Φοίνισσες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μαγδαλένας Ζήρα από τον ΘΟΚ.

Συχνά, οι συντελεστές μιας παράστασης που βασίζεται σε κλασικό κείμενο έχουν να διαχειριστούν και τη δαμόκλειο σπάθη που κραδαίνει το «φάντασμα» του συγγραφέα. Δηλαδή, τον υπερβολικό ζήλο να μείνουν πιστοί στο πνεύμα του πρωτοτύπου και να το δικαιώσουν, αποφεύγοντας την «ύβρη» της διασάλευσης των παγιωμένων διαχαράξεων.

Είναι όμως η ιεράρχηση του συγγραφέα- όποιος κι αν είναι αυτός- ανώτερη έναντι του θεατή; Για να το θέσω αλλιώς: σε ποιον απευθύνεται μια παράσταση; Στον ποιητή και τους ζηλωτές γλωσσαμύντορες που περιφρουρούν το έργο του με θρησκευτική ευλάβεια; Ή στο κοινό που θα την παρακολουθήσει ως αυτοτελές καλλιτεχνικό πόνημα;

Το ιδανικό είναι βέβαια αυτά τα δύο να συμπίπτουν. Δηλαδή, ο ηθοποιός να βλέπει σε κάθε κάθισμα της πλατείας έναν δικαιωμένο συγγραφέα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, ο δέκτης δεν είναι υποχρεωμένος να έχει μελετήσει βαθιά, εν προκειμένω, τις Φοίνισσες του Ευριπίδη για να είναι σε θέση να θεάται τη σκηνική τους επιτέλεση. Η παράσταση δεν απευθύνεται σε επαΐοντες θεματοφύλακες. Οφείλει να διεκδικήσει πρόσβαση και στον τελευταίο θεατή, τον τελικό αποδέκτη. Ο οποίος θεατής ενός κλασικού έργου έχει πάντως, συχνά, την ιδιαιτερότητα να «επισκηνοθετεί» παρακολουθώντας, να έχει μια δική του εντυπωμένη εικόνα για το έργο και τον μύθο του αναμένοντας από το καλλιτεχνικό επιτελείο να την επαληθεύσει.

Το κοινό της Κύπρου, ωστόσο, δεν είναι εξίσου εκδηλωτικό, παρεμβατικό και «ποδοσφαιρικό» όσο λ.χ. αυτό της Επιδαύρου, να αντιδρά ανοιχτά με γιούχα ή ζητωκραυγές. Είναι κάπως «αστάθμητο». Κι αυτό είναι νόμισμα με δύο όψεις για τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, αφού το έλλειμμα αλληλεπίδρασης οδηγεί σε μια πιο εσωστρεφή και συμπαγή γραμμή.

Επέλεξα να ξεκινήσω με μια γενική επισήμανση αυτό το σημείωμα για να προσθέσω επιπλέον ότι ούτε οι αποδομήσεις, οι ρήξεις, οι εξεζητημένες διακειμενικές και διεπιστημονικές πραγματεύσεις, θα έπρεπε να συνιστούν το ιερό δισκοπότηρο για τον τολμητία δημιουργό. Η Μαγδαλένα Ζήρα ανέλαβε αυτή τη μεγάλη πρόκληση για τον ΘΟΚ, να εισέλθει σε έναν δυσπόρευτο και ολισθηρό δραματικό τόπο, με τη βούληση ότι η πιο ασφαλής διαδρομή προς… τη δημιουργική ανατάραξη περνά μέσα από τη μελέτη και την τεκμηρίωση. Αρκεί αυτή να μην ακυρώνει την απαραίτητη δοσολογία μπρίου, φαντασίας και ενθουσιασμού. Είναι μια διαδρομή με σημείο εκκίνησης τη βαθιά ακαδημαϊκή κατανόηση του έργου που καλείται να ενσωματώσει μια σύγχρονη καλλιτεχνική ευαισθησία. Είναι τόσο απλό- να το λες.

Η δουλειά της φάνηκε κι αυτό δεν πιστώνεται μόνο στην ίδια, αλλά και στους συνοδοιπόρους που επέλεξε σε όλα τα πόστα. Η Ζήρα προσέγγισε τις Φοίνισσες με εναργέστατο όραμα που ανέδειξε την πανανθρωπινότητα των θεμάτων που θίγονται. Η σκηνοθετική γραμμή έριξε το βάρος στη συνεπαφή μεταξύ προσωπικών φιλοδοξιών και της αμείλικτης ισχύος της μοίρας, αφήνοντας χώρο, πέρα από τη μεταφυσική πτυχή της έννοιας του πεπρωμένου, επιπλέον και στην αλληλένδετη δομή της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι προέκυψαν παραλληλισμοί με σύγχρονες πολιτικές διενέξεις και διαιώνιες υπαρξιακές ρηγματώσεις. Το έργο τοποθετείται σε έναν άχρονο κόσμο, με ψήγματα από τη σύγχρονη πραγματικότητα, που επέτρεψε στο κείμενο να αναπνεύσει ελεύθερα στο σύγχρονο ακροατήριο, με αναγωγές που δεν χρειάζεται να «βγάλουν μάτι» για να καταστούν επίκαιρες και οικείες.

