Χρίστος Ζάνος: «Ιστορίες εν μέσω πυροβολισμών», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2023

Η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες εν μέσω πυροβολισμών» του Χρίστου Ζάνου, που είναι πιο γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης θεάτρου, γραφόταν για μια περίοδο πέραν των πενήντα χρόνων.

Το πιο παλιό διήγημα που περιλήφθηκε στο βιβλίο γράφτηκε το 1970 και το πιο πρόσφατο το 2020. Παρά τη χρονική απόσταση που χωρίζει τα δεκατρία διηγήματα μεταξύ τους, όλα χαρακτηρίζονται από υφολογική ομοιογένεια και την ίδια οικονομία λόγου. Πρόκειται κατά βάση για ένα αυτοβιογραφικό έργο, με έντονο τον κυπροκεντρικό προσανατολισμό και προοδευτική θέαση των ιστορικο-πολιτικών πραγμάτων.

Η γραφή του Ζάνου έχει θεατρική μα και ψυχογραφική παραστατικότητα. Κι αυτό οφείλεται στην αισθητική υποδομή που κατέκτησε ο συγγραφέας με τις πολυετείς παραπλήσιες ενασχολήσεις του. Οι ήρωες του Χρ. Ζ. δεν είναι αδροκομμένες καρικατούρες. Σχεδόν όλοι φωτίζονται πολύπλευρα και σε βάθος, οι δε πλείστοι σχηματοποιούνται ολοκληρωμένα.

Το βιβλίο στο σύνολό του συνιστά μια μικρή πραγματεία για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Κύπρου, κυρίως για τις πιο πικρές και σκοτεινές σελίδες της. Εκείνες τις σελίδες που η επίσημη ιστορία αποκρύβει επιμελώς γιατί δεν συνάδουν με τον καθωσπρεπισμό και τη ροπή της προς ωραιοποίηση και ηρωοποίηση όλων όσων μας αφορούν ως ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η συλλογή εύστοχα τιτλοφορείται «Ιστορίες εν μέσω πυροβολισμών». Αφού η σύγχρονη πολιτική ιστορία της Κύπρου σφραγίστηκε με πολλή αίμα και πολλή βία, τόσο διακοινοτικά όσο και ενδοκοινοτικά. Και ο συγγραφέας δεν κρύβει λόγια.

Το πιο εμβληματικό διήγημα στο βιβλίο είναι το πρώτο, «Η επιστροφή του αγνοούμενου». (σελ.11) Ένα ιλαροτραγικό αφήγημα με χιούμορ πικρό και καυστικό, που θυμίζει κάτι από τη γραφή του Αζίζ Νεσίν, αλλά και των Ρώσων Ιλφ και Πετρόφ, που με όπλο τη σάτιρα, έκριναν μαστιγωτικά αυστηρά την κοινωνία μέσα στην οποία ζούσαν. Με δυο λόγια, στο αφήγημα αυτό ένας γάιδαρος ε/κ ιδιοκτησίας θεωρείται αγνοούμενος του 1974. Όταν όμως, λίγα χρόνια μετά, επιστρέφει στο παχνί του, λογίζεται αυτόμολος …ψευδογάιδαρος. Ο οποίος θανατώνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους ως επικίνδυνος για τη δημοσία υγεία!

Ο συγγραφέας απεχθάνεται τις ωραιοποιήσεις, τις αγιογραφίες, τις εξιδανικεύσεις. Τα πάντα στα αφηγήματά του είναι απλά, καθημερινά και ανθρώπινα, με πάθη και μίση, με έχθρες, υποψίες, φόβους και βαθιά θλίψη. Στο διήγημα «Ένας πυροβολισμός τον Μάη του 1963» (σελ. 48) μια ερωτική αντιζηλία και μια υποψία για προδοσία τόσο του αγώνα όσο και της προσωπικής φιλίας, τέσσερα χρόνια μετά την ΕΟΚΑ, οδηγεί στη δολοφονία ενός αγωνιστή από συναγωνιστή του. Πρόκειται για ένα διήγημα βαθιά τραγικό μα πέρα για πέρα ανθρώπινο και ακαριαία ρεαλιστικό, μακριά από εξωραϊσμούς και λοιπές ρητορείες.

