Λούης Περεντός: «Λίγο πριν, πολύ μετά», ιδιωτική έκδοση, 2023.
Η ένατη ποιητική συλλογή του Λούη Περεντού, που θα επιχειρήσω να παρουσιάσω στη συνέχεια, κυκλοφόρησε μισό αιώνα μετά την κυκλοφορία της πρώτης του συλλογής το 1973 υπό τον τίτλο: «Διάφανα». Την ίδια ώρα έχουν μεσολαβήσει 10 χρόνια από την προτελευταία συλλογή του ποιητή «Εσωτερικός διάλογος». Έχουμε να κάμουμε λοιπόν με μια σταθερή, αδιάλειπτη αλλά ουδόλως πυκνή, παρουσία στα κυπριακά γράμματα.
Στο νέο βιβλίο ο ποιητής μιλά πρώτα στους φίλους του, στον στενό του κύκλο, στην ομήγυρή του, σ’ αυτούς που μπορεί να μιλήσει ανοικτά, ελεύθερα, ανεπιτήδευτα, χωρίς να διστάζει, χωρίς να κομπιάζει, να κωλύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Και μιλά ζεστά, φλογισμένα και με απόλυτη ειλικρίνεια, με πάθος, ενσυναίσθηση και βαθιά έγνοια. Πχ απευθυνόμενος στον τεθνεώτα επίσης Λαρνακέα λόγιο και ποιητή Φοίβο Σταυρίδη, λέει: «Ακόμη σου τηλεφωνώ / σε κάθε βάσανο της λέξης / αγγίζοντας τα όρια της απόγνωσης / σε μια ουτοπία δίχως έλεος». (σελ. 12)

Ωστόσο, γενικά, ο Λ.Π. έχει μια έμφυτη έφεση στην αισιόδοξη ματιά, στην οπτιμιστική προσέγγιση των πραγμάτων. Είναι, αυτό που λέμε, φύσει και θέσει αισιόδοξος. Γι’ αυτό και έχει συνεχώς το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον: «Σε κάθε κηδεία / σκεφτόμουνα μια γέννα / έβλεπα να’ ρχονται νέα χρώματα / στρυμωγμένα στα κυπαρισσόμηλα». (σελ. 20)
Ο Λ.Π. γράφει ποιήματα – διακηρύξεις για το δικό του modus vivendi, τη δική του στάση ζωής, τη δική του προσωπική φιλοσοφία που αποπνέει πρωτ’ απ’ όλα αισιοδοξία και ανθρωπιά. Παρά την ηχηρή έκφραση ποιήματα – διακηρύξεις που χρησιμοποιώ εδώ, ο ποιητής γράφει τους στίχους του με σεμνότητα και με την απλότητα μιας συνομιλίας μεταξύ φίλων, με την καθαρότητα μιας κουβέντας μέσα σε μια παρέα. Δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει με λεκτικούς ακροβατισμούς, να πλασάρει πόζα με δυσνόητες ή πομπώδεις εκφράσεις. Γράφει ποιήματα – στάση ζωής, απολογισμός ζωής: «Μεγαλώνοντας έρχονται όλα μαζεμένα και σε βρίσκουν / ένα αόρατο ποτάμι τα κατεβάζει / και τ’ αποθέτει στο δέλτα της ψυχής… / …έρχονται μέρες φωτερές / χαρές χωρίς φτιασίδια / σε κήπο που είχα μέσα μου / και δεν το γνώριζα ποτέ». (σελ. 22-23)
Τα ποιήματα του Λ.Π. εμπεριέχουν τη λαϊκή φιλοσοφία και θυμοσοφία της ζωής. Είναι ποιήματα βιωματικής εμπειρίας, χωρίς διδακτισμούς και κούνημα δακτύλου, αλλά με τη ζέστα του ανθρώπου που νοιάζεται: «Για να μπεις στα παπούτσια μου / πρέπει να έχεις τα πόδια μου / να έχεις διανύσει / χιλιάδες χιλιόμετρα / σε ξέρες, λάσπη και λάβα… / …δεν είναι παίξε – γέλασε ο δρόμος / εκ του πονηρού εισιτήριο δεν υπάρχει / ψάξε πρώτα στα δικά σου τα συρτάρια / τσαγκαροποΐνες και σύνεργα για το ταξίδι…». (σελ.27)