Η ακαδημαϊκή κατανόηση που προανέφερα δεν συνεπάγεται απαραίτητα στρυφνότητα. Απαιτούνται κάποια βασικά εργαλεία, κάποιοι συνεκτικοί άξονες για να ξεκλειδώσουν το παριστώμενο κι αυτό κάθε άλλο αποκλείει την καλλιτεχνική καινοτομία. Σκηνοθεσία, σχεδιασμός, κίνηση, μουσική, φωτισμοί και ερμηνείες ζωντάνεψαν στοχαστικά μια πολυδαίδαλη και πολυεπίπεδη τραγωδία, με πιστότητα στις διαχρονικές της ρίζες όσο και επικαιρότητα για την εποχή που παρουσιάζεται.

Η σκηνοθέτρια δικαίωσε επί σκηνής την επιλογή του συγκεκριμένου έργου για την τρέχουσα συγκυρία, την αδρή επέτειο των 50 χρόνων από το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Αφορά τόσο έναν κύκλο βίας που διαιωνίζεται, όσο κυριότερα, την έννοια του ιστορικού τραύματος που κληρονομείται από γενιά σε γενιά και τη σκέψη, όπως η ίδια επεσήμανε, ότι η ρίζα κάθε πολιτισμένης δομής βρέχεται από μια βίαιη πράξη που αν δεν τεθεί υπό έλεγχο από μια ηθική εγρήγορση, η καταστρεπτική δύναμη θα ξεσπάσει και πάλι.

Η Ζήρα εμπιστεύεται την ανατρεπτική και αποδομητική διάθεση του Ευριπίδη και γνωρίζει ότι αν καταφέρει να την καταστήσει σκηνικά λειτουργήσιμη, έχει κάνει τη μισή δουλειά χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε φιγουράτες νεοτεριστικές ακροβασίες. Το σκηνικό, το γλυπτό που ο δημιουργός του Δημήτρης Αληθεινός έδωσε τον τίτλο «Πεπρωμένο σε αναμονή», αποτυπώνει γλαφυρά τον παγωμένο χρόνο πάνω από τη νεκρή ζώνη, μαζί με τις ερειπιώδεις προσδοκίες για το χτίσιμο του νέου κράτους. Βρήκα πολλές ομοιότητες στη συλλογιστική και την υλοποίησή του με το έργο του Πανίκου Τεμπριώτη «Προσοχή- Επικίνδυνη οικοδομή», τον Παρθενώνα- ικρίωμα που στυλώνεται ερειπωμένος και ημιτελής για να υποδεχτεί τους επισκέπτες της έκθεσης «Casts Of An Island». Η κεντρική οικοδομή, προφυλαγμένη όσο και περιορισμένη από τα οδοφράγματα, εγκιβωτίζει τον συμβολισμό της αιώνιας Θήβας και την αδιαπραγμάτευτη παρουσία του πεπρωμένου, δημιουργώντας μια επιβλητική αίσθηση προοικονομίας και αναπόδραστου.

Η Έλενα Κατσούρη σχεδίασε ρέοντα και εργονομικά κοστούμια, «ταλαιπωρημένα», με σημείο αναφοράς και εκκίνησης τον Χορό των Φοινισσών, που ως εγκλωβισμένες ταξιδιώτισσες παρατηρούν και σχολιάζουν τη διεκτραγώδηση των δρώμενων. Η πατίνα του χρόνου, στιβαρά καθισμένη πάνω σε σύγχρονες, σκούρες και έγχρωμες πινελιές, απελευθερώνει την τραχύτητα και την κρισιμότητα της συνθήκης. Ο Γιώργος Κουκουμάς ενάλλασσε τους σκληρούς και γραμμικούς φωτισμούς με πιο διάχυτους, υπερθεματίζοντας την ατμόσφαιρα έντασης και δέους και υπογραμμίζοντας ενδοσκοπήσεις, συναισθηματικές κορυφώσεις και μεταπτώσεις.  Ο Γιάννης Κουτής προτείνει έναν υπερβατικό συνδυασμό τροπικών ανατολίτικων ήχων με γεωγραφική ευρύτητα και πιο «ανοιχτών» ιδιωμάτων, συνομιλώντας με τη φυσική τελετουργία που δίνει στον Χορό ο Φώτης Νικολάου, τα ατμοσφαιρικά ηχοτοπία του Αντώνη Αντωνίου και τις κατανυκτικές προβολές της Άρτεμης Ευλογημένου.

Θα ήταν δίκαιο να αφιερώσω ακόμη ένα σημείωμα ξεχωριστά μόνο για τις ερμηνείες των ηθοποιών. Υπάρχει, ωστόσο, ένα κοινό χαρακτηριστικό που αφορά τη λεπτότητα, τη δοτικότητα και την αυτοθυσία στην αποτύπωση των αλληλεπιδράσεων των χαρακτήρων, καθώς υπερασπίζονται τις ακλόνητες θέσεις τους, την πειστική απόδοση των νοημάτων, την ποιοτική εκφορά του ενσαρκωμένου λόγου, τη ρυθμικότητα και τη φωνητική ισορροπία. Δεν υστερεί κανείς.

Εύσημα αναλογούν και στην επιλογή της ελάχιστης χρήσης χειλοφώνων, που διατηρεί την αυθεντικότητα της ερμηνείας και τη φυσικότητα της εμπειρίας της παράστασης. Γενικά, ένιωσα ότι όλα ήρθαν και έδεσαν, ακόμη και τα πυροτεχνήματα που κατά τις 11 το βράδυ, σε πείσμα των απαγορεύσεων, επιχείρησαν να διαταράξουν την ευλάβεια της θεατρικής τελεσιουργίας και προσομοίαζαν με ήχους από τις αραιωμένες εχθροπραξίες οπισθοχώρησης στην πεδιάδα των Θηβών.

Ελεύθερα, 14.7.2024