«Larsen C» σε χορογραφία Χρήστου Παπαδόπουλου.
Όταν ήμουν μικρός και τύχαινε να αρρωστήσω με κυρίευε, σαν όνειρο ή ίσως σαν παραληρηματική οπτασία (δεν είμαι σίγουρος μέχρι σήμερα), μια εικόνα που έμοιαζε περισσότερο με τοπίο συνειδητότητας. Τελείως αφηρημένο, χωρίς ανθρώπους, μια επιβλητική αίσθηση κενού και απεραντοσύνης, σαν να βρίσκομαι μόνος σ’ έναν έρημο πλανήτη. Σπάνια, σε κάποιες από τις επαναλήψεις- εκδοχές αυτού του «ονείρου», ένας τεράστιος σφαιρικός βράχος έμοιαζε να κυλάει απειλητικά προς το μέρος μου προκαλώντας μου ταυτόχρονα πανικό και δέος.
Είχα πολλά χρόνια να νιώσω εκείνη την αίσθηση εσωτερικής διαστολής. Επέστρεψε την περασμένη Κυριακή, περίπου στη μέση της παράστασης με το έργο του Χρήστου Παπαδόπουλου «Larsen C», εκεί που οι έξι ερμηνευτές επιτέλους σμίγουν σαν ρανίδες και σχηματίζουν νοερά ένα φυσικό τοπίο. Πραγματικά, ένιωσα να «ανοίγω».
Νομίζω ότι η έφεση του Χρήστου Παπαδόπουλου δεν είναι στην ποίηση εικόνων που δημιουργούν συναισθήματα, αλλά στη δημιουργία συναισθημάτων που ποιούν εικόνες. Ή ίσως ακόμη περισσότερο στην ενορχήστρωση εντάσεων, στη γλυπτική φορτίσεων, στον συντονισμό μετατοπίσεων που δεν δημιουργούν αντιληπτικές παρειδωλίες, αλλά αποκαλύπτουν αυτόδηλα εσωτερικά τοπία, στη μεγαλοσύνη της αλήθειας τους.
Στο σημείο αυτό να ανοίξω μια παρένθεση και να πω ότι η παράσταση που είδαμε στο πλαίσιο του -τερπνότατου φέτος- 25ου Φεστιβάλ Σύγχρονου Χορού Κύπρου, δεν είναι τυχαία. Από το 2021 που έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι έχει καταπλήξει κόσμο κι έχει ήδη παρουσιαστεί σχεδόν στη μισή Ευρώπη. Μάλιστα, το έργο μαζί με τον χορογράφο του είναι υποψήφιο για το νεοσύστατο Διεθνές Βραβείο Χορού Rose που θέσπισε το Sadler’s Wells και θα απονεμηθεί για πρώτη πρώτη φορά το 2025, φιλοδοξώντας να αποτελέσει το αντίστοιχο του Βραβείου Τέρνερ για τον χορό. Είναι χαρακτηριστικό ότι συνυποψήφιοι του Έλληνα χορογράφου είναι τρεις εξέχουσες φυσιογνωμίες του χώρου, ο Αμερικανός Κάιλ Έιμπραχαμ, ο Πορτογάλος Μάρκο ντα Σίλβα Φερέιρα και η Βραζιλιάνα Λία Ροντρίγκες, με το έπαθλο να ανέρχεται στις 40.000 στερλίνες.
Επιστρέφοντας στο θεατό, το έργο του Χρήστου Παπαδόπουλου που βιώσαμε και με τις… έξι αισθήσεις, είναι κάτι πέρα από μια εμβριθή κινησιολογική μελέτη. Με απλές, λιτές και λειτουργικές σκηνικές παρεμβάσεις, η Κλειώ Μπομπότη δημιουργεί την αίσθηση του ανεξερεύνητου ανοιχτού και άπλετου χώρου, της αποσταθεροποίησης και ρευστότητας. Τα μαύρα κοστούμια του Άγγελου Μεντή λειτουργούν σαν το αρνητικό της Ανταρκτικής. Ο φωτισμός (Ελίζα Αλεξανδροπούλου) λειτουργεί ως δεύτερο σκηνικό για να δείξει τη διαδρομή από την παγωμένη επιφάνεια στη λαγαρότητα. Αναπόφευκτα, με υπόκρουση το ηλεκτρο-φυσικό ηχητικό τοπίο του Γιώργου Πούλιου, προκαλούνται αισθήματα έντασης, αγωνίας, αλλά και ηρεμίας ή ανακούφισης. Το ακουστικό και φωτολογικό περιβάλλον εναλλάσσει μια επίγευση απώλειας και μεταβολής.

Έρρυθμες ή άρρυθμες, συχνά επαναληπτικές παραλλαγές της κίνησης οδηγούν σε μια πολυδιάστατη αφήγηση που συνδέει την ανθρώπινη εμπειρία με τις φυσικές διαδικασίες της αλλαγής. Η χρήση διαφορετικών μοτίβων δημιουργεί αίσθηση μετάβασης από το παρελθόν στο παρόν ή το μέλλον, μεταφέροντας τον θεατή σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και καταστάσεις. Δημιουργείται έτσι μια επιτακτική εντύπωση παντοτινότητας και παροδικότητας.
