«Carcass» σε χορογραφία Ανδρέα Κωνσταντίνου από την ομάδα Himherandit Productions.
Η λέξη «carcass» στα αγγλικά σημαίνει ψοφίμι ή κουφάρι και προφανώς η ομάδα Himherandit του χορογράφου Ανδρέα Κωνσταντίνου με έδρα το Άαρχους χρησιμοποιεί αυτόν τον τίτλο με πικρά ειρωνικό τρόπο. «Νέκυιες κοπρίων εκβλητότεροι» έλεγε ο Ηράκλειτος, ήτοι οι νεκροί είναι πιο περιττοί κι από την κοπριά.
Η παράσταση με τον τίτλο «Carcass», που υποτίθεται ότι καταπιάνεται με την τελευτή ως εμπειρία, μάλλον συμφωνεί και ουσιαστικά εστιάζει στους ζωντανούς και τη διαχείριση της εμπειρίας αυτής όσο και της σκέψης του αναπόδραστου. Με άλλα λόγια, δεν είναι μια επιθανάτια, αλλά μια επιζώσα εμπειρία, μια εμπνοή μέσα από τον φακό του θανάτου.
Με κάποιον τρόπο ο κυπριακής καταγωγής χορογράφος, που έχασε πριν λίγα χρόνια τους γονείς του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, επιδιώκει να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου αλλά και την οδυνηρή εμπειρία του πένθους, απαθανατίζοντας επί σκηνής, σωματικά και προφορικά, έντονες στιγμές και σκέψεις ζωντανών, που μοιάζουν με προθανάτιες αναλαμπές.
Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και οι συνεργάτες του επιδιώκουν να επισημάνουν ότι το πιο τραγικό δεν είναι ο φόβος μπροστά στην προοπτική του φυσικού τέλους, αλλά περισσότερο ο φόβος της ζωής, της επιβίωσης. Αφού είναι δεδομένο ότι κάποτε θα καταλήξουμε έκβλητα ψοφίμια, καλό είναι να θυμόμαστε να ζήσουμε όσο γίνεται τη ζωή μας και να παράγουμε στιγμές που έχουν σημασία. Να πεθάνουμε από μανία για ζωή, όπως έλεγε 300 χρόνια πριν ο Αλεξάντερ Πόουπ. Διότι σύμφωνα με τον λαό, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες και οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο.
Από την πρόταση αυτή κάθε άλλο παρά λείπει το χιούμορ –όχι απαραίτητα μαύρο- η συγκίνηση, ακόμη και η ηδυπάθεια. Θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα τίθενται επί τάπητος με ποιητικότητα και μάλλον με επικούρεια θεώρηση, μέσα από αλυσίδα τεχνικών, εικαστικών, δραματουργικών και σωματικών στιγμών. Ερωτήματα όπως «πώς θα περνούσατε την τελευταία μέρα της ζωής σας;» ή «πώς φαντάζεστε τον θάνατό σας;» τίθενται και απαντιούνται στη σκηνή, μεταλαμπαδεύοντας στο κοινό το αξίωμα ότι είμαστε όλοι εν δυνάμει αθάνατοι… μέχρι να πεθάνουμε.
Ο Κωνσταντίνου, μαζί με τον τεχνικό διευθυντή της ομάδας Γέπε Κορτ, έχουν τοποθετήσει στην αριστερή πλευρά του σκηνικού χώρου έναν τεράστιο κρεμαστό, επικλινή καθρέφτη που αλλάζει διαρκώς τις οπτικές γωνίες των δρώμενων, τόσο για το κοινό όσο και για τους ερμηνευτές, ενώ παράλληλα λειτουργεί συμβολικά τόσο ως «πύλη μετάβασης, όσο και ως φακός παρατήρησης και αποκάλυψης, μέχρι και ως παραβάν για όσα συμβαίνουν πέρα από το οπτικό μας πεδίο.
