«Κύπρος 1974– 2024, Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή», εκδόσεις ΕλληνοΕκδοτική, 2024.

Ο συλλογικός τόμος «Κύπρος 1974 – 2024, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή», αποτελεί μια χρήσιμη κατάθεση στα λογοτεχνικά πράγματα. Κι αυτό διότι με τη συγγραφή και έκδοσή του δεν αποτιμάται απλώς η επέτειος του μισού αιώνα από τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν βάναυσα και ανεξίτηλα τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία. Με το συγκεκριμένο βιβλίο, σε μεγάλο βαθμό, επιχειρείται η λογοτεχνική – πεζογραφική μετάπλαση των ίδιων γεγονότων από το ύψος του σήμερα και υπό το φως των νέων δεδομένων που διαμορφώθηκαν σταδιακά αλλά συνεχώς προϊόντος του χρόνου, τόσο επί του εδάφους, όσο και μέσα στις ψυχές των ανθρώπων.

Τίποτα δεν παραμένει στατικό και αναλλοίωτο. Οι νόμοι της διαλεκτικής είναι αμείλιχτοι για όλους και για όλα. Πενήντα χρόνια μετά η Κύπρος δεν είναι η ίδια, οι άνθρωποί της, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, δεν είναι ίδιοι, ομοίως δεν είναι ίδιοι και όσοι άλλοι, άμεσα ή έμμεσα, βίωσαν τότε την κυπριακή τραγωδία. Τα ίδια ισχύουν και για την λογοτεχνία. Αλλιώς μετουσιώνονταν, αισθητικά, τα πράγματα πενήντα χρόνια πριν, αλλιώς μετουσιώνονται στις μέρες μας και ασφαλώς, αλλιώς θα μετουσιώνονται κάποιες δεκαετίες μεταγενέστερα, στο μέλλον.

Θα επιχειρήσω κάποιες γενικές επισημάνσεις που αφορούν το σύνολο των αφηγημάτων που περιλήφθηκαν στον τόμο και έχουν συγγραφεί από είκοσι Ελληνοκύπριους κα δέκα Ελλαδίτες δημιουργούς. Στα πλείστα κείμενα ασφαλώς εμφιλοχωρεί συγκινησιακός φόρτος, αλλά την ίδια ώρα είναι αισθητή και η νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης, μαζί με τον ορθολογισμό και τη ρεαλιστική προσέγγιση που επιφέρει ο χρόνος.

Οι οπτικές γωνίες θέασης των δρωμένων διακρίνονται από μια ευρεία ποικιλομορφία και μια βαθιά πλουραλιστική γκάμα. Κανένας ανθολογούμενος συγγραφέας δεν επαναλαμβάνει κανένα ομότεχνό του επίσης συμμετέχοντα στον τόμο. Κι αυτό είναι ένα γεγονός αξιοσημείωτο. Βέβαια υπάρχουν και κοινοί τόποι και ταυτίσεις και αφηγηματικές γραμμές που εφάπτονται ή αναπτύσσονται εκ παραλλήλου. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι διάσπαρτα παντού, αλλά συνεπικουρούνται και από αφηγήσεις τρίτων. Ασφαλώς η δημιουργική φαντασία των ανθολογούμενων ουδόλως διαδραματίζει αμελητέο ρόλο. 

Στον μικρό χώρο που διαθέτει η στήλη, μου είναι αδύνατο ν΄ αναφερθώ χωριστά και στους πενήντα ανθολογούμενους που περιλαμβάνονται στον τόμο. Επιλέγω λοιπόν ν΄ αναφερθώ στα κείμενα που με εντυπωσίασαν και με συγκίνησαν περισσότερο, τρία από ε/κ και τρία από Ελλαδίτες συγγραφείς.

Αρχίζω με τους Ε/κ συγγραφείς. Στο διήγημα «Η επέτειος» (σελ. 21) της Μαρίας Αβρααμίδου ο διάλογος δύο μανάδων, δεκαετίες μετά, της μάνας του προδότη και της μάνας του προδομένου, είναι συγκλονιστικός. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα κείμενα στο ανθολόγιο που πραγματεύεται την προδοσία του ΄74 και την πραγματεύεται κατά τρόπο σπαραχτικά ωμό, ρεαλιστικό και αφάνταστα σκληρό, όπως είναι εξάλλου η ίδια η ζωή.

