«Εκ Κοιλίας Μητρός μου» του Κώστα Μαννούρη σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή.
Οι παλιότεροι θεατρόφιλοι έχουν απολαύσει αρκετές φορές τη σκηνική συνύπαρξη Μπεμπεδέλη- Κυριαζή (αν και μάλλον όχι σε ντουέτο), ωστόσο στις μέρες μας δεν μπορεί να μην εκλαμβάνεται ως ιστορικό γεγονός και επαρκής λόγος για να σπεύσει κανείς στο θέατρο. Η σκέψη μάλιστα ότι βρίσκονται στην ηλικιακή φάση της πορείας τους που μπορούν με άνεση να παίξουν δυο συνομήλικους ηλικιωμένους είναι αρκούντως ελκυστική. Νομίζω ότι δεν θα είχε πολλά να προσφέρει ένα ακόμη εκθειαστικό κείμενο για την ερμηνευτική αριστοτεχνία των δύο ηθοποιών- που κάθε άλλο παρά ως βετεράνοι λειτουργούν όταν τρίξει το σανίδι κάτω από το πόδι τους. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω να το αποφύγω.
Οι πολύπειροι πρωταγωνιστές δεν θα πρέπει να δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να βρουν τα γράδα τους και να μετατρέψουν τη σκηνή σε ανάγλυφο καμβά συναισθημάτων, παθών και τραυμάτων, που αποκαλύπτονται με λεπτότητα και βάθος. Μέσα από τις αντιφάσεις της ισόβιας σχέσης μεταξύ διδύμων ξεδιπλώνεται ο πυρήνας της αφήγησης, που εκκινεί από άλυτες εντάσεις, ανείπωτα λόγια και καταπιεσμένα συναισθήματα που σιγοβράζουν για δεκαετίες.
Μέσα από τους πυκνούς αλλά στρωτούς του διαλόγους ο Κώστας Μαννούρης, συνεχίζει την πολυετή πια, αφοσιωμένη του ταλάντευση ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, ανάμεσα στη μνήμη και την απώλεια. Στα έργα του η γλώσσα δεν είναι απλά κομβική: συγκαταλέγεται στους πρωταγωνιστές. Έχει μια παλιομοδίτικη αύρα, αλλά τη χειρίζεται με τρόπο που μοιάζει ρέουσα, φυσική και απόλυτα ταιριαστή με την πράξη. Έχει έναν τόνο αφοπλιστικό και παρότι αντλεί από το παραδοσιακό, δεν επιβαρύνεται από την υπερβολική σοβαρότητα, αντίθετα, αφήνει περιθώρια για νοσταλγική διάθεση.
Θυμίζει κάτι οικείο, κάτι πιο αθώο, σαν αντανάκλαση μιας άλλης εποχής, που όμως πατάει και συνομιλεί με το σήμερα. Η ροή των διαλόγων είναι αδιάκοπη και δυναμική και ο ρυθμός επιβάλλεται των λέξεων, γεγονός που ελαφρώνει το ιδίωμα και το εντάσσει ομαλά στην αφήγηση ως αναπόσπαστο μέρος της όλης εμπειρίας. Παράλληλα, λειτουργεί εν προκειμένω ως φίλτρο για τις αλληλεπιδράσεις των δύο ηρώων, προσδίδοντας στις συνομιλίες έναν αέρα «εγκλωβισμού» σε συμπαγείς και μοιραίους οικογενειακούς και κοινωνικούς ρόλους, που είναι αδύνατον να μεταβληθούν.
Στο έργο αυτό η γλωσσική προσέγγιση ενισχύει την αίσθηση μιας κλεψύδρας που έχει σχεδόν αδειάσει, αλλά και την αίσθηση της στασιμότητας και της αλληλοεξουδετέρωσης που τα δύο αδέρφια βιώνουν, αδρανοποιημένα από τις αλυσίδες του αίματος. Η αντισφαίριση σαρδόνιων νύξεων αναδεικνύει την επιδεξιότητα του συγγραφέα να μετατρέπει σε ευρηματικό διάλογο και τα πιο βαριά θέματα, συνδυάζοντας το οικείο με το παράδοξο, το γλυκόπικρο με το ειρωνικό. Καθώς οι δύο ήρωες «λούζουν» ο ένας τον άλλο με αλήθειες, εντείνεται η αίσθηση ότι έχουν επίγνωση της ματαιότητας των καταστάσεων που βιώνουν, χωρίς να μπορούν να τις αποφύγουν. Στην καρδιά του κειμένου βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος.
Ο τρόπος που λειτουργεί σκηνοθετικά ο Βαρνάβας Κυριαζής εστιάζει στην ερμηνεία και τον χώρο και περιέχει πάντα στοιχεία αμφισημίας και βάθους, με έντονη έμφαση στη λεπτομέρεια και την πολυεπίπεδη ανάγνωση χαρακτήρων και σχέσεων. Το κείμενο μετατρέπεται έτσι σε μια εξεικόνιση γλυκόπικρης σκωπτικότητας.
