Μαρία Ιωάννου: «Σεβντάς», εκδόσεις Αλμύρα, 2023.
Η Μαρία Ιωάννου, με το δεύτερο πεζογραφικό της εγχείρημα, επιχειρεί ένα ειδολογικό άλμα μπροστά. Από τη συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα που αγάπησα» του 2020, οδηγείται σε μια ευσύνοπτη νουβέλα το 2023 υπό τον τίτλο «Σεβντάς», την οποία και θα προσπαθήσω να παρουσιάσω στη συνέχεια.
Το προηγούμενο βιβλίο περιλάμβανε έντεκα, περίπου ομόθεμα, διηγήματα, με θεματικό επίκεντρο τη βία κατά των γυναικών σε όλες τις μορφές και εκφάνσεις. Το νέο βιβλίο της Μ.Ι. πραγματεύεται τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου μας και κυρίως τις δικοινοτικές σχέσεις όπως αυτές αποτυπώνονται μέσα από τον εφηβικό έρωτα δυο νέων, μιας Τουρκοκύπριας κι ενός Ελληνοκύπριου.

Η συγγραφέας έχει στέρεες αντιλήψεις, διάφανες απόψεις και σαφές ιδεολογικοπολιτικό στίγμα στις προσεγγίσεις της. Γενικά, το έργο της διακρίνεται για τη ρεαλιστική αναπαράσταση των κοινωνικοπολιτικών δρωμένων και για την καθαρότητα των ουμανιστικών μηνυμάτων της. Η Μ.Ι. ούτε εξιδανικεύει ούτε παρασιωπά τις γκρίζες σελίδες της πολιτικής μας ιστορίας, πόσω δε τις μαύρες σελίδες της ίδιας ιστορίας. Σ’ αυτές στέκεται με διεισδυτική, κριτική ματιά, με αυστηρότητα αλλά και με πόνο.
Όπως σημείωσα ήδη, ο κεντρικός μύθος του βιβλίου αφορά τον εφηβικό έρωτα δυο παιδιών ουσιαστικά, της Περιχάν και του Θοδωρή στη Μανσούρα της Τυλληρίας το 1964, ενός μεικτού χωριού που εγκαταλείφθηκε μετά τις «φασαρίες». Ακριβώς, αυτές οι «φασαρίες» προκάλεσαν και τον βίαιο, αναγκαστικό χωρισμό των δύο ηρώων της νουβέλας, αφού οι Τ/κ της Μανσούρας υποχρεώθηκαν από την ηγεσία τους να εκτοπισθούν στο θύλακα των Κοκκίνων, οι δε Ε/κ της ίδιας κοινότητας μετακόμισαν στον γειτονικό Κάτω Πύργο, για λόγους ασφαλείας.
Η νουβέλα εκτυλίσσεται σε δύο χρονικά επίπεδα, το τότε που είναι το 1964 και το τώρα που τοποθετείται στο 2000, όταν η Περιχάν επιστρέφει στην πατρώα γη ως επισκέπτρια, προερχόμενη από το Λονδίνο όπου ζούσε όλα αυτά τα χρόνια. Δύο γάμοι συνδέουν τα χρονικά επίπεδα πάνω στα οποία οικοδομείται ο κεντρικός μύθος του βιβλίου.
Ο πρώτος αφορά συγγενικό πρόσωπο του Θοδωρή και μετέχοντας σε αυτόν η Περιχάν πραγματοποιεί το δικό της αντάρτικο. Ο δεύτερος γάμος τελείται το 2020, όταν ο Θοδωρής παντρεύει την κόρη του και η Περιχάν παρευρίσκεται ως προσκεκλημένη συναντώντας τον εφηβικό της έρωτα ύστερα από σχεδόν 35 χρόνια!
