Τον είδα γονατιστό. Προχωρώντας από το κτηματομεσιτικό γραφείο του Δρόσου Κάττου και τον Αλετρά με τις φθαρμένες απ’ τον χρόνο τσίγκινες ταμπέλες, αφήνοντας πίσω τη Σούτσου και το παλιό τυπογραφείο-λιθογραφείο του Κώννου στο 46 της μεταλλαγμένης -πια- οδού με τις πολλές λακκούβες και την εκ βάθρων αναπαλαίωση των παλιών προσόψεων που ξεκίνησε εδώ και πολύ καιρό, κοντοστάθηκα έξω από την τζαμαρία και τον κοίταξα– δεν θα ‘χε πάει 12 το μεσημέρι στη δροσερή απ’ το Οκτωβριανό αεράκι άσφαλτο της παλιάς Λευκωσίας.

Από την ανοιχτή πόρτα με τα μεγάλα αραβικά γράμματα που σήμαιναν κάτι σαν «κουρείο για άντρες, γυναίκες και παιδιά» -ποιος ξέρει;- ακούγονταν προσευχές, μουσική υπόκρουση από ψαλμωδίες, πιάνο, κιθάρα, κάτι παραδοσιακό σαν ακορντεόν που δεν ήταν ακριβώς ακορντεόν και μία αντρική φωνή που κάλυπτε τα όργανα, υπόκωφη, να ανασαίνει -με ηρεμία ειν’ η αλήθεια- μελλοντολογικές προβλέψεις, παραγγέλματα ξένων αγίων, προφητών και ψαλμούς – ίσως για αποφυγή ενός τρίτου παγκόσμιου που δεν ξέρουμε πια από που θα μας έρθει, από ποια «γειτονιά» ή ποιο μακρινό συμφέρον· για το τέλος των αποκεφαλισμών ένθεν και ένθεν.

Ο πιτσιρικάς στην πόρτα μου είπε να περάσω– βοηθός εκείνου, μάλλον. Είχα μέσα στη νάιλον σακούλα τρεις κολοκοτές από την κυρία Μάρω του απίθανου φούρνου «Νίκος Νικολάου» που είναι λίγο πιο κάτω, στην διασταύρωση της Τρικούπη με την Λιασίδου -της γυναίκας που ξέρει καλά το μυστικό της συνταγής για την παραδοσιακή κολοκοτή-, κι έδειξα με το δάχτυλο στον νεαρό, έτσι όπως κοιτούσα μόνο την πλάτη του απέναντι άνδρα: «Κάνει παράκληση;». «Είναι η ώρα τέτοια. Δεν ακούς από το τζαμί;». «Να φύγω;». «Σε πέντε λεπτά τελειώνει. Κάτσε». Μπήκα μέσα.

Πελάτης άλλος κανένας. Κάθισα στην πολυθρόνα και περίμενα να ετοιμαστεί. Μου έδωσε πορτοκαλάδα από το ψυγείο, έβαλε δύο παγάκια μέσα και κοίταξα στην μεγάλη οθόνη μπροστά μου βλέποντας όμως κι εκείνον ταυτόχρονα σε αντανάκλαση. Το «Αλ Τζαζίρα» μετέδιδε την πρωινή λειτουργία, αφηρημένες εικόνες με τοπία ξένα και ερήμους ζεστές που έκαναν σκριπτ στη θέαση συνοδεύοντας ένα παράγγελμα πεζού και ποιητικού λόγου για όσους λίγους παρέμεναν αισιόδοξοι, αν και φοβισμένοι, στο δυσοίωνο προμελετημένο της Μέσης Ανατολής το οποίο ανοιγόταν διάπλατα για το τρομακτικό που θα συμβεί ή που ήδη συμβαίνει με απρόβλεπτο το τέλος– διάβασα από κάτω την αγγλική δισυπόστατη μετάφραση: «Its from god but its not from god, say god has declared the truth».

Μου έδειξε την καρέκλα. «Κούρεμα;». Δεν είχα πρόθεση. Είπα «ναι». Πήρε το ψαλίδι στα χέρια και ξεκίνησε να το ανεβοκατεβάζει στο κρανίο. Με αργές κινήσεις σα να ‘θελαν τα δάχτυλά του να συνηθίσουν το καινούργιο που είχε αφεθεί μελετούσε, σκεφτόταν και δούλευε με τα χέρια του ταυτόχρονα. Ύστερα ανέβασε ταχύτητα και μετά πάλι αργά- αργά.

«Προσευχόσουν…», είπα. «Προσευχόμουν, ναι». «Ένα κουρείο που το ‘λεγαν “Αλεξάνδρεια”, δυο μαγαζιά πιο κάτω…». Αν έμπαινα κάπου σήμερα σ’ αυτό το καβαφικό θα ‘θελα, μα με παρέσυρε η εικόνα κι η διάθεση πίστης του στον Αλλάχ του, «γι’ αυτό ήρθα σ’ εσένα, παρόλο που δεν κατανοούσα τίποτα από την ταμπέλα με τα καλλιγραφικά που διαβάζονταν από τα δεξιά, εκτός από το “Αλαντίν”».

