Πλούτος του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.

Η κοσμοθεωρία του Αριστοφάνη, πέρα από τη σατιρική κριτική προσώπων και καταστάσεων, αφορά την αναζήτηση της δίκαιης κοινωνίας. Όχημα σ’ αυτή τη –χιμαιρική προφανώς- διαδικασία είναι το γέλιο. Τον Αριστοφάνη πρέπει να τον γελάσουμε για να τον μεταλάβουμε. Και για να τον γελάσουμε πρέπει να τον επικαιροποιήσουμε, χωρίς όμως να τον νεωτερίσουμε. Το ζητούμενο δεν είναι να τον αναβιώσουμε, αλλά να τον αναπαραστήσουμε δημιουργικά, εξερευνώντας και αποκαλύπτοντας την ουσία των κοινωνικών δομών και των ανθρωπίνων αδυναμιών.

Η πρόταση του Γιάννη Κακλέα, για λογαριασμό του ΚΘΒΕ, όπως την είδαμε στο Κούριο, πετυχαίνει τους στόχους της από πολλά αγνάντια. Είναι μια εμπειρία ταυτόχρονα ψυχαγωγική και βαθιά στοχαστική. Ο σκηνοθέτης ενσωματώνει την αριστοφανική σάτιρα σε ένα σύγχρονο όσο και άχρονο πλαίσιο, προβαίνοντας σ’ ένα ανανεωτικό σχόλιο, λιγότερο πολιτικό, περισσότερο κοινωνικο-οικονομικό και ακόμη περισσότερο βαθιά φιλοσοφικό.  

Αντί για «Πλούτος» το έργο που είδαμε θα μπορούσε κάλλιστα να τιτλοφορείται «Πενία». Εκεί που διαφοροποιείται η προσέγγιση του Κακλέα από άλλες ερμηνείες του δημοφιλούς αυτού έργου είναι ότι δεν εστιάζει στην πτυχή της κατανομής/ αναδιανομής του πλούτου, αλλά δίνει βάρος στο φιλοσοφικό επιχείρημα ότι η πενία είναι επωφελέστερη του πλούτου. Φωτίζει έτσι μια άλλη διάσταση της αριστοφανικής διδαχής, προκαλώντας τον θεατή σε μια επανεκτίμηση των αξιών που σχετίζονται με την οικονομική ευμάρεια, την κοινωνική δικαιοσύνη και την προσωπική ευθύνη. Αυτή η έμφαση στην παρεμβατική παρουσία της Πενίας, θεάς της εργατικότητας και του μόχθου, διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην αφήγηση, λειτουργώντας ως αντίβαρο στην επιφανειακή γοητεία του πλούτου.

Σε αντίθεση με τον Πλούτο, που είναι ένα κακόμοιρο και φαιδρό τυφλό ανθρωπάκι, ενσαρκωμένο από τον Αλέξανδρο Ζουριδάκη, η ερμηνεία της Πενίας ανατίθεται σε τέσσερις απαστράπτουσες και επιβλητικές ηθοποιούς. Κατά σειρά, οι Πολυξένη Σπυροπούλου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Άννα Ευθυμίου και Κλειώ Δανάη Οθωναίου αποτυπώνουν «πληθωρικά» την πολυπλοκότητα και την πολυμορφία της θεάς και αφετέρου η σκηνοθετική επιλογή επιτρέπει μια πιο πολυσύνθετη απεικόνιση που υπογραμμίζει διαφορετικές πτυχές της- τη σοφία, τη αυστηρότητα, την αγαθοσύνη και την κριτική σκέψη. Οι τέσσερις ηθοποιοί πλάθουν συντονισμένα έναν αρμονικό και πολυδιάστατο χαρακτήρα επιτρέποντας στον Κακλέα να εξερευνήσει βαθύτερα τη φιλοσοφική και ηθική θέση της Πενίας.

Είναι βέβαια κραυγαλέα η αντίφαση στα αισθητικά στοιχεία, με τα πανομοιότυπα λαμπερά, λευκά κοστούμια που τους σχεδίασε η Ηλένια Δουλαδίρη να αντιπαραβάλλονται με την έννοια της φτώχειας που συνήθως συνδέεται με την Πενία. Αποτελεί όμως το οπτικό απείκασμα του συλλογισμού ότι η αληθινή αξία έγκειται στην ουσία της εργατικότητας και της ηθικής κι όχι στην επίδειξη του χρυσίου και στις περιττές πολυτέλειες. Επίσης, ότι η πραγματική λάμψη και ευημερία σε μια κοινωνία συνδέεται με την εργασία και την αυτοπειθαρχία κι όχι με το λυσσασμένο κυνήγι του εύκολου πλουτισμού. Η ηθική στιβαρότητα και η αντιθετική θέση της Πενίας στο φιλοσοφικό σύμπαν δεν είναι βέβαια ιδέα ούτε του Κακλέα, ούτε του Αριστοφάνη. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο την παρουσιάζει ως μητέρα του Έρωτα, τον οποίο συνέλαβε με τον Πόρο.

