Σταύρος Χριστοδούλου, «Μαύρο Φλαμίνγκο», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2023.
Η μυθιστορηματική γραφή του Σταύρου Χριστοδούλου μέσα από τη ρεαλιστική αποτύπωση της αφήγησης, την επεισοδιακή πληθωρικότητα και την πολλαπλότητα των ζωντανών χαρακτήρων στην αριστοτεχνική τους πλοκή αναδεικνύει μια κοινή συνισταμένη: τις ρηξικέλευθες αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων, τις αντίξοες συνθήκες επιβίωσης και τις υπαρξιακές αναζητήσεις της ταυτότητάς τους μετά τις πολιτικοκοινωνικές ανατροπές στον τόπο που σηματοδοτεί την αφόρμηση της δράσης.
Συγκεκριμένα, σε τρία μυθιστορήματά του καθοριστικό της έμπνευσης στην ανέλιξη των δρώμενων και την αναδρομική αναδιήγηση του εγκιβωτισμού τους συνιστά το μεταιχμιακό ορόσημο της κατάρρευσης του κομμουνιστικού καθεστώτος στις πρώην Ανατολικές χώρες της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας και της Γεωργίας. Ενώ το έναυσμα στο κυπρογενές του μυθιστόρημα πυροδοτούν οι επώδυνες μνήμες από τις τραυματικές εμπειρίες της τραγωδίας του 1974.
Στις πρώτες σελίδες του νέου λογοτεχνικού του πονήματος ο συγγραφέας εικονογραφεί στον μυθοπλαστικό του καμβά το οικογενειακό και επαγγελματικό υπόβαθρο των κεντρικών προσώπων, σκηνικά στιγμιότυπα φιλικών σχέσεων και νεανικών ερωτικών συναντήσεων με τις συνυφάνσεις του μικροαστικού κοινωνικού ιστού της ιστορίας τους στη Γεωργία επί Σοβιετικής Ένωσης μέχρι το μεταβατικό στάδιο της απόσχισής της από την ΕΣΣΔ και της Ανεξαρτησίας της τον Απρίλιο του 1991.
Ο Λέοντας και η Ανατολή με τον γιο τους Ξενοφώντα, ο Λάζαρος και η Ειρήνη με τα δίδυμα παιδιά τους Γιώργο και Συμέλα, οι οικογένειες αντιστοίχως Πεχλιβανίδη και Καλεμκερίδη, εγκαταστημένοι στο Ρουστάβι, τη μικρή βιομηχανική πόλη σε κοντινή απόσταση νοτιοανατολικά της Τιφλίδας, ενσαρκώνουν τους χιλιάδες Ελληνοπόντιους, που ζούσαν εκεί, όπως και σε άλλες Γεωργιανές περιοχές.
Είναι προφανής η ερευνητική σκαπάνη του μυθιστοριογράφου όχι μόνο σε οδωνύμια και γαστρονομικές συνήθειες, αναφορές οικονομικών και πολιτισμικών υποδομών, αλλά και συνδηλώσεις του υποβαθμισμένου επιπέδου διαβίωσης των κατοίκων του τόπου. Συμβολικό προανάκρουσμα της επικείμενης αθρόας μετανάστευσης το παράπονο του μοναχικού απόμαχου δασκάλου Αλεξάντρε: «Αυτή η πόλη μάς έχει στραγγίξει και την τελευταία ρανίδα αθωότητας», όπως και το ψάξιμό του στον σκουπιδοτενεκέ για κάποιο φαγώσιμο.
Συνεπώς, αμετάκλητη θα είναι η απόφαση της Συμέλας να φύγουν για την Ελλάδα με τα δυο τους παιδιά, τον Λεβάν και την Τάνια, παρά της έντονες επιφυλάξεις του συζύγου της Ξενοφώντος, να αφήσει τη δουλειά του στο εργοστάσιο Μεταλλουργίας. Έχουν προηγηθεί, αλλά θα τους ακολουθήσουν και άλλοι του συγγενικού και φιλικού τους περίγυρου, όπως η Ίνγκα, μετά τον χωρισμό της από τον Τέμουρ, που άνεργος θα παραμείνει στη μετασοβιετική Τιφλίδα, καθώς η ενασχόλησή του με εκδόσεις και μεταφράσεις θεωρείτο πλέον πολυτέλεια.
