Ορέστεια του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου από το Εθνικό Θέατρο.
Οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου της Ουγγαρίας που συμμετείχαν στις κατά Τερζόπουλο Βάκχες, που είδαμε πέρσι τέτοια εποχή στην Κύπρο, είχαν να λένε ότι παράσταση διαρκεί μεν 90 λεπτά αλλά η σωματική και ψυχική καταπόνηση αναλογεί σε δοκιμασία 3,5 ωρών. Προφανώς πρόκειται για σύμπτωση, αλλά αν η Ορέστεια- ορόσημο που παρουσίασε ο σκηνοθέτης φέτος για το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας διαρκεί σχεδόν 3,5 ώρες, σε πόσες ώρες καταπόνησης αναλογεί αυτό;
Πριν βιαστείτε να κάνετε τη μαθηματική πράξη, να πω ότι στο διανοητικό σύμπαν του Τερζόπουλου η άλγεβρα δεν έχει τόση μεγάλη σημασία –τουλάχιστον όχι όση η γεωμετρία- αφού οι αριθμοί, τα μεγέθη, οι εξισώσεις, οι συμμετρίες, οι μεταβλητές, οι συναρτήσεις κ.ο.κ. τελούν υπό αίρεση. Κυρίως υπό την αίρεση της διαστολής του χρόνου. Κι όσο προσπαθείς να το αναλύσεις λογικά ή πρακτικά, το σύστημα κινδυνεύει να καταρρεύσει βαρυτικά δημιουργώντας νέους και πιο συμπυκνωμένους ειρμούς νοημάτων.
Εξάλλου, το παραστασιακό αποτέλεσμα των 200 λεπτών δεν είναι παρά μια χιονονιφάδα πάνω στην κορυφή του παγόβουνου σε σχέση με την πολύμηνη διαδικασία ετοιμασίας, αλλά κυρίως σε σχέση με την πολυδεκαετή, κοπιαστική ερευνητική προεργασία. Κατά την ίδια λογική μπορούμε να προσμετρήσουμε όλες τις επιρροές και προσλαμβάνουσες του σκηνοθέτη, αλλά και την ίδια την εξέλιξη του θεάτρου από την εποχή του Αισχύλου μέχρι την εποχή του Τερζόπουλου. Η εκάστοτε πρόταση φιλοδοξεί συνήθως (μάταια) να αποτελέσει μια τέτοιου είδους υπερχρονική γέφυρα.
Σε ό,τι αφορά την εκτεταμένη διάρκεια σε σχέση με τις συνήθειες των καιρών και τις σωματικές αντοχές, το θέμα κλείνει από τη στιγμή που στο κατάμεστο Κούριο δεν είδα κάποιον να διαμαρτύρεται ή να… κοιμάται, αντίθετα οι πλείστοι στο τέλος χειροκροτούσαν όρθιοι και ενθουσιασμένοι. Είπαμε: σε τέτοιες περιστάσεις ο χρόνος είναι κάτι σχετικό.
Το μέγεθος του εγχειρήματος βαθαίνει από το γεγονός ότι η προσβασιμότητα της Ορέστειας στο σύγχρονο κοινό θεωρείται ακόμη πιο δύσκολη. Είναι το εύρος, η δραματική δύναμη στις σκηνές, η τολμηρή σκιαγράφηση των χαρακτήρων, η ακτινοβολία της ποίησης, που προσδίδει στο έργο ένα απόμακρο μεγαλείο. Ο σύγχρονος θεατής, ακόμη περισσότερο ο μυημένος, αισθάνεται μικρός και ανεπαρκής μπροστά στο κείμενο και συχνά ενστικτωδώς του «αντιστέκεται».
Η αναζήτηση των δραματικών στόχων του συγγραφέα είναι μια περίπλοκη και συχνά άγονη εμπειρία, κυρίως εξαιτίας του γεγονός ότι η κλίμακα του δράματος δεν φαντάζει φυσική. Παράλληλα, κατά τη μίμηση της σπουδαίας και τέλειας πράξης επιδιώκουμε να εντοπίσουμε την ταύτιση με τον ήρωα ή έστω την εξομοίωσή του με τον απλό άνθρωπο και τα τοιούτα παθήματά του.
Μπορεί ο Θόδωρος Τερζόπουλος να έχει αφήσει να εννοηθεί ότι αυτή η Ορέστεια, στην ιστορική σύμπραξη με το Εθνικό Θέατρο, είναι η τελευταία του τόσο μεγάλης κλίμακας κατάθεση, ωστόσο θα ήταν παρακινδυνευμένο να τη χαρακτηρίσει κανείς magnum opus του, αφού ειδικά για τους δημιουργούς τέτοιας συνέπειας και προσήλωσης μπορεί κάποιος με ασφάλεια να ισχυριστεί ότι το έργο τους είναι ενιαίο και ακατάτμητο. Την υγεία του να έχει ο άνθρωπος και να έχουμε την ευκαιρία να δούμε αυτό το παρατεταμένο «κύκνειο άσμα» που διαρκεί 50 χρόνια να φτάνει τα 60 και τα 70.