Οι ερμηνευτές χρησιμοποιούν αργούς, ενίοτε ανεπαίσθητους ρυθμούς που έχουν όμως μια ενδότερη, καταιγιστική ταχύτητα, αναπαριστώντας από τη μια την αλλαγή του κλίματος και του περιβάλλοντος και προσδίδοντας από την άλλη προοπτική και βάθος στην αντίληψη του χώρου. Καθώς ο ρυθμός αλλάζει, οι θεατές βιώνουν ένα ξάφνιασμα ή μια συναισθηματική έξαρση. Από τις εναλλαγές μεταξύ γρήγορων και αργών μικροκινήσεων, πότε ρευστών, πότε απότομων, πότε δυναμικών, πότε νευρικών, προκύπτει ένα συναίσθημα απρόβλεπτου, αιώρησης και αναμονής.
Το ανθρώπινο σώμα έχει την ικανότητα να γίνεται μεταφορέας αφηρημένων ιδιοτήτων όπως ο χρόνος και να δημιουργεί σχήματα και δομές που μιμούνται φυσικά φαινόμενα. Οι ανεπαίσθητες αλλαγές σε οικείους ρυθμούς και κινήσεις μεταβάλλει εντυπωσιακά την αντίληψή μας. Αυτές οι αλλαγές μπορούν επίσης να κατευθύνουν την προσοχή του θεατή σε διαφορετικά σημεία και σε λεπτομέρειες που προηγουμένως αγνοούσαν, επαναδιαμορφώνοντας την κατανόησή τους για το συνολικό αφήγημα.
Στο «Larsen C», οι χορευτές κινούνται σε συνάρτηση με το σκηνικό και τους συναδέλφους τους, συχνά στηρίζονται ο ένας στον άλλο, χωρίς οπτική επαφή, δημιουργώντας ένα συλλογικό πλέγμα που απεικονίζει την αλληλεξάρτηση και την κοινή προσπάθεια. Οι κινησιολογικές φράσεις νοηματοδοτούνται μέσα από τη λεπτομερή σύνδεση της κίνησης με τις θεματικές και τις φιλοσοφικές έννοιες που επιδιώκει να εξερευνήσει. Η μετάβαση των κινήσεων από έντονες σε απαλές, από συνεκτικές σε ρευστές, απεικονίζει μια ομοιομορφία και μια τάξη αυτοϋπονομευόμενη.
Οι ερμηνευτές μοιάζουν να οπτικοποιούν ένα παγόβουνο που αρχίζει να διασπάται σε μεμονωμένα κομμάτια, αναπαριστώντας την αλλαγή των εποχών, την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών ή τις πολιτικές μεταβάσεις. Οι κινήσεις δεν είναι απλώς τεχνικές, αλλά φέρουν ένα συναισθηματικό φορτίο που αντικατοπτρίζει τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις των έξι ερμηνευτών (Γιώργος Κοτσιφάκης, Σωτηρία Κουτσοπέτρου, Μαρία Μπρέγιαννη, Τάσος Νίκας, Αλέξανδρος Νούσκας- Βαρελάς, Ιωάννα Παρασκευοπούλου). Αυτή η συναισθηματική απήχηση λειτουργεί ως όχημα ταύτισης για το κοινό.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και φύσης, οι εύθραυστες ισορροπίες, η συνεχής ροή, η πίεση της ανθρώπινης δραστηριότητας, η ευαλωτότητα που χαρακτηρίζει τον φυσικό κόσμο, είναι θεματικές που επίσης αναδεικνύονται αφηγηματικά μέσω της χρήσης του σώματος. Εκεί που το ατομικό γίνεται συλλογικό και τούμπαλιν, μέσω της αποσταθεροποίησης και της ρευστότητας, η αχανής παγοκρηπίδα μετατρέπεται σε έναν στίβο μετατόπισης της αντίληψης. Η διαδικασία απόσχισης, ένα κατά κύριο λόγο φυσικό φαινόμενο, αξιοποιείται ως μεταφορά για το πώς οι εξωτερικές και εσωτερικές αλλαγές επηρεάζουν την ατομική και συλλογική συνείδηση και τις κοινωνικές δομές.
Στη φύση, τα κοινωνικά σύνολα, οι αγέλες, οι αποικίες, τα σμήνη σχετίζονται άμεσα με τις ανάγκες για επιβίωση, αναπαραγωγή και συνεργασία. Ο Παπαδόπουλος επιχειρεί να καταδείξει ότι οι αρχές αυτές ισχύουν και για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Τονίζεται η συναλληλία και η συνεχής ανάγκη για προσαρμογή, η κοινή μοίρα που συνδέει όλα τα μέλη μιας κοινωνίας, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, από την κλιματική αλλαγή μέχρι τις ανισότητες. Είναι μια πολυεπίπεδη θεώρηση της εμπειρίας της ζωής.
Ελεύθερα, 30.6.2024