Την προηγούμενη Κυριακή ξύπνησα νωρίς, έφτιαξα καφέ με γεύση Ναπολιτάνικης καραμέλας που αγγίζει την άκρη της γλώσσας δωρίζοντας ψευδαισθήσεις σαν ενός υπόγειου διαμερίσματος στην αυλή ενός παλιόσπιτου σε ιταλική πόλη -ειδική παραγγελία από τη Σκουφά, μικρή «πολυτέλεια»- είδα απ’ το μπαλκόνι το περίπτερο ακόμη κλειστό για πρωινές εφημερίδες και σκέφτηκα πως θα ‘ταν μια ωραία στιγμή για τον ήλιο αν χαϊδευόμασταν μαζί στην Ακρόπολη.
Ντύθηκα και βγήκα. Είχα πολύ καιρό να ανέβω στον ιερό βράχο – χρόνια. Η Διονυσίου Αρεοπαγείτου άδεια, μπροστά από το σπίτι του Άκη Τσοχατζόπουλου ένα άλλο όνομα ήταν σα να υποδείκνυε «μη βρίζετε εδώ, μένει πλέον άλλος», τα σκυλιά κυκλοφορούσαν ελεύθερα, τα χορτάρια δεν ξεχώριζαν Ηρώδειο, δρόμο, πλακόστρωτο ή πεζοδρόμιο για να φυτρώσουν – μία τρυπούλα τούς ήταν αρκετή για το χώρο που διεκδικούσαν.
Έξω από το ταμείο της Ακρόπολης στάθηκα μόνος, δυο κινέζοι με πλησίασαν ρωτώντας με αν «είναι εδώ» – θα κάναμε ποδαρικό, τη στιγμή που κατέβαιναν οι τσολιάδες φορώντας τον φοδραρισμένο κεντημένο, τσόχινό τους καλό εξοπλισμό έπειτα από την έπαρση της σημαίας. Η μέρα θα κυλούσε ωραία!
Στάθηκα για λίγο στην άκρη του λόφου και κοίταξα μέχρι τον Πειραιά – ο καιρός ήταν φωτεινός και ο ουρανός καθαρός. Πλησίασα στα προπύλαια, κοντά στους δωρικού ρυθμού κίονες, κι έπειτα πέρασα αριστερά, προς το ναό της Αθηνάς. Γύρω- γύρω, παντού, ο Παρθενώνας. Τι ποίημα!
Συμβαίνει κάτι μαγικό εκεί με το φως, που υποθέτω πως θα παρατήρησαν κι άλλοι, κατά καιρούς, πολύ πρωινοί επισκέπτες του λόφου: Ξεκινάει μέσα από το ναό και, περνώντας η ώρα, ο ήλιος αρχίζει να αγκαλιάζει τους οκτώ κίονες στις στενές και τους δεκαεπτά στις μακριές πλευρές – ανάποδα. Έπειτα τις μετόπες, τα τρίγλυφα, τα γείσα και τα αετώματα. Σα να ζεσταίνει πρώτα την καρδιά, τους ιστούς, τα κύτταρα και, τελικά, το δέρμα ενός πανέμορφου ανθρώπινου σώματος – του τελειότερου. Χάζεψα.
Μια γάτα πόζαρε στο κινητό μου, κούρνιασε στο πόδι μου, έριξα λίγο απ’ το νερό που απέμεινε στο μπουκαλάκι μου μέσα στη λακκούβα που έκανε μια πέτρα. Το ήπιε όλο. Κάτω από το λόφο η Αθήνα έμοιαζε με ένα κτήνος που χασμουριέται, φαινομενικά τόσο αθώα αλλά απροστάτευτη πια από τη θεά πολιούχο και βασίλισσα του ναού. Στο βάθος οι ογκώδεις πολυκατοικίες, οι κακής αισθητικής συνοικίες δημιουργημένες από πεινασμένα στόματα, πιο κοντά η Πλάκα, τα Αναφιώτικα, το Μοναστηράκι. «Σαν να ‘χει κάνει το τσιμέντο εμετό», που έγραψε κι η Λίνα παλιά.

Λένε πολλά για την αύρα της Ακρόπολης. Μου τα ‘χε πει και η Θεοδοσία Τσάτσου πριν από καιρό: Πως της αρέσει να πηγαίνει συχνά βόλτα γύρω από τον «ιερό βράχο» γιατί κάτι αλλάζει στον αέρα της, τον καθαρίζει, και λίγο είχα κομπιάσει – δύσπιστος πάντα σε ό,τι αφορά τη μόδα της «θετικής ενέργειας». Είχε, όμως, δίκιο. Κάτι γίνεται εκεί πάνω. Κάτι ανείπωτο.