Στην Ορέστεια η συλλογιστική του εκκινεί από το σημείο μηδέν, τη γέννηση της δημοκρατίας, γι’ αυτό και το όλο εγχείρημα λειτουργεί με τρόπο που προετοιμάζει το έδαφος και ρίχνει το κύριο βάρος στο επιστέγασμα, τις Ευμενίδες, που ούτως ή άλλως είναι το θεαματικότερο από τα μέρη της τριλογίας, παρά τους αλυσιδωτούς φόνους, τα πάθη και τις ίντριγκες στον Αγαμέμνονα και τις Χοηφόρους.
Στην έναρξη, ο προπομπός με στυλωμένο βλέμμα, συντονίζεται με το πλήθος και δίνει τον τόνο του όλου αιτήματος. Η φιγούρα και η κινησιολογία του παραπέμπει στην υδατογραφία του Κλέε «Angelus Novus», που συμβολοποιήθηκε –κυρίως από την αριστερά- μετά την περίφημη περιγραφή του Βάλτερ Μπένγιαμιν σχετικά με την αναπαράσταση του αγγέλου της ιστορίας. Φρονώ ότι ο Τερζόπουλος, μέσα στις πολλές έμμεσες ή και ευθείες αναφορές του, είχε τη συγκεκριμένη περιγραφή ως μετρονόμο της όλης σύλληψης: η καταιγίδα της προόδου μαίνεται μέσα από τον παράδεισο και μάς ωθεί προς το μέλλον.
Αυτή φυσικά είναι μια μόνο από τις αναφορές που ξετυλίγονται από τις πρώτες κιόλας στιγμές, μαζί με τις μύγες του Σαρτρ ή το τέλος της παρτίδας του Μπέκετ, καθώς ο προπομπός επανεκκινεί τα μελλούμενα. Στο εικαστικό σκέλος διακρίνονται στην πορεία σταλαγματιές από τα πινέλα του Ιερώνυμου Μπος, του Καραβάτζο, του Γκόγια, του Πικάσο.
Το μεγαλύτερο ωστόσο επίτευγμα του Τερζόπουλου είναι ο τρόπος που στην πορεία καταφέρνει να βρει σημείο τομής –και βρασμού- στις αντίρροπες δυνάμεις της μπρεχτικής αποστασιοποίησης και της αριστοτελικής μίμησης. Ο θεατής δεν εμπλέκεται συναισθηματικά, αλλά φρενικά και υποστασιακά: συνδέεται με το όλον. Και σ’ αυτή την υπερβατική ταύτιση, φτάνει να αποζητά με όλο του το είναι τον γλυτωμό της πάσχουσας οικουμένης. Μέσα στον σκληρό πυρήνα της πρότασης συμπυκνώνεται η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και του κόσμου και η εφιαλτική σημερινή καθημερινότητα της ανθρωπότητας.
Η τρίωρη δωρική και πειθαρχημένη τελετουργία κορυφώνεται με μια διαδικασία μεταστοιχείωσης, σχάσης. Εκκωφαντική ενέργεια απελευθερώνεται από τη συμπίεση της διαλεκτικής ύλης στον νοηματικό πυρήνα, όπως συμβαίνει στο τέλος της ζωής ενός άστρου. Κάποιος μπορεί να αντιτείνει ότι όλες αυτές οι ευθείες αναγωγές στο φινάλε «γειώνουν» τον μύθο και «μαντρώνουν» το μήνυμα μέσα στην ειρκτή της κοσμοθεωρίας του σκηνοθέτη. Είναι όμως τέτοια η λαγαρότητα και η επιτακτικότητα του υπαρξιακά πολιτικού μηνύματος και τόσο διαπεραστικός και μεταιχμιακός ο συναγερμός του, που γίνεται κοινό βίωμα για όλους.
Προσπερνώντας τα επιμέρους στοιχεία μιας συλλογικής δαιδαλέας επιτέλεσης, για την οποία έχουν ήδη γραφτεί τόσα πολλά και ενδεχομένως θα διδάσκεται και θα μνημονεύεται για δεκαετίες, θα αρκεστώ να πω ότι μέγιστο επίτευγμα θεωρώ τον τρόπο που αφομοιώνει σκηνικά και μαιευτικά την ελπίδα με την απόγνωση. Όχι για να αμφισβητήσει το δημοκρατικό ιδεώδες στην ουσία του, αλλά για να επισημάνει μέσω της εποικοδομητικής κριτικής την ανάγκη μιας συνεχούς επαγρύπνησης με ανυποχώρητο στόχο την ιδεατή του δικαίωση.
Ελεύθερα, 11.8.2024