Στέλιος και Φρόσω Κούρρη, Πικρές Μνήμες Αιχμαλωσίας, Εγκλωβισμού και Προσφυγιάς 1974, Εκδόσεις Αιθρία, Λεμεσός 2023.

Ένα μικρό πόνημα μεγάλου μνησιπήμονος πόνου και επώδυνων βιωμάτων ήλθε στο εκδοτικό προσκήνιο, για να προσθέσει ακόμη μια ανεξίτηλη ψηφίδα στην πολύτομη βιβλιογραφία της τραγωδίας του 1974. Είναι οι αλγεινές «Πικρές Μνήμες» στο αιμάσσον τραύμα του ασύλληπτου ψυχικού σπαραγμού, των μαρτυρίων και των μαρτυριών, που μετά σχεδόν μισό αιώνα από τα δεινά της αιχμαλωσίας, του εγκλωβισμού και της προσφυγιάς με όσα ρητά και άρρητα συνακόλουθα επισώρευσε η βάρβαρη Τουρκική Εισβολή, αποφάσισε να καταθέσει το συζυγικό ζεύγος των εκπαιδευτικών Στέλιου και Φρόσως Κούρρη.

Ο καθένας υπό το βάρος του δυσβάστακτου συναισθηματικού φορτίου και την προσωπική του οπτική των εγχάρακτων αναμνήσεων και των έντρομων βίαιων σκηνών, των ζωντανών αποτρόπαιων εικόνων και των ψυχοφθόρων συνειρμών μπροστά στο φάσμα της επέλασης μιας δεύτερης Τουρκοκρατίας στη σκιά του θανάτου, του αφανισμού και του ξεριζωμού. Αμφότεροι, όμως, πρωταγωνιστές στο κοινό τους δράμα θέλησαν να μοιραστούν με τους αναγνώστες τη συστράτευση της περιγραφικής ημερολογιακής τους γραφίδας, που εκτυλίσσεται σε μυθιστορηματικούς ρυθμούς και εναγώνιου κινηματογραφικού σασπένς.

Μια ζωηρή αφήγηση χωρίς μελοδραματικές εξάρσεις και υστερογενείς θρηνωδίες, αλλά με χαμηλούς τόνους απέριττης έκφρασης, αξιοπρεπούς εγκράτειας και αναστοχαστικής εμβάθυνσης στα γεγονότα, που παρά την παρέλευση του χρόνου καταγράφει με ενάργεια ανατομικής λεπτομέρειας και περιεκτικής συνοχής, ανιστορεί με αντικειμενικότητα και με συνείδηση ευθύνης απέναντι στην αφύπνιση της μνήμης για τη διαιώνιση της διδαχής της, ευστόχως αποτυπώνει την αλήθεια των εμπειριών, των σκέψεων και των συναισθημάτων των συγγραφέων.

Σημαντικό το δύσκαμπτο εγχείρημα της πολύτιμης συνεισφοράς τους στις πηγές της αυθεντικής αναφοράς και της αδιάψευστης τεκμηρίωσης, που στοιχειοθετεί μα και στοιχειώνει συνάμα την πρόσφατη Κυπριακή Ιστορία με τους εφιάλτες της ανθελληνικής προδοσίας και τους Αττίλες κατακτητές του ενός τρίτου της πατρίδας μας.

Αδρομερείς αποτιμήσεις που συνηχούν με τις αξιολογικές κρίσεις και τις προϊδεαστικές πληροφορίες των προλογικών σημειωμάτων. Γράφει μεταξύ άλλων η Δήμαρχος Ακανθούς Ελένη Χατζημιχαήλ: «Ο Στέλιος και η Φρόσω Κούρρη, με τη φωλιά τους σχεδόν στα ριζά του Πενταδακτύλου και δίπλα στη θάλασσα, σε μια γωνιά του επίγειου Παράδεισου, στο Καράκουμι της Κερύνειας, βίωσαν το ωμό πρόσωπο της αγριάδας του πολέμου σ’ όλες του τις παραμέτρους και επί πλέον την αγωνία του ερχομού των ωδίνων της γέννας του δεύτερου παιδιού τους, μέσα σε μια οδυνηρή πορεία από τον εγκλωβισμό στην προσφυγιά, χωρίς να γνωρίζει η Φρόσω την τύχη του συζύγου της.»