Αυτή η συνάντηση θεωρώ πως είναι από τις κορυφαίες στιγμές του βιβλίου. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα: «Στέκονταν στη σειρά, οι γονείς του γαμπρού, το ζευγάρια και οι γονείς της νύμφης. Αυτά τα μάτια θα τα ξεχώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες. Το γαλανό βλέμμα, καθάριο. Τελευταίος στη σειρά. Ο πατέρας της νύμφης. Όμορφος, ευθυτενής, χαμογελαστός. Όπως τότε. Μόνο λίγο γκρίζο στα μάτια. Του άπλωσέ σε το χέρι που έτρεμε. – Να σας ζήσουν, είπε. Την κοίταξε. – Αρκόντισσα; Ψιθύρισε. – Μπουνταλά. Χωρίς ερωτηματικό. Γιατί αυτός ήταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι άλλος. Και αν την γελούσαν τα μάτια της, η καρδιά της το ήξερε». (σελ. 57)
Ωστόσο, η κορύφωση αυτού του έρωτα πραγματώθηκε 35 χρόνια πριν, λίγο μόνο πριν από την έναρξη των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Και η κορύφωση ήταν το ένα και μοναδικό παθιασμένο φιλί που αντάλλαξαν οι δυο νέοι. Μόλις η Περιχάν αντίκρυσε ξανά το Θοδωρή: «Η ανάμνηση εκείνου του μοναδικού φιλιού που δόθηκε πριν τόσα χρόνια της έκαψε τα χείλια». (σελ. 57)
Η συγγραφέας καταφέρνει να σκιαγραφήσει με γλαφυρότητα και πειθώ την κοινή καθημερινότητα των απλών Ε/κ και Τ/κ στη μικρογραφία της Μανσούρας. Οι δυο ήρωες μας μεγάλωσαν στις διπλανές αυλές. Οι μητέρες τους, Φικριέ και Άννα, είχαν σχέση αδελφική. Και ένιωθαν δικά τους παιδιά και τα παΐδια της άλλης, μεταξύ τους. Η βιοπάλη και οι καθημερινές έγνοιες της ζωής, πάντοτε ενώνουν τους ανθρώπους, γιατί δεν υπάρχει άλλη οδός από την αλληλεγγύη και την αλληλοϋποστήριξη.
Όλα τα γεγονότα που καταγράφονται στο βιβλίο είναι τεκμηριωμένα και ιστορικά. Την ίδια στιγμή είναι γεγονότα με δυναμική εξέλιξης, με ροή και ενδιαφέρουσα πλοκή. Ωστόσο, προσωπικά, θα ήθελα να είναι στον ίδιο βαθμό ανεπτυγμένες και οι εσωτερικές διεργασίες εντός των κεντρικών ηρώων, στον ψυχισμό, στο συναισθηματικό τους κόσμο, στους κλυδωνισμούς, τις φοβίες, τις ανησυχίες, τις προσδοκίες και τις ελπίδες τους.
Πιστεύω πως ειδικά σ’ αυτή την πτυχή της συνολικής αφήγησης το αισθητικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να ήταν καλύτερο. Πιστεύω ότι σταδιακά η συγγραφέας αποκτά και θα αποκτά για πολύ ακόμη αυτή τη δεξιότητα, μέχρι να την κατακτήσει πλήρως. Αυτή είναι εξάλλου η πιο βαθιά μα και η πιο δύσκολη δεξιότητα.
Ονειρική, παραστατική, εκφραστική και αισθητικά επαρκή θεωρώ την καταγραφή της μιας ημέρας που πέρασαν μαζί οι μεσήλικες πια Περιχάν και Θοδωρής, λίγο πριν αποχωριστούν εκ νέου. Οι μνήμες και τα συναισθήματα αμφοτέρων παρουσιάζονται ανάγλυφα και συγκινητικά. Η στιγμή του νέου αποχωρισμού μιλά από μόνη της: « -Θα σε πετάξω ως την Πάφο, της είπε. Μην φύγεις ήθελε να της πει. – Ευχαριστώ, του είπε. Έλα μαζί μου, ήθελε να του πει». (σελ.81)
Μακάρι να γράφονται συχνά τέτοια βιβλία όπως ο «Σεβντάς» της Μ.Ι., βιβλία της συνύπαρξης, της συμβίωσης, της κοινής πατρίδας Ε/κ και Τ/κ. Έχει ανάγκη και η λογοτεχνία μα και η πατρίδα μας από τέτοια βιβλία. Διότι άμα δεν κτίζει γέφυρες η λογοτεχνία, ο πολιτισμός γενικά, ποιος άλλος μπορεί να κτίσει;