«Το κάστρο μας» της Μαρίας Πυλιώτου σε σκηνοθεσία Μαρίνας Βρόντη.

Ενώ η συναστρία επιχειρεί να γυρίσει τη «μανιβέλα» για άρση του αδιεξόδου στο Κυπριακό, η τέχνη στο δικό της μετερίζι προσπαθεί να διεισδύσει εκεί που η σκληρή πραγματικότητα και, κυρίως, η πολιτική αποτυγχάνουν. Προσφέρει έναν αρκετά πιο γόνιμο και διεγερτικό τρόπο για να επανέλθει στο προσκήνιο η ανθρώπινη εμπειρία. Έστω και νοητά, μπορούμε να δούμε το χάσμα να γεφυρώνεται, να βιώσουμε με τρόπο λυρικό και καθολικό μια προσομοίωση σύνδεσης με συναισθήματα και ιστορίες που έχουν παραγκωνιστεί.

Η διπλωματία του θεάτρου δεν προσβλέπει σε άλλο συμφέρον πέραν από αυτό του θεατή, γιατί λειτουργεί σε άλλο επίπεδο– της καρδιάς και της φαντασίας. Η διασκευή του βραβευμένου μυθιστορήματος της Μαρίας Πυλιώτου «Το Κάστρο μας», είναι μια τέτοια περίπτωση και πρώτιστα είναι μια συγκινητική και νοσταλγική αναμέτρηση. Η παιδική αθωότητα συναντά τη συλλογική μνήμη σε μια υπερχρονική εμπειρία που επικυρώνει το γεγονός ότι το τραύμα του 1974 παραμένει αιμάσσον και 50 χρόνια μετά εξακολουθεί να σφυγμομετρεί την καθημερινή ζωή.

Η αναπαράσταση ανασυστήνει έναν κόσμο που χάθηκε, αλλά το αίτημα και το διακύβευμά του παραμένει επιτακτικό. Οι βαθιά ανθρώπινες προσωπικές ιστορίες, οι φιλίες, οι φόβοι, οι ελπίδες πετούν μέσα από το πέπλο του ρεμβασμού πέρα από ρηχούς διαχωρισμούς ή πολιτικά σχήματα. Κυρίως γιατί η τέχνη προσφέρει κάτι που η πολιτική– δυστυχώς, ακόμη και η εκπαίδευση- θεωρεί μειονέκτημα: την πολυτέλεια της ενδοσκόπησης και της συναισθηματικής κάθαρσης.

Η αναβίωση της αληθινής ιστορίας του έφηβου πρόσφυγα Στάθη, που το 1976 πέρασε στα κατεχόμενα για να πάει στο χωριό του και να πάρει το ποδήλατό του, οδηγεί σε μια ταύτιση και μια συνειδητοποίηση ότι η ανάγκη για επανένωση και συμφιλίωση, όσο απροσγείωτη κι αν φαντάζει πια, παραμένει στην ουσία της βαθιά ανθρώπινη και επείγουσα.

Εδώ είναι λοιπόν που η καλλιτεχνική πράξη υποδεικνύει ότι οι μεγαλύτερες αλλαγές ξεκινούν από τις καρδιές των ανθρώπων. Κι όσο κι αν θεωρείται αφηρημένο, επινοημένο, «διακοσμητικό» εργαλείο που δεν μπορεί να αλλάξει άμεσα την αντικειμενική πραγματικότητα, μπορεί ωστόσο να έχει χειροπιαστή επίδραση στους ανθρώπους και στις κοινωνίες, διαμορφώνοντας συνειδήσεις, επηρεάζοντας σχέσεις, προκαλώντας συζητήσεις.

Η παράσταση καταφέρνει να αγγίζει χορδές γιατί μετουσιώνει την τραγική συνθήκη της προσφυγιάς και του διχασμού σε μια αφήγηση που, αν και βγαλμένη από το παρελθόν, έχει ισχυρή επίδραση στο παρόν. Κάτι που το παρόν έχει μεγάλη ανάγκη. Μπορεί στο σανίδι να μην προσφέρονται λύσεις, διευθετήσεις και απαντήσεις, προσφέρονται όμως χειροπιαστές εμπειρίες που ενσωματώνουν τις ανθρώπινες ανάγκες για κατανόηση, συνύπαρξη και ελπίδα.

Έχουμε την ευκαιρία να αναμετρηθούμε με τις αγωνίες και τις επιθυμίες μας, μέσα σ’ ένα πλαίσιο ειλικρίνειας και κατανόησης και να τις νοηματοδοτήσουμε. Το σημαντικότερο είναι ότι το «Κάστρο μας» απευθύνεται σε όλους, αλλά στοχεύει κυρίως στις νεότερες γενιές που κουβαλούν το διαγενεακό τραύμα. Παρακολουθώντας το δράμα μιας Κύπρου που μοιάζει ξένη αλλά και απελπιστικά οικεία, κατά κάποιον τρόπο αναμετριούνται με τις ανοιχτές υποθέσεις του παρελθόντος και με την ίδια τους την ταυτότητα.