Εκτός από τον λευκό τοίχο- οθόνη και τις λευκές καρέκλες στη δεξιά πλευρά, στη σκηνή δεσπόζει επίσης ένα κρεμαστό διπλό μεγάφωνο ανακοινώσεων, τύπου χοάνης, που βγάζει προειδοποιητικούς παραμορφωμένους ήχους, φωνές και μουσικά κομμάτια, επιλογής του χορογράφου, εστιασμένα κυρίως στην εποχή του μπαρόκ, την αναγεννησιακή μουσική και την όπερα.
Δομημένη σε τέσσερα κεφάλαια με πρελούδιο, ιντερλούδιο και ποστλούδιο, η παράσταση ξεκινά με την τελετουργία του κατευοδίου και μεταθανάτιους προβληματισμούς και ολοκληρώνεται με το βίωμα της αναχώρησης. Στην πορεία βλέπουμε τους έξι έμπειρους και εκφραστικούς ερμηνευτές να δημιουργούν εικόνες και συναισθήματα, αλλάζοντας ρόλους και «παίζοντας» με το φως και το σκοτάδι, δημιουργώντας στιγμιότυπα βγαλμένα από πίνακες του Ρούμπενς ή ακόμη και του Ιερώνυμου Μπος (σχεδιασμός φωτισμού: Κρίστοφερ Μπρέκνε). Οι μετωπικοί φακοί των περφόρμερ επαυξάνουν ως προς τον διαμοιρασμό των επιμέρους στιγμιοτύπων, την εικαστική αναδιάταξη και τη σμίκρυνση της σκηνής.
Οι ερμηνευτές έχουν διαφορετικές καταβολές: ένας Έλληνας (Άρης Παπαδόπουλος), μια Βελγίδα (Ελίζ Λουντινάρ), μια Ιταλίδα (Πάολα Ντρέρα), ένας Γάλλος (Τεό Μαριόν- Βιγεμέν), μια Φιλανδή (Χέλι Πίπινγκσκελντ) κι ένας Πορτογαλολουξεμβούργιος (Γουίλιαμ Καρντόζο). Έχουν διαφορετικές όσο και κοινές ανησυχίες πάνω στο θέμα, λειτουργώντας αυτόνομα αλλά και ως στοιχεία παραγωγής ποικίλων εικόνων και συναισθημάτων.

Αναπαριστούν ταφικά έθιμα, ντύνουν και γδύνουν με σεβασμό τους νεκρούς με το γυμνό να ανάγεται σε σύμβολο ελευθερίας, οικειότητας και ιδιωτικότητας. Καθώς ο θάνατος επισκιάζεται από την κτηνώδη δύναμη της ζωής, παρακολουθούμε σκηνές διονυσιακού τύπου κατασπαραγμών, που θυμίζουν κάτι από τις Βάκχες, με τους θηρευτές και τα θηράματα να αλλάζουν συνεχώς θέση.
Καθώς το έργο γίνεται όλο και πιο χαώδες, εξωστρεφές και αλληλεπιδραστικό, με τους ερμηνευτές να σπάζουν τον τέταρτο τοίχο και να απευθύνονται στο κοινό με μικρόφωνο χειρός, αναδύεται η σωματική, βιωματική και επινοητική διάσταση του καλλιτεχνικού στίγματος της ομάδας. Ξεδιπλώνεται έτσι, πέρα από τον διάλογο μεταξύ σωμάτων, ένας διάλογος μεταξύ καταστάσεων: κωμικές, σουρεαλιστικές ακολουθίες που προκύπτουν από τον ζήλο να ανακαλέσουμε τη ζωή μιλώντας ανοιχτά -εν τέλει σχεδόν περιγελαστικά- για τον θάνατο, ο οποίος έτσι κι αλλιώς θα έρθει όποτε θέλει εκείνος και, δυστυχώς, μάλλον πριν μάθουμε τελικά να ζούμε.
25ο Φεστιβάλ Σύγχρονου Χορού Κύπρου
Ελεύθερα, 16.6.2024