Στις παρυφές, στη γωνία μιας κάθετης οδού επί της Αρεοπαγείτου -Ερεχθείου, νομίζω, λεγόταν- μέσα στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, σταμάτησα για ν’ ανάψω ένα κερί για τους πεθαμένους μου. Ο παπάς διάβασε το ευαγγέλιο, στάθηκε μπροστά απ’ το μικρόφωνο, μίλησε για καλοσύνη, φιλανθρωπία και ευσπλαχνία, αλλά αναφέρθηκε και στην ομοφυλοφιλία, στο «υγιές», στο «προπατορικό» και σε κάτι λαοσυνάξεις.
Σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα και βγήκα απ’ το διαφαινόμενο γραφικά αναχρονιστικό. Οι κυρίες του σωματείου για την ενίσχυση του Μερόπειου γηροκομείου μού πρόσφεραν στη διπλανή αίθουσα πάστα φλώρα, ελιόπιτες, μικρά κρουασάν και γαλλικό καφέ. Με ζέσταναν.
Το ταξί που πήρα απ’ το Κουκάκι δεν κατάφερε να περάσει απ’ το Σύνταγμα γιατί κάποιοι θα έτρεχαν (τι αντοχές και κουράγιο όλος αυτός ο κόσμος που κάθε τόσο τρέχει, αλήθεια!) και θα έκλειναν άλλη μία Κυριακή το κέντρο της πόλης. «Μα, πόσοι μαραθώνιοι πια;», αναρωτήθηκε ο οδηγός που είχε διάθεση για πρωινή κουβέντα, να εξωτερικεύσει κυρίως τον πόνο του για τις δυσκολίες του μήνα – τα γνωστά προβλήματα, που δεν αποτυπώνονται σε κανένα μιντιακό φορέα, αφού το σύμπαν κάνει focus στην επέλαση της ανάπτυξης.
«Υπάρχει ένα σφίξιμο με τους φόρους», μου είπε. «Αλλά σήκωσε για λίγο το κεφάλι σου και κοίτα το θαύμα επάνω στο λόφο!», του είπα. «Κοίτα!». Κοίταξε κι εκείνος και θαύμασε την καθόλου αυτονόητη ομορφιά πάνω απ’ το κεφάλι του.
Αυτή την αισιοδοξία -αυτό το άρπαγμα της ζωής!- την είχε πάντοτε και μια ποιήτρια που αγαπώ πολύ, που τη σκέφτομαι συχνά και την αισθάνομαι να με αγγίζει απ’ τον ώμο χτυπώντας μου την πλάτη όταν τα κουράγια στερεύουν – η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Που στις 21 Ιανουαρίου συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια απ’ το θάνατό της – το τέλος της από μια ζωή ευτυχισμένη και χορτασμένη, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε από μωρό.
«Ένα ωραίο ποίημα δεν μπορεί να βγει παρά από έναν ωραίο έρωτα!», μου είχε πει μέσα στη σοφία των εμπειριών της. «Κι όταν λέμε “ωραίο έρωτα” δεν εννοούμε ωραία λουλούδια, “σ’ αγαπώ” και ρομαντικά δείπνα… Αλλά για έναν έρωτα που σου δείχνει μία άλλη διάσταση ζωής, μία άλλη διάσταση στο πού βλέπεις τον εαυτό σου. Ένας ωραίος έρωτας είναι πλούτος!».
–Σας στενοχωρούσε όταν πέθαινε ο έρωτας; Ο έρωτας δεν πέθαινε. Εγώ έφευγα. Ή εκείνος έφευγε. Ήταν στο δρομολόγιό του.
–Πάντα οι έρωτες τελειώνουν; Μερικοί γίνονται και ζωή. Αλλά μέσα απ’ τη ζωή αλλάζει και πολλά πρόσωπα ο έρωτας.
–Το πιο τραγικό πρόσωπο του έρωτα ποιο είναι; Ξαφνικά να μεταμορφωθεί σε αδιαφορία. Εκεί που έτρεμες για τον άλλον, ξαφνικά σκοτίστηκες. Αν το κάνει ο άλλος υποφέρεις, κλαις, αλλά αν το αισθανθείς εσύ είναι τραγικό.
Οι μέρες μας είναι ζόρικες. Κι ας δείχνουν μετανοημένες κι εύφορες – αυτά είναι τα ψέματα των επαγγελματιών χαράς. Ας ξεκινάνε τουλάχιστον αγαπώντας κάποιον, κάτι – οτιδήποτε. Οτιδήποτε φέρει ζωή.
Ελεύθερα, 28.1.2024