Σε λιτές και χρωματικά ζωηρές γραμμές, ο Λάκης Γενεθλής καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κόσμο αυθεντικό που μεταφέρει το κοινό πίσω σ’ ένα 1976 που δεν αποκολλάται από το τώρα, καθώς η Κύπρος πάσχιζε και πασχίζει ακόμη να ορθοποδήσει μετά το σβουριχτό χαστούκι. Η απλότητα στη σύλληψη και τη σύνθεση δημιουργεί ένα οπτικό αποτέλεσμα που δεν αποσπά την προσοχή από τους χαρακτήρες ή την πλοκή και ταυτόχρονα προσθέτει στο πεδίο μια δυναμική ατμόσφαιρα, καθώς οι δύο νεαροί κυνηγούν την περιπέτεια και το παιχνίδι στην ελεύθερη και την κατεχόμενη πλευρά. Η κατασκευή και τα επιμέρους στοιχεία δεν είναι απλώς φόντο, άλλα υποστύλωμα της αφήγησης, όσο και ενεργό, ευέλικτο και αισθητικά ενδιαφέρον κομμάτι της εμπειρίας, σαν ζωντανός μηχανισμός που «αναπνέει» μαζί με τους χαρακτήρες.

Το δράμα εξυφαίνεται πάνω σε φυσικό καμβά, με τη Μαρίνα Βρόντη να καταφέρνει να αναδείξει με ευθύνη την απλότητα των διαπροσωπικών σχέσεων και την άσβεστη προοπτική της συνύπαρξης. Η σκηνοθετική πρόταση είναι ένα ταξίδι στον ρευστό χρόνο, με ατμοσφαιρική δύναμη, με συμβολικότητα και ονειρική υφή. Αποδίδει το πνεύμα του κειμένου χωρίς διδακτισμό, αλλά με μια λαϊκή απλότητα που ενσαρκώνει την αποθυμιά για μια πατρίδα χαμένη, αλλά και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Ιθύνων νους της παραγωγής είναι η Γεωργία Μεσιήτη, που υπογράφει δραματουργία, μουσική επιμέλεια, επικοινωνία και εμφανίζεται ως βοηθός σκηνοθέτη. Στο κρίσιμο δραματουργικό κομμάτι μιλά για το τραύμα και την απώλεια με τρόπο που δεν βαραίνει τους θεατές, αλλά τους προσκαλεί σε συλλογικό αναστοχασμό, σε μια πορεία προς την κατανόηση και την παντοχή. Ξελαφρωμένο από δύσπεπτα νοήματα, το κείμενο αφήνει τις επιμέρους ιστορίες να μιλήσουν και επιτρέπει στον θεατή να ταυτιστεί με τους ήρωες.

Η μουσική υπόκρουση περνάει από την τρυφερότητα στη σιωπή και από τη σκανταλιά της παιδικής εξερεύνησης στην απόγνωση της μνήμης, υπογραμμίζοντας το λυρικό φάσμα που ενισχύει την επίγνωση για τα γεγονότα. Οι φωτισμοί του Χρίστου Γωγάκη μεταμορφώνουν τη σκηνή σε συμβολικό τοπίο, όπου η πραγματικότητα φαίνεται λιγότερο σκληρή και άκαμπτη, αφήνοντας μικρές χαραμάδες να γλιστρίσει η παρηγοριά και η αισιοδοξία.

Παρότι άβγαλτος στο σανίδι, ο νεαρός Σάββας Παϊσίου σκιαγραφεί με ευαισθησία το πορτρέτο του Στάθη, εκφράζοντας την ακόρεστη εφηβική λαχτάρα για περιπέτεια και αυτονομία. Παρά την εμφανή σκηνική διαφορά ηλικίας με τον χαρακτήρα του Πετρή, ο Φώτης Φωτίου, πλάθεται και εντάσσεται με φυσικότητα και ομοθυμία. Οι δύο νεαροί ήρωες δίνουν την εντύπωση ότι μοιράζονται ένα κοινό όνειρο πάνω από τα σπάργανα μιας αληθινής φιλίας που γεννιέται σ’ έναν κόσμο που διαρκώς διαλύεται και ξαναχτίζεται. Τα δάκρυα που κυλούν στο τέλος στα μάτια της Ιωάννας Κεραυνού, που ενσαρκώνει την Τζεϊντά, μαρτυρούν την ευαλωτότητα που τη διακατέχει και την έντονη φόρτιση που καλείται να διαχειριστεί.

Οι γονείς του Στάθη (Κύνθια Παυλίδου και Μαρίνος Χατζηβασιλείου) αποδίδουν προσγειωμένα το συναίσθημα της αγωνίας και της αβεβαιότητας που ακολουθεί τον ξεριζωμό, ενώ η Πολυξένη Σάββα συντονίζεται με την παρατεταμένη ταραχή της γυναίκας του αγνοούμενου και η Ζωή Κυπριανού, ως τυφλή Τουρκοκύπρια γιαγιά, κουβαλά τη σοφία, τον πόνο και την αντοχή της γενιάς που έζησε στο πετσί τις συνέπειες της διχοτόμησης. Στους ρόλους τους ανταποκρίνονται επαρκώς και οι Παντελής Παπακωνσταντίνου και Κρίστυ Χαραλάμπους.

Ελεύθερα, 20.10.2024