Ήταν ωραίες εκείνες οι νύχτες. Που αναβόσβηναν τα φώτα του «Romeo» στην παραλιακή όταν μερικές λαϊκοfans με κοντά φουστάνια και μπούστο ψεύτικο από τις πλαστικές, ανεβοκατέβαζαν τις βότκες που κερνούσαν κάτι απίθανοι τύποι με κοιλιές -τριχωτοί, με μάτια γλαρά σαν μπεκρήδες, σταυρουδάκια χρυσά, αλυσίδα πιο βαριά κι απ’ τα 24 καράτια του κοσμήματος και φάρυγγα μισάνοιχτο-, τότε που ο Τσαλίκης (νέος ακόμη, μόλις είχε πρωτοβγάλει το «παλιόπαιδό» του) έκανε «σε σε σε» με το χέρι σαν λεπίδι κόβοντας την πίστα στα δύο και οι θαμώνες έδειχναν άκαμπτοι μα αμήχανοι, ισχυροί μα αδιάφοροι – τι να τα κάνεις τόσα λεφτά, μάναμου;
Αλλά, ναι, ήταν ωραίες εκείνες οι νύχτες. Άνθρωποι που σαν ηλιοτρόπια στρέφονταν στους μεγαλοπαράγοντες μπας και βουτήξουν -και αυτοί- το μεγάλο δάχτυλο στο μέλι αγοράζοντας αίφνης τη χαρά, χαμένοι σε σπίτια-παλάτια των βορείων προαστίων της Αθήνας που κατά βάθος ήταν έρμαια κακογουστιάς και μελλοντικά ερείπια φορτωμένα από δάνεια ανεξόφλητα, κρατώντας το πούρο Αβάνας στο δεξί χέρι ένιωθαν να ανταλλάσσουν μπουνιές στον αέρα με την καλή τους τύχη και να νικάνε χωρίς να συνυπολογίζουν το τελικό μπρα ντε φερ που προαλείφει την τελική πτώση.
Ο τρεμάμενος δείκτης στη λουλουδού και το παράγγελμα «ρίξε στην Κοκκίνου ό,τι κρατάς στον καρπό σου» (καιρός των «Μασάι») ήταν η παραγγελιά και ταυτόχρονα το βαθύ κάθισμα στον εφησυχασμό, στο κοσκίνισμα της αλήθειας τους.
Είναι, όμως, πιο ωραίες οι μέρες. Αχ, αυτές οι φωτεινές μέρες! Που ξεδιαλύνουν το ουίσκι με ένα γεμάτο ποτήρι νερό και πετάνε τα σινιέ πουκάμισα στη θάλασσα των διακοπών για να τα κάνουν πορτοκαλί μαγιό κάτι φτωχά παιδιά που ξέρουν μόνο να δίνουν ρουφηχτά φιλιά. Εκείνες οι φωτεινές μέρες… Που στέκεσαι σε μια αποβάθρα κάποιου ξεχασμένου αυθαίρετου μπουζουξίδιου και που φαντάζεσαι τα γεράκια να έχουν κάνει πηδήματα από τις σανίδες την ώρα που ανοίγονται τα μερακλωμένα χέρια τους στο «ο αετός πεθαίνει στον αέρα» – αυτό το λεβέντικο, το «ό,τι φάμε ό,τι πιούμε» που απευθύνεται -όπως όλα τα λαϊκά τραγούδια- σε ταλαιπωρημένους απ’ τη ζωή ανθρώπους. Ό,τι γίνει ας γίνει τώρα. Κι ας γίνει γρήγορα.
«Δεν είναι, όμως, τα πάντα λεφτά!», μου είπε ένα άγουρο παιδί την περασμένη Παρασκευή, που τα 20 του χρόνια και το θράσος της νιότης του δέρματός του δεν του επιτρέπουν ακόμη να κατανοήσει την θεοποίηση του υλικού όταν το ηθικό εκπίπτει, αναγκάζοντάς το να πετάει εξυπνάδες και εξιδανικευμένες για τον πλανήτη μας μπούρδες κατά ριπάς – ό,τι αποστήθισε από το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν». Χωρίς να καταλαβαίνει πως οι άνθρωποι από κάπου πρέπει να πιαστούμε όταν κανένα «τέρας» δεν μεγαλουργεί κι όταν όλα τα άγια έχουνε πια λουφάξει, αφού η σιωπή τους είναι χειρότερη κι απ’ την πιο άγαρμπη κραυγή. Κυρίως γιατί έμαθαν να μιλούν, αλλά όχι να εξηγούν απλά. Με τρόπο σύντομο, μα ακαριαίο.
