Δημήτριος Χ. Χατζηχαμπής. Οι πόλεις και τα χωριά της Αμμοχώστου μέσα από τα κείμενα και τους χάρτες, ιδιωτική έκδοση 2023
Mια εξόχως ενδιαφέρουσα περιήγηση στα χωριά και τις πόλεις της Αμμοχώστου παρουσιάζει ο Δημήτριος Χατζηχαμπής στο εν λόγω του πόνημα, παραθέτοντας διαφωτιστικές πληροφορίες για την ονομασία και την ανά τους αιώνες ιστορική ταυτότητα τόσο των εν ζωή όσο και των μη υφιστάμενων πλέον οικισμών, αλλά και των πόλεων που άκμασαν πάλαι ποτέ με τα τείχη, τα οχυρά και τα οικοδομήματά τους να καταλήγουν σε νεκροπόλεις ή κατάλοιπα ερειπίων είτε να σημειώνονται απλώς ως τοπωνύμια στις πηγές. Θλιβερός ο συνειρμός, που παραπέμπει σε στίχους του Σεφέρη: «… πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια/ κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες».
Ωστόσο, η ενδελεχής εδώ συγκεντρωτική εργασία αναμνημονεύει την ύπαρξη, αναβιώνοντας το ένδοξο μεγαλείο τους, καθώς εντρυφεί σε παλαίτυπους και νεώτερους χάρτες, μεσαιωνικά χρονικά και αρχαιότερες χρονογραφίες, σε αρχειακά έγγραφα, στους γεωγράφους των Ελληνιστικών Χρόνων και σε οδοιπορικά ξένων περιηγητών, όπως και αναδιφεί μνημειώδη Κυπρολογικά έργα και κατοπινότερα δημοσιεύματα έγκριτων μελετών. Ο ερευνητής στο πρωτοποριακό του αυτό εγχείρημα, πέραν του τεκμηριωτικού συσχετισμού και της ερμηνευτικής καταγραφής μιας πλειάδας αναφορών, προβαίνει σε σχόλια κριτικών συμπερασματικών αποτιμήσεων ως προς τις συγκλίνουσες και αποκλίνουσες ονοματικές ή τοπογραφικές εκδοχές, την παλαιότητα και την έναντι των κατά καιρούς κατακτητών λιγότερο ή περισσότερο σημαίνουσα θέση των αγροτικών και αστικών οικισμών της περιφέρειας Αμμοχώστου, τη συνέχιση της ανάπτυξης ή την παρακμή και τη διακοπή του βίου τους λόγω εχθρικών επιδρομών και παρατεταμένων κατακτήσεων είτε φυσικών καταστροφών.
Στην ενδεικτική επιλογή της ακροθιγούς μας προσέγγισης θα περιοριστούμε σε ελάχιστους οικισμούς, που εξακολουθούν να υπάρχουν και σε μερικούς άλλους που διασώζονται μέσα από τα αρχαιολογικά τους ευρήματα είτε μόνο στην παλαιότερη χαρτογραφία, επιβιώνοντας ενίοτε στις ονομασίες τοποθεσιών. Επικεφαλής όλων η Σαλαμίνα της πανάρχαιας Ελληνικής Ιστορίας, που ανάγεται στα 1200 π.Χ. με περιώνυμες καταβολές από τον Όμηρο, τον Πίνδαρο και τον Ηρόδοτο έως τους μεταγενέστερους συγγραφείς και την ανελλιπή εγγραφή σε όλους τους χάρτες, αρχής γενομένης από την Tabula Peutingeriana, τον Ρωμαϊκό οδικό χάρτη του 3ου αιώνα μ.Χ. και τον παλαιότερο της Κύπρου. Ευλόγως προτάσσεται στο βιβλίο ως το προγονικό κρηπίδωμα της Αμμοχώστου, «Μητρόπολις πασών ποτέ της νήσου… κατ’ εξοχήν πρωτίστη και ένδοξος», κατά τον Κυπριανό. Η Σαλαμίνα του Ομηρικού Τεύκρου και των Τευκριδών, του Ονήσιλου και του βασιλέως Ευαγόρα, τις αρετές του οποίου ύμνησε ο Ισοκράτης στον ομώνυμο Λόγο του, καταστράφηκε από σεισμούς τον 4ο αιώνα μ.Χ., ανοικοδομήθηκε ως Κωνσταντία, που λεηλατήθηκε από τους Άραβες τον 7ο αιώνα μ.Χ. και μετονομάστηκε από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο Αρσινόη, για να τη διαδεχθεί η Αμμόχωστος.
