Μαρία Τζιαούρη Χίλμερ: «Ελλιπές μέτρο», εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2022.
Η Μαρία Τζιαούρη Χίλμερ ερωτοτροπεί τόσο με τον πεζό όσο και με τον ποιητικό λόγο, χωρίς να παραμένει πιστή σε κανέναν από τους δύο! Αφού στα πεζά κείμενά της εμφιλοχωρεί η ποίηση, ενώ στα ποιητικά ο πεζός λόγος δίνει το παρόν του ευδιάκριτα και ουσιαστικά. Θεωρώ αυτό το κράμα γραφής ευπρόσδεκτο, καλοδεχούμενο και επωφελές, καθώς το ένα είδος του λόγου μπολιάζει το άλλο. Κι αυτός ο εμβολιασμός, αν και πειραματικός, είναι καθ’ όλα γόνιμος.
Το πρώτο βιβλίο της Μ.Τ.Χ. «Γραμμή ανάμεσα μας» (2020) ήταν πεζογραφικό, με διάσπαρτα ποιητικά στοιχεία. Το δεύτερο βιβλίο της λογοτέχνιδας «Ελλιπές μέτρο», (2022) που θα επιχειρήσω να παρουσιάσω στη συνέχεια, είναι ποιητικό. Σε αυτό περιλαμβάνονται και αρκετά ευσύνοπτα πεζογραφικά κείμενα. Όπως και να έχει, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας έχουν πλέον καταστεί πολύ λεπτές σε όλο τον κόσμο, καθώς οι συνεχείς πειραματισμοί πολλών συγγραφέων εμπλουτίζουν ειδολογικά όλο το φάσμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Θ’ αρχίσω τις συγκεκριμένες αναφορές μου με τα πεζογραφικά κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Η Μ.Τ.Χ. προσδίδει ποιητική διάσταση σε κάθε τι που περιγράφει, διότι, σχεδόν κατά κανόνα, οι περιγραφές της εμπεριέχουν το στοιχείο της υπέρβασης, της μεταφοράς και της νοητικής μετάβασης από ένα επίπεδο σε άλλο: «Έκλεινε τα μάτια, άφηνε τα χέρια του να πέσουν πάνω στα πλήκτρα σκύβοντας ευλαβικά στις αρμονίες του πιάνου. Τα δάχτυλά του είχαν μια παράξενη αρετή, σαν να ήταν τα μάτια του». (σελ. 26)
Ιδιαίτερη αναφορά θα ήθελα να κάμω σε δυο μινιατουρίστικα αφηγήματα, χρονογραφικής υφής, αλλά πάντα ποιητικής έμπνευσης και απόδοσης. Πρόκειται για «Το γράμμα» (σελ.16) και «Στο χώμα» (σελ. 17) που παρατίθενται δίπλα – δίπλα και αμφότερα αφορούν εσωτερικές συνομιλίες με γεννήτορες, τον πατέρα το πρώτο και τη μητέρα το δεύτερο. Στην ουσία πρόκειται για ενδοσκοπικές αναλύσεις ενός γιου και μιας κόρης.