Είπα, λοιπόν, πως όλα είναι λεφτά. Δυστυχώς. Και πως τα πάντα αγοράζονται και γίνονται παζάρι – ίσως να ‘χα πολύ επηρεαστεί από το Σμυρναίικο πάρε-δώσε ανεβοκατεβάσματος των τιμών των προϊόντων που γκρεμοτσακίζονται μόλις ο πελάτης γυρίσει την πλάτη του κάνοντας πως φεύγει. «Είναι σα να πολυκουνάς το καρβέλι στο πεινασμένο ροτβάιλερ», είπα – ε, κάποια στιγμή θα σου φάει και το δάχτυλο.
Προχθές, που έβαλα κι άκουσα Τζένη Βάνου, συγκινήθηκα ενθυμούμενος την βασική αλφαβήτα. Έκανα ένα διάλειμμα από το μπούγιο του ζόρικου καιρού μας κι έψαξα από το YouTube τα τραγούδια μιας ψυχής που πόνεσε και έκλαψε και βιαιοπράγησε στο ταλέντο της, όσο ελάχιστες ερμηνεύτριες – η σημαντικότερη γυναικεία φωνή της Ελλάδας, που ποτέ δεν συνειδητοποίησε το μεγάλο της μέγεθος καταστρέφοντας, χωρίς να την πολυνοιάζει, αυτό το θείο δώρο, εμμένοντας σε μια ηθική κάλλους που μόνο εκείνη απ’ την δισκογραφία παρήγαγε: «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Αγόρι μου», «Χίλιες βραδιές», «Έρωτά μου ανεπανάληπτε», «Έλα», «Σταγόνα-σταγόνα», «Η σκλάβα», «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου», «Αγάπησα-αμάρτησα», «Ένα ψέμα κι εσύ», «Στιγμές», «Τις ώρες που σε θέλω», «Κι έκλαιγε μαζί μου ο Θεός», «Να μ’ αγαπάς» κ.α.
Η Τζένη Βάνου ήταν η ζωή της – η μοναδική φωνή της είχε το κλάμα του μικρού εκείνου κοριτσιού που υπήρξε ζώντας μακριά από την μάνα του κατόπιν δικαστικής απόφασης, αλλά και της γυναίκας εκείνης που είχε υποστεί ανελέητη βία από τον άντρα της και υπέμενε το ξύλο για να μην διασαλεύσει την ενωμένη «οικογένεια» -έτσι όπως εκείνη την εννοούσε- που επιδίωκε για τα παιδιά της, μεγαλώνοντάς τα ουσιαστικά μόνη. Φωνή με αίμα σε κάθε τελικό της σίγμα, σε κάθε τονισμένο της φωνήεν.
«Τις αμαρτίες μου
εγώ στις είπα απ’ την αρχή.
Το παρελθόν μου σου το φανέρωσα
απ’ την αρχή.
Προτού στο πλάι σου να προχωρήσω
την θέση μου έτρεξα να καθαρίσω
και την συγγνώμη σου να σου ζητήσω.
Απ’ την αρχή.
Έστω κι αν έζησα σε τρικυμία
είχα δικαίωμα στην ευτυχία,
γιατί σ’ αγάπησα
και σ’ εμπιστεύτηκα.
Απ’ την αρχή».
Ας είμαστε υπομονετικοί. Και μεγαλόθυμοι στη σύγχυση των καιρών. Στον Βούδα και στον Κούδα των ημερών μας. Στο άσπρο και στο μαύρο, που δεν γνώρισε το γκρίζο, ας είμαστε υπομονετικοί. Αφού λύκοι και νάνοι ένα στόχο πάντα είχαν: Την εύνοια της κοκκινοσκουφίτσας.
xatzigeorgiou@yahoo.com
Ελεύθερα, 11.2.2024