Φωνάζω τις σκέψεις μου, ένας ωκεανός μες στον ωκεανό των άλλων. Στο αφήγημα αυτό είμαι κι εγώ μιά σκέψη μες στις σκέψεις, μιά γραμμή μες στις γραμμές. Και κρύβομαι. Κρύβομαι σε μιάν ηρωική στιγμή έκρηξης, σ´έναν μαγνήτη, σ´ένα ονειροκάλεσμα στα σημεία στίξης.

Και σιωπώ φωνάζοντας. Ή φωνάζω σιωπώντας. Είμαι ένα παγκοσμιοποιημένο κύτταρο. Και ψάχνω. Ψάχνω την αρετή μες στην παράνοια. Κι είναι η παράνοια τόσο λογική! Δεν έχασα τίποτα που δεν το βρήκα. Βρήκα αυτό που έχασα και δεν το γνώριζα. Έναν μαγνήτη, μιάν πυξίδα, μιάν φυλακή και τον νυγμό ενός παγκόσμιου διαβήτη. Αυτό το σημείο, αυτό ακριβώς έψαχνα. Το στίγμα. Μιάν τελεία στο χαρτί. Μιάν τέλεια τελεία στο αφήγημα της ύπαρξής μου. Νοιάστηκα πολύ, υπέφερα να αγγίξω την νόηση, την έννοια, την έγνοια μες στο υπονοούμενο.

Μην λανθάνετε! Όλοι υπονοούμενα είμαστε. Τρέμουμε την αλήθεια. Κι όσο κι αν σκοτώνουμε την κρυφή μας κραυγή, αυτή μας τρώει τα σωθικά. Μάγεψα την στιγμή. Πόσο κράτησε η μαγεία; Έξι μήνες; Τι τάχα να είναι έξι μήνες; Ορνιθοσκαλίσματα στου σύμπαντος τη γεωμετρία. Ναι, μα εγώ γεωμέτρης δεν υπήρξα ποτέ μου! Θαρρώ πως μοναχά θ´ αποκομίσω την αέναη ομολογία πως θα λείψω απ´την αλυσίδα των σκλάβων. Κι έπειτα, μακριά σε ένα κίβδηλο μέλλον θα βρω τον δίδυμό μου κραδασμό και πάλι θα χαθώ σαν να μην έζησα ποτέ. Σαν από πάντα νεκρή.

Αν σωθώ, τις θα πταίει;

Εις συγγραφεύς.

Θα σωθώ μέσα στα λόγια του, μες στις γραμμές του. Κι ας μην έκλεψα κι ας μην κατέκτησα την δύναμη του μαγνήτη.

Εις συγγραφεύς.

Ο Χρίστος Τσιαήλης.

Δεν αντιμετωπίζεται αυτός ο δημιουργός με επιστημονικούς όρους, με αναλύσεις κειμένου, ύφους, γραφής κι αποδέλοιπων συμπαρομαρτούντων. Είναι η εξαίρεση του κανόνα. Πολλοί γράφουν πολλά. Με λίγη σκέψη και ουσία. Ο δημιουργός αυτός υποφέρει. Αναλύει, βιώνει, μαρτυρά και βασανίζεται για τον άνθρωπο. Δεν ψυχορραγεί γράφοντας για το ερωτικό του είναι. Γιγνώσκει το όλον κι αδημονεί. Δεν τρώει τον χρόνο, τον εξανεμίζει στα ολικά μεγέθη του σύμπαντος καιρού. Η κραυγή του κι η αγωνία του πώς θα σωθεί η ζωή. Πώς θα ελευθερωθεί η ζωή.

