικές. Η «θεραπευτική ομάδα» αξιοποίησε αυτό το πολύτιμο εργαλείο της δημόσιας συζήτησης για να εντοπίσει μεθόδους αντιμετώπισης των προκλήσεων, μεθόδους που θα αναδυθούν από το αίσθημα του «ανήκειν», του «σχετίζεσθαι». Άλλοτε τα εγχειρήματα αυτά πετυχαίνουν, κι άλλοτε απλώς φλυαρούν. Η ουσία όμως, ή το διακύβευμα, είναι να τοποθετηθεί το «πρόβλημα» στη σφαίρα του συλλογικού και, εκεί ακριβώς, η ευθύνη να αναληφθεί από τους θεσμούς.

Τη Δευτέρα που μας πέρασε, με πρωτοβουλία του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Λεμεσός 2030 – Υποψήφια Πόλη, παρευρέθηκε στο Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο Πάνος Σολομωνίδης μια πολύμορφη μάζα ανθρώπων στη Δημόσια Συζήτηση «Πώς ορίζεται το Πολιτιστικό Τοπίο της Λεμεσού; Αφηγήματα Συμπερίληψης και Απομόνωσης».

© Παύλος Βρυωνίδης

Όσοι ήμασταν εκεί χθες το βράδυ διακρίναμε μια αδιαμφισβήτητα σημαντική επιτυχία του Λεμεσός 2030. Διαπιστώσαμε ότι ήταν, ίσως, η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία των «πολιτιστικών» της πόλης που το κοινό είχε την ευκαιρία να φορέσει ακουστικά και να επωφεληθεί από επαγγελματική ταυτόχρονη διερμηνεία ελληνικά-αγγλικά, σε συζήτηση (και όχι συνέδριο), με μεταφράστριες δύο από τις ικανότερες διερμηνείς του νησιού.

«Πολύμορφη» θα χαρακτήριζε κανείς τη μάζα αυτήν, επειδή για πρώτη φορά μετά από καιρό, καταρρίφθηκε το «ήμασταν εμείς τζ’ εμείς». Χάρη στο πολύτιμο εργαλείο της διερμηνείας, στην αίθουσα υπήρξε πολύ σημαντική εκπροσώπηση της ρωσόφωνης —και ευρύτερα μη ελληνόφωνης— κοινότητας. Οι διοργανωτές μιας δημόσιας συζήτησης που φιλοδοξούσε να έχει συμπεριληπτικό χαρακτήρα κατάφεραν έμπρακτα να εμπλέξουν τους ανθρώπους αυτούς, αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτιστικού ιστού της πόλης, στον διάλογο.

Οι οκτώ πανελίστες/ριες, υπό την αποτελεσματική καθοδήγηση της Ελλάδας Ευαγγέλου, έφεραν στη συζήτηση ο καθένας και καθεμιά τη δική του/της προοπτική: η Μαρίνα Κακουλλή (Στέγη Χορού Λεμεσού) μίλησε για τον «άστεγο» οργανισμό της, για τον νοητό χώρο που καταφέρνει τελικά να «στεγάζει» την καλλιτεχνική κοινότητα χωρίς τοίχους· για το γεγονός ότι, ενώ υπάρχουν επίσημοι χώροι παρουσίασης στην πόλη, απουσιάζουν αισθητά οι υποδομές παραγωγής τέχνης, τονίζοντας την ανάγκη των καλλιτεχνών να αισθάνονται την ύπαρξη ενός ασφαλούς περιβάλλοντος.

Ο Αλέξης Βασιλείου (Θέατρο Ριάλτο) μίλησε για την προτεραιότητα των πολιτιστικών οργανισμών και του θεάτρου που εκπροσωπεί να κατανοήσουν το κοινό τους, να δραπετεύσουν από τα στεγανά των παραδοσιακών τρόπων προσέγγισης των θεατών τους, αλλά και για τις διχοτομίες που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο πολιτιστικό τοπίο της Λεμεσού που ολοένα αλλάζει.