Τα πλείστα ποιήματα και πεζοτράγουδα της Μ.Τ.Χ. στη συλλογή θεματοποιούν μια στάση ζωής ρηξικέλευθη, ριζοσπαστική, μακριά από ειωθότα και λοιπές συμβατικότητες. Αναφέρονται σε μια στάση ζωής που αναζητά την ομορφιά και το ήθος μέσα στην ανορθογραφία, την δυσαρμονία, στο ατίθασο μα αυθόρμητο των πραγμάτων, ανθρώπινων και άλλων: «Ζητείται δάσκαλος ν’ αγαπάει τις φωνητικές χορδές, τις φάλτσες νότες, τα ορθογραφικά λάθη, τα εκφραστικά πάθη, τα αφηρημένα βλέμματα, τα ματωμένα γόνατα, τις διαιρετικές διαλέκτους, τις αλλόκοτες ιστορίες. Υ.Γ. Ο δάσκαλος να μην ρωτάει ποτέ: τι θέλει να πει ο ποιητής». (σελ. 46)
Την ίδια ώρα η ποιήτρια διακρίνεται και από μια φιλοσοφική θεώρηση των διαπροσωπικών σχέσεων μέσα στο αστικό τοπίο. Μια θεώρηση που αποδίδεται με γλαφυρότητα, παραστατικότητα, συχνά σκωπτική διάθεση, αλλά πάντοτε με έντονους και βαθείς προβληματισμούς: «Συχνά συλλογίζομαι / τη ζωή να χύνεται σαν / ένα σακούλι ζάχαρη / που σκάει στο πάτωμα και / σκορπίζει παντού τους κόκκους της / πάνω σε χείλη πικρά / σε πεινασμένους ουρανίσκους / στον ορό που σιγοστάζει πόνο, ενώ τα μυρμήγκια / άπληστα ρουφάνε σε legato / όση ζάχαρη απομένει». (σελ. 44)
Ιδιαίτερη αναφορά θεωρώ πως οφείλω να κάμω στα ποιήματα και κείμενα γυναικείας ενσυναίσθησης τα οποία περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Κι αυτά δεν είναι λίγα. Είναι δημιουργήματα καταδίκης και αποτροπής των έμφυλων στερεοτύπων, ποιήματα και πεζά καρτερικότητας μα και αντίστασης και αντίδρασης. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένα: «Δίχως παράπονο κανένα», (σελ. 19) «Υπομονή», (σελ. 20-21) «Το αγόρι με τα σπίρτα», (σελ. 34) «Οι μαστοί», (σελ.39) «Μάνα». (σελ. 47) Ιδού κι ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής: « …δίχως παράπονο κανένα / να δέχεται στα σκοτεινά το ξένο σώμα / το χαστούκι και την προσβολή / το παιδί που φεύγει και κείνο που μοιρολογεί / δίχως παράπονο κανένα / να σωπαίνει για το δρόμο που της όρισε ο Αδάμ». (σελ. 19)
Τα ευσύνοπτα ποιήματα της Μ.Τ.Χ. είναι ιδιαιτέρως εύστοχα, ακαριαία καίρια και ουσιαστικά, με συμπυκνωμένα μηνύματα και νοήματα. Πρόκειται για ποιήματα ψόγου και καταγγελίας για την υποκρισία, καταδίκης του φαρισαϊσμού και της επιδερμικότητας που μαστίζουν τα κοινωνικά δρώμενα στη σύγχρονη εποχή: «Ρίχνουμε σταυρούς στον βυθό της θάλασσας / στην επιφάνεια της ξεβράζονται τα πτώματα / εκείνων που θρηνούμε εμείς σαν θεατές / ο βουτηχτής με υπερηφάνεια υψώνει το σταυρό / κι οι εναπομείναντες ναυαγοί σηκώνουν τον δικό τους. / Πόση / επιφάνεια / αντέχεις;». (σελ. 36)
Ολοκληρώνω αυτή την παρουσίαση με την ερωτική υποθεματική στην ποίηση της Μ.Τ.Χ., που μπορεί να μην έχει την ίδια έκταση που είχε στο προηγούμενο της βιβλίο, έχει όμως την ίδια ένταση. Πρόκειται για ερωτική ποίηση γυναικείας θεώρησης, ευαισθησίας, δοτικότητας μα και επαναστατικότητας: «Ηλεκτρόδια στον θώρακα και στ’ άκρα / βαθιές αναπνοές, λεπτά σιωπής / ‘Η καρδιά μετατοπίστηκε’ / αποφάνθηκαν οι ειδικοί… / …όσοι έρωτες της έχουν λάχει / όσα ραγίσματα και μετατοπίσεις / βρέθηκαν στην πορεία της / τόσες λέξεις και τραγούδια γράφτηκαν γι’ αυτά / τα τριακόσια γραμμάρια παλλόμενης αναρχίας». (σελ. 41)
Βέβαια, η προσφιλής υποθεματική της ερωτικής θεματικής είναι για την Μ.Τ.Χ. η τετελεσμένη, η πεπερασμένη ερωτική σύζευξη. Αναφέρεται σ’ αυτήν συχνά με στωικότητα και ανεπιτήδευτη ευθύτητα: «Μου φαίνεται πως / κάποιος άλλος είσαι πια / κι εγώ εκείνη που δεν γνώρισες ποτέ». (σελ. 11)
Μετά και από αυτό το βιβλίο έχω την αίσθηση ότι η συγγραφέας οφείλει να δοκιμάσει εαυτόν και σε πιο μακράς πνοής ευμεγέθη λογοτεχνικά είδη. Θα χαρώ να το δω να πραγματώνεται.