Η απλότητα, η καθαρότητα, η λιτότητα των στίχων του Λ.Π. κερδίζουν τον αναγνώστη. Κι επειδή είναι στίχοι απαλλαγμένοι από λογής – λογής φτιασίδια παραμένουν επικεντρωμένοι στην ουσία. Η ουσία είναι πάντα ο άνθρωπος και το βραχύβιο ταξίδι του στη ζωή και την κοινωνία: «…ο άνθρωπος γεννιέται για ν’ αντιστέκεται / παίρνει ανάσα από τις φλέβες της ελπίδας / ανασηκώνει τα όνειρα των προγόνων του / και μάχεται για να κρατήσει ψηλά το κεφάλι». (σελ. 35)
Μεγαλώνοντας, ο ποιητής αναμετράται ολοένα και συχνότερα με τις μνήμες του και τον χρόνο που φεύγει αμείλιχτος. Τον βασανίζει το γήρας. Αγωνίζεται όχι για να το αποτρέψει, αλλά για να ανατρέψει την ουσία του, να το καταστήσει γόνιμο και όχι φθοροποιό, δημιουργικό και όχι φθίνον. Δεν αποφεύγει όμως τις σκληρές αλήθειες, όσο πικρές κι αν είναι: «Γυρίζουν οι χρόνοι σαν βουή / μπαίνουν στις σπηλιές της αθωότητας / κι αρπάζουν τα νέα κουτάβια / μένουν ορφανές οι σκέψεις και τα όνειρα / κανένας δεν νοιάζεται για τη σιωπή / περνούν οι μνήμες από κλειδαρότρυπες / πιρουνιάζουν τη ψίχα της ψυχής». (σελ. 51)
Η Λ.Π. πιστεύει βαθιά και ακράδαντα στο μέλλον. Μόνο αυτό μπορεί να ανατρέψει τις πομπές και τα εγκληματικά λάθη του παρελθόντος. Ο ποιητής επικεντρώνεται πάντα στο μέλλον, ακόμα κι όταν αναφέρεται στην ιστορία της πατρίδας μας. Τον πονάει η κατοχή αλλά αποφεύγει την ανάξεση πληγών για αίτιους και πρωταίτιους, για αίτια και αιτιατά: «Μόνο η βροχή του μέλλοντος / θα καθαρίσει τις λίγδες / από τον τοίχο της ιστορίας». (σελ. 85)
Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάμω και σε δυο ποιήματα στα οποία ο Λ.Π. αναφέρεται στη μητέρα του, «Μάνα μου» (σελ.88) και «Της Μαρούλας Περεντού» (σελ. 89). Είναι ποιήματα τρυφερά, εμπνευσμένα, γεμάτα αγάπη και νοσταλγία παιδικής ηλικίας. Θυμάμαι ότι ανάλογα ποιήματα συνάντησα και στην προτελευταία συλλογή του ποιητή «Ονόματα της νύκτας» του 2012.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση μ’ ένα ποίημα διαλεκτικής σκέψης, αέναης εξέλιξης της φύσης μα και του ανθρώπινου νου. Η κίνηση προς τα μπροστά δεν σταματά ποτέ κι αυτό ο ποιητής το συνειδητοποιεί βαθιά: «Το νερό δεν κοιμάται ποτέ / αναγυρίζει τις στιγμές και μελετά / ψάχνει τις κενές γούβες να εκτονωθεί… / …Μην προκαλείτε, λοιπόν, το νερό / άστε το να παιδεύει τους αιώνες / άστε το να μαζεύει τις μνήμες της ιστορίας / άστε το να προχωρεί στο διηνεκές / σκάβοντας αυλακιές / για τη νέα γενιά των απολιθωμάτων». (σελ. 95)