Γέλασε. Κάπως να τον καταλάβω κοιταχτήκαμε από το τζάμι που καθρεφτιζόταν το είδωλό μου και μου είπε: «Ναμπίλι. Με λένε Ναμπίλι». «Αιγύπτιος;». «Από τη Συρία». Από τη Συρία κι ο έφηβος βοηθός που μου αντιγύρισε την παλάμη του εν είδει χαιρετισμού εξηγώντας μου, αργότερα, πως κάποιες λέξεις του είναι κρητικές αναμεμιγμένες με κυπριακές που ακούει από συμμαθητές του στο Γυμνάσιο Παλλουριωτίσσης όπου φοιτά, γιατί στο χωριό του, το Χαμιντιέ, οι πρόγονοί του είναι από την Κρήτη. «Γι’ αυτό είμαι ξανθός!», είπε περήφανα. Ομολογώ, ξαφνιάστηκα από την πληροφορία.

Ο Ναμπίλι άφησε το ψαλίδι στον πάγκο, ξετύλιξε κλωστή από ένα καρούλι καφέ χρώματος, έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι, το πέρασε μέσα από τα δόντια του-τα αραιά μπροστινά- και ξεκινώντας από το αριστερό μου αφτί συνέχισε να αφαιρεί τρίχες από το πρόσωπό μου. «Πονάω λίγο», του έδειξα από το google translate. «Επειδή είναι η πρώτη φορά», μετέφρασε ο Ελληνοσύριος. Μετά ξαναπήρε το ψαλίδι στα χέρια.

«Είδες αίμα στη Δαμασκό, Ναμπίλι;», τον ρώτησα. «Περπατούσα δίπλα από σκοτωμένους», μου έλεγε μέσω του στόματος του ξανθού βοηθού του. «Στους στενούς δρόμους της πόλης το αίμα περνούσε τα χαλάσματα κι ύστερα έμπαινε από τις κουζίνες κάνοντας κόκκινο το νεροχύτη. Νερό δεν υπήρχε να ξεπλυθεί κι έμενε εκεί, για μέρες, βδομάδες ίσως, μια πηχτή τάτσα πως από εδώ πέρασε το κακό. Ύστερα έφυγα. Είμαι θαρραλέος, αλλά φοβήθηκα. Μετά ήρθα στην Κύπρο. Νόμιμα, με όλα τα χαρτιά μου έτοιμα από την πρεσβεία, ήμουνα μέσα στα ποσοστά. Δεν είχα πού άλλου να μείνω στην αρχή, αλλά ένας φίλος μου έμενε εδώ και με φιλοξένησε. Μπαρμπέρης ήμουνα και στη Συρία. Και εδώ το ίδιο».

Ανάσα καμία. Συνέχισε, Ναμπίλι. «Εδώ έκανα τα παιδιά μου. Εδώ είναι η οικογένειά μου. Αλλά τώρα δεν μπορώ να πάω με τα μωρά στην Δαμασκό. Δεν θα ‘θελα να αρπάξουν μια μέρα ένα μου μωρό και να μεγαλώσει μαθαίνοντας να τεμαχίζει τα κεφάλια που εγώ τώρα νταντεύω».

«Όταν τρώω σκέφτομαι το σπίτι μου. Όταν κοιμάμαι σκέφτομαι το σπίτι μου. Όταν μιλάω στο Θεό σκέφτομαι το σπίτι μου. Όταν σε κοιτάζω σκέφτομαι το σπίτι μου. Όταν ακούω για τρελούς που πετάνε πυραύλους σαν παιχνιδάκι για να τρομάζουν τους άλλους λαούς παραδίπλα, εγώ σκέφτομαι πάλι το σπίτι μου!». Μου έβαλε την πετσέτα γύρω από το σβέρκο και μου έδειξε τη βρύση: «Σκύψε και ξεπλύσου, να σε χτενίσω, να βάλουμε τζελ κι είσαι έτοιμος».

Η μεγάλη προσευχή απ’ το «Αλ Τζαζίρα» είχε τελειώσει, ξεκίνησε ένα σήριαλ, αντίστοιχο με τη «Γη της ελιάς» νομίζω, με local σταρς, αλλά με υψηλότερο μπάτζετ απ’ όσο καταλάβαινα, με κάτι αεροθούμενα και πηδήματα στο κενό από κάποιους που ήθελαν να γλιτώσουν απ’ τους «κακούς» κι έτσι φιλιόντουσαν στα μάγουλα πριν από το άλμα στο κενό– χαμήλωσε την ένταση. Ένας Αφρικανός μπήκε και τον αγκάλιασε– πελάτης καιρό, μάλλον.

Ο ξανθός βοηθός τον έβαλε να καθίσει στη θέση μου κι ο Ναμπίλι μού ‘βαλε κολόνια στα μάγουλα, χαστουκίζοντας με δυο τρεις φορές μέχρι να εισχωρήσει το υγρό στο φρεσκοπλυμένο πρόσωπό μου. Έτσουζε. «Είναι κακό το after shave που βάζεις, γι’ αυτό δεν συνηθίζεις το κανονικό. Μετά το ξύρισμα πρέπει να επουλώνονται οι πληγές των τριχών που πεθαίνουν– πάρε από αυτό που κρατάω, original πράγμα, έχει δίπλα, στο mini market πριν από το round about του ΟΧΙ».

Του έσφιξα το χέρι και του υποσχέθηκα πως θα ξαναπήγαινα– άφησα μια κολοκοτή στο τραπέζι για την καλή τιμή και βγήκα ξανά στην Τρικούπη. Κεμπάμπ και λαχματζούν τρυπούσαν τα ρουθούνια απ’ τα βαρύτερα των μπαχαρικών της πραγματικότητας που φιλοξενείται στο πλάι μας.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 27.10.2024