Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου από το Εθνικό Θέατρο.
Δεν θέλω να σας πω πώς αντιδρούν οι συνάδελφοί μου στον «Φιλελεύθερο» κάθε φορά που αντί για «καλημέρα», για να σπάσω τη μονοτονία, εισέρχομαι στο γραφείο μουγκρίζοντας ένα «ήρθα!». Αν σας πω, θα ρίξω το επίπεδο της στήλης, που δεν είναι ούτως ή άλλως και πολύ ψηλό.
Ποτέ δεν χρειάστηκε να τους εξηγήσω την παραπομπή στο «ήκω» του Διονύσου, την πρώτη λέξη στον πρώτο στίχο των Βακχών του Ευριπίδη. Η κωμική σύνδεση πάντως έγινε στο μυαλό μου παρακολουθώντας τον καλό ηθοποιό Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, που πριν ακόμη ξεκινήσει η παράσταση διαδρούσε με τους θεατές, να αναφωνεί ως Διόνυσος εκείνο το «ήρθα!». Εννοώντας ότι ήρθε στο σπίτι του, στο βασίλειό του, το θέατρο. Γέλασα αναπόφευκτα σκεπτόμενος τα μούτρα των συναδέλφων μου αν έσκαγα κι εγώ μύτη μια μέρα στη δουλειά με φράκο -αλλά γυμνόστηθος- και με ψηλοτάκουνα στα πόδια.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η παράσταση των Βακχών είχε αρκετές διασκεδαστικές στιγμές και ευθείες συνδέσεις, ενώ φάνηκε ότι ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου είχε στο μυαλό του ένα πλαίσιο, ένα πλάνο για την εφαρμογή του οποίου ίδρωσε τη φανέλα μαζί με τους συνεργάτες του για αρκετούς μήνες. Το αποτέλεσμα είχε έναν αποφασιστικό στόμφο στον αέρα του, αλλά παραδόξως δεν μπορούσε να κρύψει και μια εφεκτικότητα. Σκέφτομαι πάντως ότι όταν αναζητώ σε μια παράσταση τα θετικά σε επιμέρους στοιχεία, όπως λ.χ. σε κάποιες μεμονωμένες αναγωγές ή στους επιδέξιους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα, τότε μάλλον δεν με ενθουσίασε.
Η αίσθηση που μού έδωσε αυτή η εκδοχή των Βακχών ήταν ότι η σύλληψη εντόπισε και καθόρισε τα συγκεκριμένα σημεία όπου θα ασκούσε δραματική πίεση, αλλά στο γενικό κάδρο κάπου έχασε τον προσανατολισμό της, με αποτέλεσμα να μη φτάσει στο μεδούλι. Διέκρινα αρκετές ιδέες που στην πορεία είτε εξάντλησαν την ισχύ τους, είτε ατονούσαν σκηνή με σκηνή μαζί με το ενδιαφέρον του θεατή. Το δικό μου, τουλάχιστον. Αντίθετα, κάποιες ιδιαίτερα τολμηρές εμπνεύσεις λειτούργησαν τελικά σαν… τατουάζ: έδωσαν δηλαδή μια δεσμευτική δυναμική που τραβάει το μάτι, αλλά έμειναν αυστηρά πάνω στο δέρμα.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έδωσε την εντύπωση ότι –τηρουμένων των αναλογιών- η αύρα της είχε κάτι από την άγαρμπη αμφισημία, τη φανταχτερή παρδαλοσύνη, την απενοχοποιημένη αυθάδεια της τελετής έναρξης των πρόσφατων Ολυμπιακών Αγώνων. Κι αν ένα γεγονός τέτοιας εμβέλειας σηκώνει άνετα υπερβολές και οφείλει από τη φύση του να αποτελεί μια προπαγανδιστική εξτραβαγκάντσα, στην τραγωδία –ακόμη και στις παράφορες Βάκχες- οι στόχοι (δεν μπορεί παρά να) είναι άλλοι. Δεν λέω ότι το ευριπίδειο πόνημα είναι «τοτέμ», όμως τουλάχιστον πρέπει να ισχύει ό,τι για κάθε θεατρικό κείμενο, δηλαδή να αναδεικνύεται το δραματουργικό του βάθος.