Η Ανδρούλα Καφά (The Island Club) επέλεξε να μιλήσει κυρίως ως καλλιτέχνης, τονίζοντας τη σκληρή πραγματικότητα της απουσίας στέγασης. Υπογράμμισε τον πλήρη εξευγενισμό, το gentrification, στον οποίο υπόκειται η Λεμεσός σήμερα, τη διαδικασία εκείνη κατά την οποία άλλες ταξικές ομάδες καταφθάνουν σε έναν τόπο, καταλαμβάνοντάς τον, με αποτέλεσμα η περιοχή να παύει να είναι προσβάσιμη για τον αρχικό πληθυσμό της. «Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για artistic spaces, πρέπει πρώτα να συζητήσουμε για living spaces», είπε, θίγοντας το φλέγον ζήτημα της στεγαστικής κρίσης στη Λεμεσό που διώχνει κατ’ επέκταση και τους καλλιτέχνες.

Η Μελίνα Σχοινή (Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο) έδωσε έμφαση στις προσπάθειες που καταβάλλει το δημοτικό θέατρο ώστε να συμπεριλαμβάνει όλους τους ντόπιους καλλιτέχνες στην ατζέντα του, μην αποκλείοντας κανέναν που δεν είναι σε ευμενή οικονομική θέση. Παράλληλα, μοιράστηκε με το κοινό τις προσπάθειες του θεάτρου να προσεγγίσει ένα νεαρότερο σε ηλικία ακροατήριο, με κάθε δυνατό τρόπο.

Ο Γιάννης Χρηστίδης (Τμήμα Καλών Τεχνών, ΤΕΠΑΚ) αναφέρθηκε στο χάσμα που υφίσταται ανάμεσα στη νέα γενιά αποφοίτων, των καλλιτεχνών του αύριο, και σε εμάς τους υπολοίπους (δηλ. την παρούσα στη δημόσια συζήτηση καλλιτεχνική κοινότητα)· για την ευθύνη της κοινότητας αυτής να προσεγγίσει τους νέους απόφοιτους, την αποστροφή απέναντι σε όρους όπως «προϊόν», «branding», «αγορά», τονίζοντας πως μέλημα των εκπαιδευτών δεν πρέπει είναι η ένταξη των αποφοίτων στον επιχειρηματικό κόσμο υπό την αυστηρή έννοιά του, αλλά η μύησή τους στο αυθεντικό καλλιτεχνικό τοπίο και την αισθητική του, τονίζοντας επιπλέον το ζήτημα της φοιτητικής στεγαστικής κρίσης και τον αντίκτυπο που αυτή έχει στην εμπλοκή τους με την κοινότητα.

Σε πιο προσωπικό τόνο, η πρόσφατα ενταχθείσα αλλά πολύ δραστήρια στην καλλιτεχνική κοινότητα της Λεμεσού Lara Kotreleva (VIMA Art Fair) αποκάλυψε πώς όσα θεωρούσε ότι γνώριζε για την Κύπρο και το καλλιτεχνικό της τοπίο πριν αφιχθεί και ενταχθεί στην κοινότητα, ήταν μάλλον μια όχι και τόσο αληθινή εκδοχή.

Ο Alexander Weinstein (CITF) μίλησε, αλλά και δέχτηκε κριτική από το κοινό, για το φιλόδοξο εγχείρημα του Cyprus International Theatre Festival (το οποίο, αξίζει να σημειωθεί, ότι προκάλεσε αντιδράσεις στην ντόπια καλλιτεχνική κοινότητα αφενός λόγω υψηλού κόστους εισιτηρίων, όπως ειπώθηκε, αφετέρου λόγω της αποξένωσής του από το πλαίσιο στο οποίο υλοποιήθηκε), επεξηγώντας ταυτόχρονα τις προκλήσεις που ένα τέτοιο μεγάλων διαστάσεων εγχείρημα αντιμετώπισε για να υλοποιηθεί.

Η Ιφιγένεια Μετόχη (Ένωση Λογοτεχνών Λεμεσού) ήγειρε ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι πιο εδραιωμένοι, παραδοσιακοί πολιτιστικοί οργανισμοί της πόλης, σε σχέση πρωτίστως με τη βιωσιμότητα, το μέλλον και τη στέγασή τους, αλλά και τη δικτύωσή τους με άλλους οργανισμούς του εξωτερικού.