Η Αθήνα, ωστόσο, της δεκαετίας του 1990 δεν ήταν μια φιλόξενη πόλη ούτε για τους ομογενείς μετανάστες, που δεν αναγκάζονταν μόνο να σκληροδουλεύουν νυχθημερόν, οι άντρες ώς επί το πλείστον σε οικοδομές και υπεραγορές και οι γυναίκες ως καθαρίστριες, αλλά και υπέμεναν τις εχθρικές συμπεριφορές χλευαστικών σχολίων και τις απαξιωτικές προκαταλήψεις ξενοφοβικού ρατσισμού. Εξ ου και η Ίνγκα συμφωνεί με τον Ξενοφώντα ότι στη Γεωργία τότε υπήρξε τάξη και εξασφάλιση των βασικών αναγκών, που δεν θα αντάλλασσαν με καμιά ελευθερία του λόγου.
Καθότι και ο Λεβάν, μεγαλώνοντας σε φτωχογειτονιές της Ελληνικής πρωτεύουσας αισθανόταν αποξενωμένος και αόρατος: «Σαν να μην είχε δυο χέρια, δυο πόδια, ένα κεφάλι, μια καρδιά. Σαν να μην τον έβλεπαν οι άλλοι. Μέχρι που συνάντησε τον Ερμή. Τότε, ξαφνικά, άλλαξαν όλα. Τότε έγινε, επιτέλους, κάποιος.». Συνακόλουθη η απόδραση από τον ασφυκτικό κλοιό του σπιτιού και τον αυταρχικό πατρικό έλεγχο, παρά τη φιλόστοργη τρυφερότητα της μητέρας του, που αν την είχε ως πρότυπο στις επιλογές των ατελέσφορων ερώτων του, εντούτοις μόνο στη Σχολή Πυγμαχίας του Ερμή Σαραντάκου ένοιωθε την αναγνώριση της υπόστασής του. Εκεί ήθελε να λαθροβιώνει, κωφεύοντας στις οικογενειακές και φιλικές συμβουλές για απομάκρυνση από το άντρο της παρανομίας, τη συστηματική εκπαίδευση πλύσης εγκεφάλου και τον νοσηρό εθνικισμό της μισαλλόδοξης βίας κατά μεταναστών και όποιων αντιφρονούντων.
Παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον την αδιάσπαστη δομή ανάμεσα σε απρόσμενες εξελίξεις και ασθματικές κορυφώσεις να προσλαμβάνει τους επιταχυνόμενους ρυθμούς κινηματογραφικής ροής σε αστυνομικό θρίλερ. Η νοοτροπία και οι αντιδράσεις των συμπρωταγωνιστών εδώ δεν παραπέμπουν παρά σε υποχθόνιους συνωμοτικούς σχεδιασμούς του υπόκοσμου και στις φασιστικές εγκληματικές ενέργειες της πρώην «Χρυσής Αυγής».
Οι ύποπτες συναλλαγές του «προστάτη» Σαραντάκου τον εμπλέκουν με εμπόρους ναρκωτικών και επικερδείς επιχειρηματικές δραστηριότητες πορνείας, που με εξουσιαστικούς μηχανισμούς συγκάλυψης απλώνουν τα δίκτυά τους μέχρι την Κύπρο. Σε μιαν από τις εξορμήσεις της διατεταγμένης υπηρεσίας του στη Λάρνακα ο Λεβάν θα εντοπίσει τη χαμένη προ καιρού Σόφικο, να εργάζεται στο «Pink Flamingo», που μη πιστεύοντας σε εφήμερους έρωτες και απογοητεύοντας ακόμη και τον ίδιο που την είχε ερωτευτεί, ο στόχος ήταν να μαζέψει κάποια χρήματα για να γυρίσει στην πατρίδα και τη μητέρα της.
Πηγαίνοντας προς το αεροδρόμιο για την επιστροφή του στην Αθήνα, ο ταξιτζής θα τον περάσει από την Αλυκή, για να βρεθεί μπροστά στο μαγευτικό θέαμα από ένα σμήνος ροζ φλαμίνγκο, με το Χαλά Σουλτάν Τεκέ στο βάθος τυλιγμένο στην πρωινή ομίχλη να μοιάζει με ονειρική ζωγραφιά. Κατεβαίνοντας από το ταξί κατευθύνθηκε προς την όχθη της λιμνοθάλασσας, για να καθαρίσει με το νερό της τη βρωμιά μέσα του.
Με ποιητικές πινελιές μεταφορικών συμβολισμών μάς απογειώνει το ομότιτλο του βιβλίου επιλογικό κεφάλαιο, καθώς το ένα και μοναδικό «μαύρο φλαμίνγκο άνοιγε τα φτερά του και πετούσε μακριά· πάνω από το αλμυρό νερό της λίμνης, πάνω από το τοπίο μιας ζωής που ο Λεβάν δεν άντεχε ν’ αντικρίζει πια.».