Εξ ου και ο εκδότης Θεοφύλακτος Χατζηκώστας στο δικό του εύληπτο σημείωμα τονίζει: «Το βιβλίο των Στέλιου και Φρόσως Κούρρη αποτελεί ένα χρονικό-μαρτυρία για τις πικρές μέρες του μαύρου καλοκαιριού του 1974 και θα είναι πολύτιμο για τις επόμενες γενιές των Ελληνοκυπρίων, καθώς καταγράφει με ακρίβεια γεγονότα, καταστάσεις, μαρτύρια που έζησαν οι δύο συγγραφείς και για τα οποία οφείλουν να γνωρίζουν οι νεότεροι.»

Επισημάνσεις συνάδουσες με συμπληρωματικές προεκτάσεις στις «Κρίσεις και σχόλια» κατά την παρουσίαση του βιβλίου από τους Αλέξανδρο Ταπάκη, Ιωάννη Γιάγκου και Χριστόδουλο Παχουλίδη, που επιστεγάζουν τις σελίδες του με το εξ ίσου συγκινητικό «φωτογραφικό οδοιπορικό».

Ευλόγως εκτενέστερο το πρώτο μέρος της πρωτοπρόσωπης βιωματικής αφήγησης, καθώς ο μελλοντικός αιχμάλωτος μάς μεταφέρει τον ταλανισμό της Οδύσσειάς του μέσα από αδιέξοδες οδοιπορίες και απροσμέτρητες περιπέτειες επίπονων δοκιμασιών. Από την επιστράτευσή του την πρώτη ημέρα της εισβολής, στις 20 Ιουλίου, με θέα τις πελώριες φωτιές στον Άγιο Ιλαρίωνα, τους ανελέητους βομβαρδισμούς των Τουρκικών μαχητικών αεροπλάνων και τα γεμάτα στρατιώτες ελικόπτερα προς τον θύλακα της Αγύρτας, τη μετάβαση σε άδειο στρατόπεδο και ανοργάνωτο φυλάκιο, τη διαδρομή προς το Πέλλα- Πάις και τη διαφυγή προς το σπίτι του στο Καράκουμι, τις αλλεπάλληλες επεισοδιακές συλλήψεις ανάμεσα στη συγκυριακή απελευθέρωση και την τελική του αιχμαλωσία έως τον εγκλεισμό του στον Αστυνομικό Σταθμό Κερύνειας και το Σαράγιο.

Αποκορύφωμα της μεταφοράς του στην Τουρκία μαζί με άλλους συναιχμαλώτους συμπατριώτες του οι άγριες επιθέσεις, ο χλευασμός και η διαπόμπευση από έναν φανατισμένο όχλο κατά την επιβίβαση στα λεωφορεία των βάναυσων μετατοπίσεων και των βασανιστικών διαδρομών. Κυρίως, όμως, των απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης και κακομεταχείρισης, των αφόρητων σωματικών κακοποιήσεων και της συνεχούς άσκησης ψυχολογικού πολέμου από τους δήμιους της φυλάκισής τους στα μπουντρούμια της Μερσίνας, των Αδάνων και της Αμάσειας. Μέχρι την καρτερική αναμονή της απελευθέρωσης και την επιστροφή στην Κύπρο  στις 26 Οκτωβρίου 1974, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, για να εκπληρωθεί η ιερή υπόσχεση της φωνής που είχε ακούσει μέσα του στις 7 Αυγούστου.

Συγκλονιστικές οι στιγμές της αντάμωσης με τη σύζυγο και τους συγγενείς του στη γενέτειρά του Πλατανιστάσα, μετά την άφιξη στο Γκαράζ Παυλίδη και στη Ξενοδοχειακή Σχολή, όπου επί τέλους έπνεε αέρας ελευθερίας, όχι όμως για το πλήθος των γυναικών με τις φωτογραφίες αναμονής των δικών τους αγνοουμένων. Για ορισμένους εξ αυτών σημαντικές οι μαρτυρίες που κατατίθενται κατά τη διάρκεια και στο τέλος της αφήγησης, συναντώντας τους τις ημέρες της σύλληψης του στην Κερύνεια ή ακούγοντας δηλώσεις των ονομάτων τους από τα υπόγεια των Φυλακών στην Τουρκία τη μέρα που θα έφευγαν.

Αισθήματα οδύνης και συντριβής, αλλά και δέους διαπνέουν τις αφηγηματικές σελίδες της Φρόσως Κούρρη από τις θλιβερές ημέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής, μέχρι τους ατελεύτητους μήνες του εγκλωβισμού και της προσφυγιάς. Απαντοχή πίστης για τον γυρισμό του αιχμάλωτου συζύγου της και της γέννησης του δεύτερου παιδιού τους, όπως και θαυμασμός και ευγνωμοσύνη για όσους συνέβαλαν στη σωτηρία τους.