«Μεγαλοπρέπεια» της Άμπι Μόργκαν σε σκηνοθεσία Γιάννη Καραούλη.
Στην παράλογη κωμωδία του «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» ο Τομ Στόπαρντ βάζει τον Παίκτη να εκστομίζει την εξής ευθύβολη ατάκα: «Είμαστε ηθοποιοί- είμαστε το αντίθετο των ανθρώπων!». Οι χαρακτήρες και τα επί σκηνής διαδραματισθέντα είναι πράγματι μια αντανάκλαση του εαυτού μας, ένα αντεστραμμένο –άρα ψευδές- είδωλο, επιφορτισμένο ωστόσο με το καθήκον να μετατρέψει μια αισθητική εμπειρία σε εξεικόνιση βιωμένου γεγονότος. Είναι μια διαδικασία εξόρυξης ψηφίδων- στοιχείων- συναισθημάτων που συνθέτουν την πραγματικότητα.
Δύσβατα και μεταιχμιακά έργα, όπως η «Μεγαλοπρέπεια» της Άμπι Μόργκαν, θέτουν απέναντί μας έναν καθρέφτη παραμορφωτικό, που φιλοδοξεί να προβεί σε μια ανα-παράσταση και (άρα) σε μια ανα-διαπραγμάτευση της πραγματικής ζωής. Εν προκειμένω, θεματικό επίδικο είναι η τρωτότητα της εξουσίας και η ρευστότητα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης μέσα σε συνθήκες πολιτικών ανακατατάξεων. Η αφηγηματική τεχνική της συγγραφέως -θραυσματική, ελλειπτική, επαναληπτική- μοιάζει να επιδιώκει να αναπαράγει την εφευρετικότητα που επιδεικνύουν τα αυταρχικά καθεστώτα στη ρηγμάτωση και τη διαστρέβλωση της αντικειμενικής αλήθειας.
Η συγγραφέας δεν λειτουργεί ως αποστολέας κάποιου «μηνύματος» –με την… ταχυδρομική έννοια της λέξης- συνεπώς ούτε κι ο σκηνοθέτης με τους ηθοποιούς δεν λειτουργούν ως κομιστές. Έχουμε να κάνουμε με μια συντονισμένη απόπειρα εμβάπτισης του θεατή στην παραζάλη μιας διανοητικής σύγχυσης, με τον τρόπο που οι πολίτες του προαναφερθέντος καθεστώτος ζουν και λειτουργούν- ακόμη περισσότερο στις μέρες μας- όντας εκτεθειμένοι σ’ ένα θορυβώδες και ρευστό περιβάλλον ασταθούς και αναξιόπιστης πληροφόρησης, επισφαλών προθέσεων, αλλοιωμένης επικοινωνίας και παραμορφωμένης συνειδητότητας. Ένα παραπάνω, λοιπόν, στις μέρες μας, ο θεατής δεν είναι παραλήπτης κάποιου μηνύματος αλλά συνεργός σε μια οριακή συνθήκη ακύρωσης- επικύρωσης, ρήξης- σύνθεσης, περίπλεξης- επίλυσης.
Η Ουαλή συγγραφέας ξετυλίγει το κουβάρι συγκαλυμμένα και στην πορεία ολοκληρώνει το παζλ της πλοκής με επαναλήψεις- παραλλαγές που κάθε φορά περιλαμβάνουν νέα στοιχεία, άλλη οπτική γωνία, διαφορετικές ψηφίδες νοήματος. Μέσω των παράλληλων μονολόγων, των εξαπατήσεων, της αναξιοπιστίας των χαρακτήρων, το πρίσμα μετακινείται πότε διευρύνοντας και πότε ανταριάζοντας την εικόνα. Ναι, η τεχνική αυτή προσθέτει και μια αύρα μυστηρίου, με όσα απουσιάζουν από το συγκείμενο και από τη σκηνή. Όχι, όμως, επειδή στόχος είναι να μεγαλώσει το σασπένς, αλλά επειδή η Μόργκαν επιδιώκει να δημιουργήσει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα ανατροπής και καταρρέουσας αυτοαντίληψης.