Ο σκηνοθέτης δίνει έμφαση στις λεπτές αποχρώσεις του χιούμορ και του πόνου, αναδεικνύοντας το εκκρεμές μεταξύ κωμικού και τραγικού, τις ρυθμικές μεταπτώσεις, τις υπέργειες και υπόγειες εντάσεις των χαρακτήρων. Έχει τον τρόπο να εκμαιεύει το κρυμμένο υποκείμενο των καταστάσεων και δημιουργεί μια παράσταση που είναι ταυτόχρονα λιτή και τεταμένη. Η προσέγγισή του δεν υπερφορτώνει το δρώμενο με περιττές σκηνικές παρεμβάσεις, αντίθετα αφήνει χώρο στους ερμηνευτές να αποδώσουν τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων.
Κάθε γωνιά της σκηνής έχει τη δική της σημασία, κάθε αντικείμενο χρησιμοποιείται με σκοπό, αναδεικνύοντας τη σχέση των διδύμων με το παρελθόν και τα «δεσμά» τους. Σημαντικό prop αποτελεί η κρεμάστρα, με τα αδέρφια να βρίσκονται συνεχώς σε μια αμήχανη φάση «φυγής», αλλά και να αιωρούνται αναποφάσιστοι ανάμεσα σ’ αυτά που τους ενώνουν κι αυτά που τους απομακρύνουν. Ο σκηνοθέτης στήνει «παγίδες» στη σκηνή. Αντικείμενα μετατρέπονται σε σύμβολα περιορισμού ή φυγής, προκειμένου να έρθει στο προσκήνιο το υποστασιακό κενό και η αναζήτηση νοήματος.
Το κατάστημα κεντητικής που φιλοτέχνησε λεπτομερειακά ο Άντης Παρτζίλης αναδεικνύει τη φθορά του χρόνου και την παλαιότητα του «ανέραστου ειδυλλίου». Ο χώρος λειτουργεί ως συμβολική έκφανση της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων. Οι φωτισμοί του Βασίλη Πετεινάρη αποτυπώνουν τη σκιά του χρόνου στις εσωτερικές μεταπτώσεις και τις σκοτεινές σκέψεις τους, ενισχύοντας το συναισθηματικό βάρος των στιγμών, τονίζοντας τις δραματικές κορυφώσεις αλλά και τις πιο «εύθραυστες» στιγμές.
Φυσικά, στο επίκεντρο είναι οι ερμηνείες δύο κορυφαίων μορφών του ελληνόφωνου θεάτρου, που δεν δυσκολεύονται να μορφοποιήσουν τους χαρακτήρες με ψυχολογικό πλουραλισμό. Θεωρώ ότι εύλογα το αποτέλεσμα είναι πέρα και από τις πιο τρελές προσδοκίες του ίδιου του συγγραφέα.
Μέσα σ’ ένα περιβάλλον συγγενικών συσχετισμών και ανεπίλυτων συγκρούσεων, ξετυλίζονται ερμηνείες που μοιάζουν με «γιορτή υποκριτικής». Το πραγματικό «εργαλείο» του θεάτρου είναι ο ηθοποιός κι εδώ Μπεμπεδέλη και Κυριαζής λειτουργούν σαν όργανα ακριβείας, εκφράζοντας όχι μόνο το ρητό, τα λόγια, αλλά και το άρρητο: αναμνήσεις, εμμονές, φοβίες, νευρώσεις, απογοητεύσεις που κρύβονται κάτω από την πέτσα των διαλόγων. Οι διακυμάνσεις στην ένταση της φωνής, η φυσική απόσταση ή η εγγύτητα μεταξύ τους, λειτουργούν με παροιμιώδη σαφήνεια στην αποτύπωση της σύνθετης σχέσης των ηρώων.
Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη είναι με μεγάλη άνεση μια Χριστίνη που κρατά ακόμη ζωντανό το πείσμα και την επιμονή να ασκεί έλεγχο, ενώ βρίσκεται σε εσωτερική πάλη ανάμεσα στην προστατευτικότητα και την ασφυξία που θέτουν οι ίδιοι ακριβώς δεσμοί. Ο Σπήλιος του Βαρνάβα Κυριαζή είναι πιο κυνικός αλλά και πιο πελαγωμένος. Λιγότερο συμβιβασμένος με την αμείλικτη πραγματικότητα, ο χαρακτήρας του ισορροπεί ανάμεσα στη μελαγχολία και τον αυτοσαρκασμό, καθώς η ματαιότητα του χρόνου δεν τον πτοεί να συνεχίζει να βρίσκεται ακόμη και στη δύση της ζωής του σε αναζήτηση ταυτότητας.
Ελεύθερα, 27.10.2024