Το «Ψωμί» είναι στιγμιότυπα, δεν είναι απλά διηγήματα, είναι μέρη του όλου. Η πείνα είναι τ´ όπλο, η τροφή το δόλωμα. Κι όταν πεινά το σώμα, η ψυχή κι ο νους, η ένδεια μεγαλώνει, καθώς το σύστημα σαν αφέντης ζητά την υποταγή. Μόνον με την υποταγή θα πάρεις το αντίδωρο, το ψωμί. Κι αυτό θα είναι ό,τι αυτοί αποφασίσουν. Μουχλιασμένο, πλαστικό, έως και ανύπαρκτο. Κι οι ήρωες δεν ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας, είναι οι συγγενείς μας άνθρωποι, είναι εμείς. Είναι όλοι μας. Και τα στιγμιότυπα είναι δικές μας στιγμές. Κι ο χρόνος μας δικός τους χρόνος. Κι αυτό το εξάμηνο το καταραμένο μιά αυθυποβολή, μιά ατίμωση, μιά ατιμία εξαιτίας της αδυναμίας μας να μετράμε τον γήινό μας χρόνο.

Χρίστο μου, σου απευθύνομαι όπως θα έπραττα, αν σου έγραφα ένα γράμμα. Δεν είμαι ειδήμων κι ούτε διεκδικώ στο ελάχιστο έναν τέτοιο τίτλο. Δεν δύναμαι και δεν επιθυμώ να σου απευθυνθώ με τίποτ´ άλλο από την ψυχή μου και τον απαίδευτό μου νου. Το πόνημά σου αυτό αξίζει να διδάσκεται, να γίνει δρόμος για προβληματισμό κι αφύπνιση, για αναγνώριση της αλήθειας. Το σύστημα σε πολεμά και θα σε πολεμά, έως την μέρα της ελευθερίας. Εκείνοι όμως που θα σε αναγνώσουν, δεν θα ψαύουν πλέον στο σκότος, δεν θα ψάχνουν στο φως, θα έχουν πιάσει το νήμα και θα το ξετυλίγουν.

Γιατί αίφνης θα πιάσουν το μολύβι, θα εισέλθουν στο υπουργείο, θα βγουν απ´ το βόλεμα των γλυκών τους φρούτων, θα νιώσουν την σιδηρογροθιά να τους τσαλακώνει το πρόσωπο, θα δουν τι μπορούν να κρατήσουν και τι όχι, το μαύρο βραχιόλι θα δουν να εκρήγνυται εμπρός τους κι αν ζήσουν, θα δουν πως ο πίθος δεν τους σώζει.

Τότε θ´αρπάξουν τον μαγνήτη, θ´ ακολουθήσουν τα χνάρια τ´ αλευριού και θα φτάσουν στο δόλωμα, στο ψωμί. Κι έπειτα απ´ την φυλακή τους θα φτάσουν στον πάσσαλο, στον μελλοντικό τους αντικατοπτρισμό και θα επαναδιαπραγματευτούν της ζωής το σήμερα, το χθες, το αύριο.

Το σύμπαν σου δεν είναι φανταστικό, είναι το δικό μας σύμπαν σε μιά απόλυτα ρεαλιστική απεικόνιση. Το σύμπαν δεν συνωμοτεί, η εξουσία συνωμοτεί. Η σοφία του σύμπαντος είναι το ίδιο το «Ψωμί». Κι εσύ είσαι ένας υπέροχος δημιουργός, μονομάχος σε μιάν αρένα, όπου το φιλοθεάμον κοινό προσπαθεί να σε κατασπαράξει. Έτσι έμαθε, έτσι πράττει. Οι αρένες στήθηκαν για για να γκρεμιστούν. Κι εσύ γκρεμίζεις, χωρίς άρτον και θεάματα. Η αλήθεια είναι το πιο επαναστατικό εργαλείο κατεδάφισης.

Είναι ο δρόμος σου δύσκολος.

Εσύ δεν θα κιοτέψεις, όσο ψωμί και να σου τάξουν, εσύ θα είσαι πάντα αυτός που θα πει: «Πάμε. Θα δεις!»

* Το κείμενο είναι από επιστολή της Αγγελικής-Μαρίνας Ραυτοπούλου προς τον συγγραφέα Χρίστο Ρ. Τσιαήλη.