Όλες αυτές οι αντιφάσεις και τοποθετήσεις σχετικά με την ανθρώπινη φύση και την κοινωνική δομή εκφράζονται μέσα από μια πολυφωνική αντιπαράθεση, που εστιάζει σ’ έναν βαθύ και στοχαστικό προβληματισμό πάνω στις έννοιες της ευτυχίας και της ευημερίας. Η Πενία παρουσιάζεται περίπου ως πόλος σύνεσης. Καταδεικνύει σχεδόν προφητικά, εφιαλτικά, τις παγίδες της επιδίωξης του πλούτου χωρίς ηθική και χωρίς σκληρή εργασία και νομοτελειακά δικαιώνεται πανηγυρικά πριν τελειώσει το έργο. Ο πλούτος που έρχεται ουρανοκατέβατος και ανεξέλεγκτος αποδεικνύεται όχι μόνο κούφιος και ανεπαρκής, αλλά και πηγή διαφθοράς. Μέσα απ’ αυτή την προσέγγιση, η παράσταση δεν περιορίζεται σε μια απλή κωμική ανατομή πάνω στην κοινωνική ανισότητα και την αυθαιρεσία της τύχης, αλλά εξερευνά βαθύτερα ζητήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση και την ηθική.

Χωρίς να απομακρύνεται από την ουσία της αριστοφανικής κριτικής, ο Κακλέας, μέσα από τη σκηνοθετική του ματιά, αναζητά τις αληθινές πηγές της ευτυχίας και της προσωπικής ολοκλήρωσης. Η γραμμή του διακρίνεται από αμεσότητα, δυναμισμό και ζωντάνια που προσελκύει το σύγχρονο θεατή, εντάσσοντας ομαλά σύγχρονα στοιχεία και αναφορές. Η γραμμή αυτή αφομοιώθηκε στις ερμηνείες των ηθοποιών, που ήταν αρκούντως εξωστρεφείς και ενίοτε γκροτέσκες, λειτουργώντας αντιδιαμετρικά με τον πρωταγωνιστή. Ο Μάνος Βακούσης, ως Χρεμύλος, ήταν πιο «γήινος», καθημερινός, ένας οικογενειάρχης της διπλανής πόρτας που χάσκει με δέος μπροστά στο χάσμα των γενεών, καθώς η λυδία λίθος του πλουτισμού ταρακουνά συθέμελα την ηθική του υπερδομή.

Γενικότερα, οι ερμηνείες των ηθοποιών ακολουθούν πιστά τον μετρονόμο της εκφραστικότητας και της ζωντάνιας, ενώ κινησιολογικά (Στεφανία Σωτηροπούλου) η ρυθμική αρτιότητα συντονίζεται με εσωτερικές δονήσεις που αντικατοπτρίζουν την ψυχολογία των χαρακτήρων. Ακόμη και ο Χορός αποτελείται από μια «τσογλανοπαρέα» φίλων του Καρίωνα, που ορέγεται να πραγματώσει το κάλπικο όνειρο που υπόσχονται οι financial influencers του διαδικτύου.

Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη εναλλάσσεται από μια ημιπαρακμιακή γειτονιά της Αθήνας σ’ ένα υπερφορτωμένο, γυαλιστερό, καρακίτς μνημείο απειροκαλίας, που υπογραμμίζει την ματαιότητα και την κενότητα της επιδεικτικής κατανάλωσης. Η urban αισθητική υπερτονίζεται από τις μουσικές επιλογές και ειδικότερα από τη ένταξη ραπ/ τραπ ιδιώματος, που εκτός από το αίσθημα επείγουσας επικαιρότητας και την ενίσχυση της δυναμικής της παράστασης μέσω του «γκελ» στο κοινό, αξιοποιεί την εστίαση στους στίχους. Η φωνή της σύγχρονης νεολαίας, επιτηδευμένα περιθωριακή, σχολιάζει καυστικά την κοινωνική ανισότητα, την αναζήτηση της ταυτότητας και της αυθεντικότητας.

Ως επιστέγασμα της όλης πρότασης λειτουργήσε η επί σκηνής συζήτηση του Χρεμύλου με την ιστορικό Μαρία Ευθυμίου στην Παράβαση, πάνω στη διαχρονική αντιμετώπιση του πλούτου και της περιουσίας από τις κοινωνίες των ανθρώπων.

Ελεύθερα, 4.8.2024