Φυσικά, το κοινό δεν έλειπε από τον διάλογο. Ανήσυχα νεαρά μυαλά, ντόπιοι καλλιτέχνες, εδραιωμένοι δημιουργοί, εκπρόσωποι πολιτιστικών φορέων, γκαλερίστες, φιλότεχνοι (ίσως και μη;) πολίτες παρακολούθησαν τον διάλογο να εξελίσσεται σε μια μικρή ομαδική ψυχοθεραπεία. Με την ολοκλήρωση καθενός από τους τέσσερις θεματικούς κύκλους (Υποδομές // Εξωστρέφεια // Πρακτικές // Branding & Αισθητική), το κοινό είχε την ευκαιρία να συνδράμει στον διάλογο, να διαφωνήσει, και να τοποθετηθεί:

  • «Η τεράστια κρίση στέγασης απωθεί τους καλλιτέχνες, τους διώχνει.»
  • «Κοιτάζω τριγύρω να βρω τον εαυτό μου. Μέσα από τα μάτια των άλλων που βρίσκονται εδώ, τον βρίσκω «παρακμιακό».»
  • «Πού καταναλώνεται η τέχνη; Παντού και πουθενά ταυτόχρονα».
  • “But at the heart of things, we must be more inclusive”.
  • «Χάνεται το ημέρεμά της, η Λεμεσός γίνεται μια πόλη άγρια».
© Παύλος Βρυωνίδης

Τον περασμένο μήνα, το Λεμεσός 2030 συμμετείχε στο 13ο συνέδριο Culture Next, μια διοργάνωση που επιτρέπει (κυρίως) σε πόλεις που απέτυχαν να κερδίσουν τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, να αξιοποιήσουν στο μέγιστο όλα όσα έμαθαν, αποκόμισαν, έκτισαν κατά την πορεία της διεκδίκησης. Χθες, στο Πάνος Σολομωνίδης, η σκέψη μου τριγυρνούσε μόνο σε αυτό. Στο ότι αν η Λεμεσός δεν κερδίσει τον τίτλο, θα έχει κερδίσει κάτι ακόμα πιο πολύτιμο: θα έχει φέρει για άλλη μια φορά τον κόσμο της μαζί, να συνομιλήσει, να αναλογιστεί, να διαφωνήσει, άλλοτε με πιο πετυχημένο κι άλλοτε με πιο χαοτικό τρόπο, για όσα την αφορούν.

Κάποιοι λένε ότι η Λεμεσός είναι εδώ και χρόνια η «παλιά καραβάνα» του Πολιτισμού και ότι της αξίζει ο τίτλος. Εγώ πάλι πιστεύω ότι, μπορεί πράγματι η πόλη να μην έχει ανάγκη να βιώσει καλλιτεχνικά μεγαλεία, έχει όμως, ανάγκη έναν μεγεθυντικό φακό για να βλέπει καθαρά και ξάστερα τι οφείλει να διεκδικήσει σ’ αυτή την πορεία της υποψηφιότητάς της. Κι αυτές ακριβώς οι «ψυχοθεραπευτικές» συζητήσεις μπορούν να γίνουν ο φακός της.

Backstage

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στον πρώτο παρεμβαίνοντα, τον κύριο «Γ. τον ανάπηρο» όπως ο ίδιος συστήθηκε, που ξεκίνησε να μοιράζεται με τους αρμόδιους της υποψήφιας πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης τον πόνο του για το πρόστιμο που του βάλαν κάποτε οι υπάλληλοι του Δήμου. «Μα είναι πολιτιστική πρωτεύουσα αυτή;» αναρωτήθηκε. Στην Ουκρανή συμπολίτισσα που εξέφρασε δημοσίως το παράπονο της μη εκπροσώπησης στο πάνελ ατόμου από την κοινότητά της. Στους καλλιτέχνες που διαφώνησαν με τον τίτλο της συζήτησης γιατί «παραείναι ακαδημαϊκός». Στην κυρία με το λευκό ταγιέρ που εκτόξευε χρυσόσκονη θετικότητας, σκορπώντας συγχαρητήρια στους διοργανωτές.

Έχουμε όλοι ανάγκη για εξωστρεφή και ουσιαστικό διάλογο, ο καθένας μας για διαφορετικούς λόγους. Εύχομαι ολόψυχα να ανοιχτούν περισσότερες τέτοιες ευκαιρίες για δημόσια συζήτηση.

*Στον τίτλο: Αντί του όρου «βιομηχανία», δανείζομαι τη «βιοτεχνία» από την τοποθέτηση της Μαρίνας Κακουλλή.

** Η Διαμάντω Στυλιανού είναι κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια- συνεργάτις του Λεμεσός 2030.