Στο ίδιο θεματικό μοτίβο κινείται και το διήγημα «Οι πρώτες μέρες του ‘58». (σελ. 40) Πρόκειται για ένα εντελώς αυτοβιογραφικό αφήγημα με το οποίο προκαλείται μια ραγισματιά στο αγιοποιημένο κάδρο της ΕΟΚΑ. Μασκοφόροι άντρες της οργάνωσης μπαίνουν σ’ ένα φτωχόσπιτο  και αφού βιαιοπραγούν κατά μελών της οικογένειας, παίρνουν τα φουστάνια των κοριτσιών της και τα καίνε στην πλατεία του χωριού προς παραδειγματισμό. Κι αυτό διότι με την αγορά του ρούχου από το οποίο φτιάχτηκαν τα φουστάνια παραβιάστηκε η παθητική αντίσταση κατά των αποικιοκρατών. Βέβαια, στη βάση του αφηγήματος είναι καλά θρονιασμένη η ιδεολογική μισαλλοδοξία κατά της Αριστεράς, που τόσο δίχασε και δυστυχώς εξακολουθεί να διχάζει το λαό μας.

Η ίδια μισαλλοδοξία δεν υπήρξε μόνο απότοκο ενδογενών παραγόντων μέσα στην κυπριακή κοινωνία. Την ίδια ώρα ήταν απόρροια και επιρροή τόσο του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, όσο και της χούντας των συνταγματαρχών που δηλητηρίασε τις ψυχές πολλών εκατοντάδων Ε/κ νέων, οι οποίοι υπηρέτησαν στην Εθνική Φρουρά την ίδια περίοδο. Ακριβώς αυτή η θεματική πτυχή του όλου ζητήματος φωτίζεται από τον συγγραφέα στο διήγημα: «Λοχαγός στην πλατεία του Αγίου Θωμά». (σελ. 76) Ο Ελλαδίτης λοχαγός που χειροδίκησε και εξύβρισε τον ήρωα του διηγήματος ως «σιχαμερό σκουλήκι, βρώμικο κομμούνι» (σελ.78) λίγα χρόνια μετά, τον συναντά τυχαία στην Αθήνα, ως φοιτητή επί χούντας. Τον αγκαλιάζει, τον φιλεύει και πατρικά τον συμβουλεύει να προσέχει από τους «καραβανάδες που άρπαξαν την εξουσία» που είναι «αδίστακτοι» και «κοπρόσκυλα». (σελ. 80)

Θεωρώ πως ιδιαίτερης μνείας χρήζουν και τα δυο πιο μακροσκελή διηγήματα στο βιβλίο. Αμφότερα έχουν έκταση 29 σελίδων το καθένα. Το πρώτο «Μοχάμεντ ο Ιρακινός» (σελ. 97) είναι εντελώς αυτοβιογραφικό. Πρόκειται για μια μακρά φοιτητική ανάμνηση από την Πράγα με τα ευτράπελα, τα πάθη, τις περιπέτειες, αλλά και με ασίγαστη νεανική ορμή διανθισμένη με αγωνιστικά σαλπίσματα. Τα κοινά βιώματα ανελεύθερων καθεστώτων και για τους δυο νέους, του Ιρακινού από το καθεστώς Μπάαθ και του Ελληνοκύπριου από τη χούντα στην Αθήνα, συνθέτουν ένα εκρηκτικό και πολύ ενδιαφέρον δίδυμο.

Το δεύτερο πιο εκτενές διήγημα στο βιβλίο: «Πλατεία Καραϊσκάκη, Τζιτζιφιές» (σελ. 137) αναφέρεται στο βίο και την πολιτεία ενός ψιλικατζή, του κύριου Μιχάλη. Ενός συνηθισμένου ανθρώπου, που από απλό δημοκράτη πολίτη μετέτρεψε σε αντιστασιακό αγωνιστή η ανάλγητη συμπεριφορά του εθνικόφρονα γαμπρού του και η αποτρόπαιη στάση της χούντας που τον έστειλε σε ξερονήσι για είκοσι μήνες, άνευ λόγου και αιτίας. Εδώ, μέσα από τη λαϊκή θυμοσοφία του απλού καθημερινού ανθρώπου, ο συγγραφέας αναβιώνει τα πικρά, χρόνια της μαύρης εφταετίας και αναδεικνύει το πατριωτικό σθένος και το μεγαλείο της ψυχής των απλών ανθρώπων του λαού.

g.frangos@cytanet.com.cy