Στο στόμα μου είχα ακόμη τα κόλλυβα από το μνημόσυνο του Λάζαρου, Σάββατο απόγευμα, στη Γεροσκήπου, στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.
Χωρίς ζάχαρη, μέσα στο χάρτινο σακουλάκι με το χρυσό σταυρό απέξω, με στάρι και ρόδια ολοκόκκινα, από αυτά που μάζευε, τέτοια αποχή, Νοέμβριο, πριν τις βροχές του χειμώνα, απ’ τα περιβόλια του στη Γιόλου –ο πεθαμένος, λένε, 40 μέρες ζει ανάμεσα στα μέρη που περπάτησε κι αγάπησε, βλέπει με τα μάτια του Θεού και δεν πρέπει να απογοητεύεται, μα να γυρνάει εν ειρήνη «αγκαλιάζοντας στον ύπνο» τους ζωντανούς που έμειναν πίσω.
Κι όπως σηκωνόμουνα, όρθιος πια, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το νεαρό παπά με τα φρεσκοξυρισμένα μούσια, θυμήθηκα επάνω στην πατερική εύχη, εκείνο το ζεμπέκικο που είχε χορέψει κάποτε ο νεκρός στην αποφοίτηση της κόρης του, στην οδό Τάκη (που μάζευε τώρα τα μαλλιά της, τα κιόλας λευκά, κλαίγοντας), ανασταίνοντας τη μουσική του Τάκη Μουσαφίρη στο «Θα τα βροντήξω όλα» της Πίτσας Παπαδοπούλου.
«Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω / θα τα βροντήξω, σου το λέω αληθινά / μού ‘χετε φάει τη ζωή μου λίγο λίγο / θα τα βροντήξω και θα πάρω τα βουνά».
Την Κυριακή το μεσημέρι βρισκόμουν ήδη στο «Περιβόλι τ’ Ουρανού», στην οδό Λυσικράτους της Αθήνας, που ανέπνεε Ακρόπολη, 500 μέτρα πιο πάνω. Πρόλαβα και ήπια δυο ποτήρια Άη Γιωργίτικο κόκκινο κρασί και χτύπησα την πόρτα του καμαρινιού της. Έβαζε κραγιόν στα χείλια της και συνομίλησα με τα 50 χρόνια καριέρας της, συνειδητοποιώντας αργότερα, στην πίστα του βασιλείου της, τη σπουδαιότητα τού να είσαι κοσμοπολίτης -αλλά έλληνας- χωρίς ρίζες συγκεκριμένες, μα καταφέρνοντας να συνθέτεις και να ενώνεις διασταυρώνοντάς τις, τη Λευκωσία με την Πλάκα και το Σικάγο με το Σίδνεϋ, στο συναισθηματικό κόσμο που παραείναι περίπλοκος για να μην νταλγκαδιάζει.

«Σκηνές πολλές. Να, κάποτε μία τυφλή που μ’ άκουσε είπε πως είδε. Δεν είδε το πρόσωπο μου, τη μουσική μου είδε, τους στίχους μου είδε, τη φωνή μου είδε, δεν είδε το σώμα μου – φαίνεται η φωνή άμα την κοιτάξεις καλά με τα μάτια της ψυχής. Μου είπε “ευχαριστώ”. Της το αντιγύρισα», θυμήθηκε ο λαϊκός μύθος ψάχνοντας την πούδρα της.
«Αισθάνομαι μεγάλη ευθύνη, όταν είμαι πάνω στη σκηνή. Βεβαίως και ο λόγος για τον οποίο δουλεύουμε είναι βιοποριστικός, αλλά η μεγαλύτερή μου ευχαρίστηση είναι να βλέπω τον κόσμο να τραγουδάει μαζί μου και να ευχαριστιέται. Αυτό το δούναι και λαβείν, ο κόσμος που σε αγαπάει και σε πιστεύει, έχει έρθει με τα χρόνια, γι’ αυτό κι η πιο μεγάλη σου υποχρέωση είναι να είσαι όλο πιο δοτική αλλά κυρίως αληθινή!».