Μετά τις εισαγωγικές σελίδες για τη Σαλαμίνα και την Αμμόχωστο, ο συγγραφέας επιμερίζει τους οικισμούς σε τέσσερεις ενότητες, αντιστοίχως ισάριθμες των τεσσάρων περιφερειών της επαρχίας. Στη Νότια Περιφέρεια διερευνά αρχικώς το Pomo d’ Adam ή Comodata ή σε άλλες παραλλαγές γραφής, όπως εντοπίζεται στους χάρτες και στον Ενετικό Κώδικα, υπήρξε η τοποθεσία, όπου στρατοπέδευσαν οι Τούρκοι κατά την πολιορκία και την επική αντίσταση της Αμμοχώστου το 1570-71. Σύμφωνα με τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων Paruta και Calepio, απείχε τρία μίλια από την πόλη μέχρι τη θάλασσα με ωραίους κήπους εσπεριδοειδών και πηγάδια και ταυτοποιείται με την τοποθεσία Κουμαντατάς ή Πομονταντάς, κατά παραφθοράν, της Δερίνιας. Μια άλλη τοποθεσία, το λιμάνι Λεύκολλα, πλησίστιο του Πρωταρά, που αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Στράβονα, ανάγεται στις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα και σημειώνεται στους χάρτες μέχρι τον 18ο αιώνα. Σύμφωνα με τους «Βίους» του Πλουτάρχου, η ονομασία του σχετίζεται με τον Ρωμαίο στρατηγό Λεύκολλο, που ναυλόχησε στην εκεί ερημική ακτή. Στην ίδια περιοχή τα τοπωνύμια Μελισσώνα και Αndeloto/Aμπελωτό παραπέμπουν σε οικισμούς επί Φραγκοκρατίας. Στους Θρόνους αναφέρεται ο Στράβων και αναλυτικότερα ο Πτολεμαίος ως αρχαία πόλη και ακρωτήριο, όπως ο Κυπριανός, ο Κυριαζής και ο Κληρίδης, τοποθετώντας την μεταξύ Αγίας Νάπας και Πύλας στην περιοχή Λιοπετρίου προς τη θάλασσα, ενώ ο Σακελλάριος προσθέτει την ύπαρξη υδραγωγείου.
Στη Δυτική Περιφέρεια της Αμμοχώστου εντάσσονται τα Κούκλια. Κατά την ετυμολογία του Μενάρδου ανακαλούν τα κουβούκλια, τις επαύλεις των βυζαντινών αρχόντων, που κατέστησαν βασιλικά κτήματα της Φραγκοκρατρίας και τσιφλίκια της Τουρκοκρατίας. Την τοποθεσία επί Φραγκοκρατίας επίσης Στεφάνι, εκτός από τους χάρτες, μνημονεύει ο Κυριαζής νότια της Βατυλής, που συνδέεται με τον ομώνυμο οικιστή του ενιαίου αρχικώς οικισμού Στέφανο Βατιλή, κατά τον Μαχαιρά, ο οποίος διαχωρίστηκε σε δύο χωριά. Οι Στύλοι χαρτογραφούνται ως Coloe, που οι Κυριαζής και Κληρίδης συνδέουν με τις κολώνες υδραγωγείου, επιβεβαιώνοντας τις διευκρινίσεις του Κυπριανού για τη μεταφορά νερών με υδραγωγούς αύλακες από την Κυθρέα στο υδραγωγείο της Σαλαμίνας. Με τις κολώνες του ίδιου υδραγωγείου σχετίζεται και το παραπλήσιο ερειπωμένο χωριό, κατά τον Σπυριδάκι, Κολότα, που δεν εμφανίζεται στους χάρτες ειμή μόνο στον Ενετικό Κώδικα.
Στη Βόρεια Περιφέρεια η Απαλαίστρα, συμφωνούν Σακελλάριος και Μενάρδος, ότι ήταν αξιόλογη αρχαία πόλη με γυμνάσιο, που, κατά τον Κληρίδη, εξαφανίστηκε επί Τουρκοκρατίας. Το αρχαιότατο Αφροδίσιο, που παραπέμπει στη λατρεία της Κύπριδας θεότητας ο Χατζηιωάννου τοποθετεί πλησίον της Ακανθούς, όπως και ο Κυπριανός, που σημειώνει ότι το είχε ανακαινίσει ο Πέρσης βασιλιάς Κύρος. Αρχέγονες Ελληνικές κοιτίδες, πλην των αναγόμενων στη Βυζαντινή εποχή και τη Φραγκοκρατία, συναντούμε επίσης στο διαμέρισμα της Καρπασίας, στην Ανατολική Περιφέρεια της Αμμοχώστου, ονόματι Άκρη, Αχαιών Ακτή, Κορώνεια/Κορόβεια, Ουρανία, Φιλεούς. Ένα βιβλίο αναφοράς, που εμπλουτίζει την Αμμοχώστεια βιβλιογραφία.