Στην πρόταση αυτή, όμως, του Εθνικού Θεάτρου ο αδιαμφισβήτητος δημιουργικός οίστρος και το δόσιμο των συντελεστών απώλεσε από ένα σημείο και μετά τη συνδεσιμότητα με τα πρωταρχικά συστατικά του κειμένου. Ο αμήχανος θεός Διόνυσος είναι στο επίκεντρο και τα πάντα περιστρέφονται γύρω του. Αυτό που κηρύσσει είναι ότι η νέα θρησκεία είναι… το χρώμα. Ο πολυχρωματισμός. Κι όποιος την αμφισβητήσει, θα συντριβεί.

Το πολύσημο αυτό αίτημα υλοποιείται σκηνικά με πλουμιστό, ενίοτε ιλαρά φορμαλιστικό τρόπο και στην πορεία μετατρέπεται σ’ ένα ατσούμπαλο μανιφέστο ελευθεροπρέπειας. Με το οποίο, συμπληρώνω, δεν θα είχαμε λόγο να μη συμφωνούμε σε όλα, παρεκτός τη βαριά και εγκιβωτιστική αισθητική με την οποία αποτυπώνεται. Όμως, ακόμη και η τόσο υπαγορευτική συμβολικά χρήση του ουράνιου τόξου ως λάβαρου, για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι λειτουργική και δραματικά αποδοτική, αν γινόταν κατορθωτό να δεθεί στο σημασιακό άρμα του έργου.
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου προσπαθεί να δέσει τον κάβο της πρότασής του στο επίμαχο της τιτάνιας σύγκρουσης ανάμεσα στην εκλογικευμένη παράνοια και στον φρενιτιώδη ορθολογισμό, που στην εποχή μας μαίνεται πιο έντονη από ποτέ. Η μάχη αυτή όμως, όπως σαφώς διατείνεται ο συγγραφέας, είναι χαμένη από τα αποδυτήρια.
Η «μετα-τραγωδία» (σχώρα με παππού Ευριπίδη για τον θρασύ νεολογισμό) των Βακχών θέλει να μας πει ότι η λογική και η συνάφεια δεν αρκούν για να αποτυπώσουν και να εξηγήσουν το μυστήριο της ζωής και του κόσμου. Οι αρχετυπικοί χαρακτήρες, παρά την εμφανή στενοκεφαλιά τους, είναι σφαιρικοί και πολυεπίπεδοι. Η ενσάρκωσή τους όμως εδώ μοιάζει κάπως σχηματική και φλατ. Για παράδειγμα, ο θεομάχος Πενθέας εμφανίζεται ως θεομπαίχτης. Επίσης, η μανικότητα του Χορού εκπίπτει στην επιφάνεια της εξύμνησης, με τις Βάκχες να εμφανίζονται ανά διαστήματα σαν παρασάνταλες… γκρούπις του Διονύσου.
Ηθοποιοί ικανότατοι και με ξεκάθαρη δεξιοτεχνία στη χρήση του τραγικού ιδιώματος, ακολούθησαν –ως όφειλαν- τον εγνωσμένης αξίας σκηνοθέτη στο φιλόδοξο όραμά του, αλλά χάθηκαν γενναία όλοι μαζί κάπου κατά την εξερεύνηση. Ήταν μια ωραία μάλλον περιπέτεια με στόχο την ανάδειξη της ταύτισης με το διαφορετικό, το ρευστό, μια προσπάθεια υπονόμευσης κάθε απολυτότητας και εκθείασης της έννοιας της μεταμόρφωσης και της ανοιχτότητας των κοινωνικών ρόλων. Ο σκηνοθετικός κανόνας προσγείωσε τελικά κάπως ανώμαλα το μεγαλόπνοο πλαίσιο, παρασύροντας επίσης, εκτός από το ερμηνευτικό, τόσο το εικαστικό όσο το κινησιολογικό και το μουσικό κομμάτι, μέσα στα ασφυκτικά όρια μιας άσφαιρης πρωτοτυπίας.
Ελεύθερα, 18.8.2024