«Πρέπει να σου πω τι μου συμβαίνει/ στα γρήγορα κι αθόρυβα, θα δεις / Κι αν έχεις κι εσύ κάτι να μου πεις/ καλύτερα, αν θες, να περιμένεις./ Μη μιλάς, δεν είναι απαραίτητο/ μη μιλάς, θα φύγω σ’ ένα τέταρτο».
«Για εμάς που δεν γεννηθήκαμε στα πούπουλα, το λαϊκό τραγούδι είναι η έκφρασή μας. Στο τραγούδι αντιγύρισα τη λύπη μου, τη γέννηση του γιου μου, τον καημό και το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό μου. Και στεναχώρια να ‘χα, ένα τραγούδι να ‘λεγα -αχ, αυτό να ‘λεγα- να με ηρεμούσε, να μου τσιρότιαζε τον πόνο ήθελα μόνο. Μαγικό πράμα που ‘ναι η μουσική, βρε παιδί μου. Ο αδελφός μου, ο Κώστας, μ’ έβαλε στο τραγούδι. Αυτός με πήγε στο Ζαμπέτα. Στο σπίτι μας όλοι τραγουδούσαμε. Βέβαια, την καλύτερη φωνή απ’ όλους μας την είχε η μητέρα μου. Ως παιδί μου άρεσε ο χορός, οι μιμήσεις, η ηθοποιία, αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γίνω τραγουδίστρια. Όμως, ο πρώτος θαυμαστής μου ήταν ο αδερφός μου. Τραγουδούσε κι εκείνος πολύ ωραία και πήγαινε πολλά βράδια στα νυχτερινά κέντρα. Με αυτόν τον τρόπο είχε γνωρίσει σπουδαίους μουσικούς εκείνης της εποχής. Εκείνος μου ‘πε να μείνω ταπεινή. Το προσπάθησα. Κι ήταν καλό που άργησε να μου συμβεί το σουξέ, γιατί μπορεί και να ‘χα τρελαθεί αν ήμουν πιτσιρίκα. Κάθε μέρα λέω “κουράστηκα να τραγουδώ” και κάθε μέρα βλέπω το κοινό και συνεχίζω… Θα φύγω όταν καταλάβω πως δεν με θέλει πια ο κόσμος… Δεν έχω απωθημένα. Όχι. Αυτά είναι κουταμάρες. Τι πάει να πει “απωθημένα”;».
«Έρωτά μου, έρωτα μου, έρωτα μου / μόνο εσύ με κυβερνάς / είσαι εσύ το κάτι άλλο στην καρδιά μου / μες στις φλέβες μου κυλάς».
Με αποχαιρέτησε πόζαροντάς μου απ’ τον καθρέφτη καθώς την κοίταζα, βάζοντας το κατακόκκινο κραγιόν στα χείλη της ενώνοντάς τα, και κερνώντας με άλλο ένα Άη Γιωργίτικο –κόκκινο κι αυτό.
«Οι πεθαμένοι έρωτες είναι νεκροί άνθρωποι: Δεν ανασταίνονται, μα θα κινούνται πάντα ανάμεσά μας», είπε στην πόρτα, φιλοσοφώντας κάπως, πριν πάρει το μικρόφωνο στα χέρια -σα να διάβαζε το μυαλό μου, αχ, μάγισσα τραγουδίστρια- με τη σοφία της γυναίκας που είδε πολλά, γιατί η νύχτα διδάσκει στο δεκαπλάσιο της μέρας και ενστικτωδώς γνωρίζει από πριν πρόσωπα και γεγονότα που συναντά. Ήπια, καθισμένος στο τελευταίο τραπέζι, στην υγειά του Λάζαρου που θα λείπει για πάντα και σκέφτηκα, στη ζαλάδα μου επάνω, πως, πράγματι, «δεν έχει σημασία τι μου βγαίνει / εκείνος που πονά, καταλαβαίνει!».
Ελεύθερα, 30.6.2024