Όταν ήμουν μικρός γοητευόμουν από τους ηττημένους– εκείνων που τα άστρα χαμήλωσαν και άγγιξαν τις λάσπες παραπατώντας ύστερα από το μεθύσι της ύπαρξης ή την κατάχρηση σε πλατείες-βόθρους των πόλεων, ή αυτών που τους προσπέρασαν κάποια θηριώδη αλαζονικά ατομίδια αφήνοντάς τους λίγη σκόνη στα παπούτσια καθώς πατούσαν γκάζια και χάνονταν στο σκοτάδι που πίστευαν για φως.
Όταν ήμουν μικρός πίστευα πως αυτοί ήταν οι γενναίοι. Οι δυνατοί. Οι ευαίσθητοι μέσα στην άγνοιά τους, οι αθώοι κι άκακοι σαν μωρά. Εκείνοι που θα σήκωναν κεφάλι αν τύχαινε και τους πείραζαν μια τρίχα από τις ολοστρόγγυλες αγάπες της ζωής τους ή αν επιδίωκε κάποιος να στεγνώσει την ψυχή τους που συνέχιζε να πάλλεται ρυθμικά και γρήγορα, όπως το συκώτι στα σπλάχνα νεογέννητου μοσχαριού.
Τους έβρισκα ενδιαφέροντες. Ποιητικούς. Είχαν μια ολομέτωπη ομορφιά και τη γοητεία εκείνη που, αν και δεν τους κατέτασσε στους όμορφους, τους οδηγούσε στο να αντιλαμβάνονται, σχεδόν από τη μήτρα τους, την ευφυΐα της ματαιότητας του κόσμου. Τους έβρισκα υπέροχους! Ήθελα να τους κάνω παρέα. Όταν ήμουν μικρός, οι ηττημένοι ήταν οι παραμυθένιοι μου ήρωες.
Ύστερα μεγάλωσα. Και κατάλαβα πως άλλο η αποτυχία και άλλο το να κυλιέσαι αενάως επάνω στα σπασμένα πλακάκια του σπιτιού σου εξυμνώντας τα λάθη σου, απογειώνοντάς τα στον γαλαξία μιας απατημένης συνείδησης που δεν κατάλαβε ποτέ προς τα πού πάει ο δρόμος, και παρουσιάζοντάς τα ως σωστά. Ή ως «επιλογές». Πως δεν είναι κακό να χάνεις (όταν συνήθως το ένα κακό τραβάει το άλλο σαν μαγνήτης και υποθέτεις πως «όλα τέλειωσαν»), αλλά η πορεία θα πρέπει -κάποτε- να σε κάνει να πιέζεις τα πέλματά σου για να σηκωθείς, ώστε να σε οδηγήσει σε κάτι φωτεινό – ή σε αυτό που εσύ στοχεύεις ως υπόσχεση στον εαυτό σου αποφεύγοντας τις μεταμέλειες κατόπιν εορτής και τις κακοτοπιές «ανθρώπων που δεν εκτίμησαν τη δουλειά και το ταλέντο σου».
Γνώρισα πολλούς ανθρώπους που πάντοτε τους έφταιγαν όλοι οι άλλοι. Όχι στα σωστά τους. Στα μεγάλα τους λάθη. Που πάντα έβρισκαν δικαιολογίες κι έκαναν τσαλίμια σε ό,τι ερχόταν ως σκιά στο όνειρό τους ή το νύχτωνε επί μακρόν – τι αμαρτία, τι ύβρις! Είναι βέβαιο πως αυτοί δεν θα αναστηθούν ποτέ. Γιατί δεν ήταν ποτέ οι «ωραίοι ποιητές της ζωής» αλλά ένα συνονθύλευμα αστείας ματαιοδοξίας, απωθημένων, ψευδογκλαμουριάς του περιθωρίου ή υποκουλτούρας (ανάλογα), οι γραφικοί -αλλά τόσο συνηθισμένοι- εκείνοι τύποι που δεν κατάφεραν ποτέ να εφεύρουν το δικό τους όνειρο γιατί ήταν πάντοτε η κόπια κάποιου άλλου – στρατιές τα: «γιατί αυτός και όχι εγώ;», «με πολεμάει το σύστημα», «δεν ανήκω εγώ σ’ αυτούς, γι αυτό με πετάνε έξω». Μπούρδες. Οι αληθινοί losers δεν συνθλίβονται ποτέ κάτω από την αδρεναλίνη της παρηγοριάς, αλλά θριαμβεύουν παρατηρώντας και εξυμνώντας όσα οι άνθρωποι πενθούν.