Η Έλενα Ιωαννίδου στο «Η λεμονάδα» (σελ. 95) έχει γράψει ένα ουμανιστικής πνοής διήγημα ενσυναίσθησης για τα δεινά ε/κ και τ/κ που στην ουσία είναι κοινά και όμοια. Εδώ θεματοποιείται η ειρηνική συμβίωση που τόσο πικρά και τόσο συχνά δοκιμάστηκε από τους εκατέρωθεν εθνικισμούς, που προδόθηκε αλλά επιβίωσε σε πείσμα πολλών.

Τέλος, ο Χρίστος Χατζήπαπας, σ΄ ένα διήγημα – μνημόσυνο για τον αδελφό του. «Το ρολόι» (σελ. 295) αναφέρεται επί της ουσίας σ΄ ένα αφανή ήρωα που τόσο δεινοπάθησε ως τραυματίας πολέμου του ΄74. Ο συγγραφέας πλάθει με πόνο, περηφάνια, συντριβή αλλά και οργή τον όλο μύθο καθηλώνει τον αναγνώστη του.

Από τους Ελλαδίτες συγγραφείς ξεχώρισα βεβαίως τον Βασίλη Γκουρογιάννη που έχει περγαμηνές στην κυπροκεντρική θεματογραφία. Το σπαραχτικό αφήγημά του (σελ. 76) αναφέρεται σε Ελλαδίτη καταδρομέα που επισκέπτεται τον Τύμβο Μακεδονίτισσας μετά από χρόνια και αναζητά τους χαμένους συντρόφους του κάτω από την ταφόπλακα. Ένας άντρας μόνος, μέσα στη νύχτα, αναμετράται με τον εαυτό, τη συνείδησή του και την ιστορία.

Στο διήγημα της Λιάνας Σακελλίου «Φλαμίνγκο χρώματος μελανού» (σελ. 175) η τραγωδία του ΄74 προβάλλει στο γκρίζο φόντο του κεντρικού μύθου, που αφορά μια κοινωνική τραγωδία. Η συγγραφέας γίνεται κοινωνός αυτής της ιστορίας ως συμφοιτήτρια με την κόρη θύματος δολοφονίας στην Κύπρο, ο οποίος υπήρξε ανώτατος δημόσιος λειτουργός. Το κείμενο αυτό θαρρώ πως έχει πλούσιες λογοτεχνικές αρετές. 

Ο Κώστας Στοφόρος, στο δικό του διήγημα (σελ. 189) σμίγει παιδικές, νεανικές αλλά και μεταγενέστερες αναμνήσεις από την κυπριακή τραγωδία σ΄ ένα διακειμενικό διάλογο με τους «κυπριακούς» στίχους του Σεφέρη. Ως κατακλείδα έχει μια συνάντηση με τον σημαντικό τ/κ ποιητή Γκιουρκένς Κορκματζέλ. Πρόκειται για ένα έξοχο αφήγημα για τη μνήμη και τις πληγές που αφήνει.

Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση θέλω με ικανοποίηση να σημειώσω ότι τρεις από τις ε/κ συμμετοχές είναι εξολοκλήρου δοσμένες στην κυπριακή διάλεκτο, ενώ άλλες δύο έχουν εκτενή αποσπάσματα και διαλογικά μέρη στο ιδίωμα. Αυτό δείχνει τις ανεξάντλητες δυνατότητες και την αισθητική δυναμική της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία, ειδικά στην πεζογραφία.

Σε σχέση με τις ελλαδικές συμμετοχές έχω να κάμω την εξής επισήμανση. Το κεφάλαιο της προδοσίας, της προδοσίας του κυπριακού λαού στο σύνολό του, θα μπορούσε να φωτιστεί περισσότερο. Αυτό θα καθιστούσε το βιβλίο πιο ακριβοδίκαιο και ιστορικά.

Συνολικά αποτιμώντας το συλλογικό αυτό έργο των τριάντα συγγραφέων και των 262 σελίδων δεν έχουμε παρά να χαιρετήσουμε την έκδοση και κυκλοφορία του. Είναι ένα έργο σημαντικό από κάθε άποψη, λογοτεχνική, ιστορικό-πολιτική μα και εθνικό-πατριωτική. Ευχής έργο θα ήταν να είχαμε ανάλογο συλλογικό εγχείρημα και στο πεδίο της ποίησης. Δεν έχουμε αυτό το εγχείρημα και το γεγονός αυτής της απουσίας, καθιστά τον παρουσιαζόμενο πεζογραφικό τόμο ακόμη πιο σημαντικό. 

g.frangos@cytanet.com.cy