Οι τέσσερις χαρακτήρες είναι η σύζυγος του πεπτωκότος ηγεμόνα, η άσπονδη φίλη της, μια αλλοδαπή φωτορεπόρτερ –που παραδόξως μιλάει την ίδια γλώσσα, αλλά χρειάζεται διερμηνέα- και η απολύτως αφερέγγυα, κλεπτομανής και ψευδομανής, διερμηνέας. Η πλοκή που εκτυλίσσεται προκύπτει μεν από την αλληλεπίδρασή τους, αλλά ασθματικά, μη γραμμικά, καθώς ουσιαστικά βλέπουμε και ακούμε τις ενδότερες σκέψεις τους, ενώ όλοι –περιλαμβανομένων των θεατών- αναμένουμε την άφιξη του δικτάτορα.
Η πρόκληση για τις ερμηνεύτριες είναι να αποτυπώσουν χωρίς μελοδραματικές φωνασκίες αυτή την εναλλαγή ανάμεσα στις ενδότερες και τις εκπεφρασμένες σκέψεις, στα καταπιεσμένα και τα εκδηλωμένα συναισθήματα, αυτή την ισορροπία ανάμεσα στην αυθάδεια και τον τρόμο. Παράλληλα, πρέπει να ανταποκριθούν πρώτα οι ίδιες σ’ αυτό το mind game που στήνει η συγγραφέας πριν εμπλέξουν το κοινό. Αυτό απαιτεί έναν άμεσο, συντονισμένο -αν όχι και ενιαίο- κώδικα, αλλά και ακριβή σωματική και κινησιολογική γλώσσα. Ως προς αυτά, οι Νάγια Αναστασιάδου, Γιόλα Κλείτου, Ιωάννα Κορδάτου και Ιωάννα Παπαμιχαλοπούλου, με την αρωγή του σκηνοθέτη αλλά και της Έλενας Χριστοδουλίδου (επιμέλεια κίνησης) επένδυσαν μόχθο, αλλά είναι φανερό ότι στην πορεία ο χρόνος θα λειτουργεί υπέρ τους.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση για τον σκηνοθέτη να αντλήσει δραματική ύλη από έναν αφαιρετικό γρίφο. Απαιτεί καθαρότητα στόχων, εφευρετικότητα ως προς την αξιοποίηση του χώρου και κυρίως επιδεξιότητα στη διατήρηση των ισορροπιών μέσα σε ένα ναρκοπέδιο από ξαφνικές κλιμακώσεις, επαναλήψεις, παράλληλες πλοκές, μετα-λεκτικές επαφές και στροβιλίσματα φιλοσοφικών και πολιτικών στοχασμών. Προτείνει ένα αχνό «σκίασμα» της ατμόσφαιρας, που απαλύνει τα υποκριτικά περιγράμματα, αλλάζοντας αργά τόνους χωρίς αισθητές διαφοροποιήσεις.
Η Ελένη Ιωάννου δημιουργεί ένα περιμετρικό οικιακό τοπίο, κάθε άλλο παρά όσο μεγαλοπρέπες δηλώνει ο τίτλος, αλλά μάλλον ζοφερό και αποπνικτικό, παρά το γεγονός ότι είναι ορθάνοιχτο από παντού. Σ’ αυτή την αίσθηση συνέβαλαν τόσο οι υποβλητικοί, πνιγηροί φωτισμοί της Καρολίνας Σπύρου, όσο και το μουσικό τοπίο του Δημήτρη Ζαχαρίου που «στενεύει» το σκηνικό περιβάλλον και λειτουργεί ως αόρατος μεν, αλλά αδιαπέραστος «τοίχος» για τις ηθοποιούς.
Από το αποτέλεσμα απουσιάζει η… μεγαλοπρέπεια που υπόσχεται η προωθητική φωτογράφηση και η αφίσα, τονίζοντας προφανώς την αντιφατικότητα και την πικρή ειρωνεία που κρύβουν οι προθέσεις της συγγραφέως, όχι μόνο στον τίτλο αλλά και σε πολλές από τις άβολες, κρίσιμες λεπτομέρειες του κειμένου.
Ελεύθερα, 12.5.2024