Τα σκεφτόμουν όλα αυτά καθώς ο δρόμος μου, την προηγούμενη βδομάδα, μ’ έβγαλε τυχαία στην πλατεία Εξαρχείων και στους πέριξ δρόμους– σ’ αυτές τις εικόνες και στα συνθήματα στους τοίχους που σήμερα αποστρέφομαι, γιατί δεν θα έκανα ποτέ ξανά παρέα με αυτούς τους τύπους που (είναι σα να τους αντικρίζω μπροστά μου) πήραν μπογιές και τα έγραψαν λερώνοντας τους τοίχους και τις προσόψεις πολυκατοικιών νοικοκυραίων.
Αυτοί που σε μια άλλη εποχή θα με γοήτευαν– πριν από την πραγματική ζωή. Μερικά αγόρια έκαναν skate, λίγο πιο κάτω– αυτό το χωρίς φανελάκι που φωτογράφησα μου είπε «κουλ…» όταν του έδειξα το αυθόρμητό του πορτρέτο, σα να έδινε συναίνεση. Κι ήταν σα να έπαιρνα μια βαθιά ανάσα ανάμεσα σε τόση εναλλακτικότητα που ήταν απλώς βρωμιά!

Κι ύστερα σταμάτησα μπροστά από το αρχοντικό όπου έμενε τη δεκαετία του ’40 ο Κάρολος Κουν, σ’ ένα δωματιάκι του, στην Ζωοδόχου Πηγή – ένα Σμυρναίικης αρχιτεκτονικής εντυπωσιακό σπίτι, εγκαταλελειμμένο πια, βουβό, με διάχυτη μελαγχολία στους εξώστες που ανά πάσα στιγμή μπορεί να γκρεμιστούν στο δρόμο, με μισάνοιχτη ωστόσο την κύρια είσοδο απ’ την οποία -αν τολμούσες- θα μπορούσες να περάσεις μέσα.

Άραγε, κατοικείται; Ή «καταλήφθηκε» κι αυτό; «Στη Ζωοδόχου Πηγής 9 σώζεται αυτή η μνήμη σαν ένας κραδασμός στην ιστορία της νεότερης Αθήνας, μια στιγμή της δεκαετίας του ’20, που στέκει λίγο μελετημένη ως προς την αστική της έκφραση. Αυτά τα αισθητικά υβρίδια της λεγόμενης “μετάβασης” από τον ιστορισμό στις νεωτερικές μορφές προκαλούν συχνά αμηχανία. Αλλά στην πρόσοψη της Ζωοδόχου Πηγής έχουμε το φιλί της Σμύρνης στην Αθήνα…», θα έγραφε πριν από πέντε χρόνια ο αθηναιογράφος, Νίκος Βατόπουλος, σ’ ένα βιβλίο του, γι’ αυτό το επιβλητικό αρχοντόσπιτο, τα μουντζουρωμένο πια από το καυσαέριο, τους βανδαλισμούς στην πρόσοψή του, την αδιαφορία.
Αλλά ας είμαστε πια, μεγαλώνοντας, λιτοί και ρεαλιστές: Η απομάγευση του κόσμου είναι συνήθως η καλύτερη αποδελτίωση της πραγματικότητας. Πώς αλλιώς; Είναι το επίχρυσο που πουλιέται ως διαμάντι στα χέρια αγυρτών και μαυραγοριτών, ως το πολύτιμο και σπάνιο πια που ακόμη επιζεί. Η ελπίδα, άλλωστε, είναι το μόνο που ξεχωρίζει τη νίκη από την ήττα, το θόρυβο από την εκκωφαντική σιωπή που σου τρυπάει τ’ αφτιά μερόνυχτα.
Κι οι losers, αυτοί που λέγαμε πιο πριν, οι αληθινοί losers, είναι οι μόνοι που ξέρουν κατά πού πέφτει το εποικοδομητικό σκοτάδι έχοντας τα μάτια τους ανοιχτά και περπατώντας σ’ αυτό ιχνηλατώντας – σαν τραγούδι του Παύλου Παυλίδη, σαν ποίημα της Κατερίνας Γώγου, σαν ψίθυρος σε κασέτα του Νικόλα Άσιμου. Κι αυτοί οι τύποι είναι οι μόνοι πια που, μεγαλώνοντας, μπορώ -απ’ όλη αυτή την παράξενη κάστα ανθρώπων- να συνεχίζω να εμπιστεύομαι.
Ελεύθερα, 22.9.2024