Σαν άλλος δρυίδης, ο Γιώργος Λάνθιμος τοποθετεί στο τσουκάλι του ένα σωρό ετερόκλητα στοιχεία για να φτάσει σ’ ένα αποτέλεσμα ομολογουμένως πικάντικο, κατάλληλο όμως μόνο για μερακλήδες.

Αυτή η χρόνια και τυφλή ενδιάθετη οργή που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία και εκδηλώνεται γλαφυρά στα social, δεν θα μπορούσε να μη βρει νέο αντικείμενο αντιπαράθεσης στη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου. Κάποια στιγμή, ανάλογα με την αποψάρα στην οποία θα τύχαινε να σκαλώσει το μάτι στο χρονολόγιό μας, θα μπορούσαμε να πιστέψουμε είτε ότι ο διεθνής Έλληνας σκηνοθέτης επανεφηύρε την τέχνη του σινεμά κάνοντας δώρο στην ανθρωπότητα έναν νέο «Παρθενώνα», είτε ότι είναι εξωφρενικά υπερτιμημένος, ένας άγαρμπος και κακόγουστος αρπακολλατζής. Πάνω που η Λανθιμιάδα πήρε να κοπάζει, ήρθαν και οι Χρυσές Σφαίρες με αποτέλεσμα οι αντιδράσεις των υμνητών να κάνουν την παρωδιακή σελίδα «Λάνθιμος Χούλιγκανς» να φαντάζει… μειλίχια.

Δεν είναι και ό,τι πιο υγιές και συνετό ένα έργο τέχνης κι ο δημιουργός του να αντιμετωπίζονται με όρους ποδοσφαίρου και στο πρόσωπο του Λάνθιμου ν’ αποσταλάζουμε δικαίωση, να βρίσκουμε ένα εθνικό αποκόμπι για να δοξαστούμε όλοι μαζί, λες και είναι όλοι μαζί που φτιάξαμε την ταινία. Ε, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι είναι κάπως δύσκολο να προσπεράσει κανείς το γεγονός ότι το «Poor Things», πέρα από τις διόλου ευκαταφρόνητες διακρίσεις, προκάλεσε αρκετές συζητήσεις και ανά τον κόσμο, όσο και αντίρροπες κριτικές στα διεθνή μέσα.

Καταθέτοντας, λοιπόν, κι εγώ την αποψάρα μου, δηλώνω ότι δεν συμμερίζομαι ούτε τους διθυράμβους, ούτε τις κατακεραυνώσεις. Αφού την παρακολούθησα, προτιμώ να καταθέσω μια πιο ψύχραιμη γνώμη, σχετικά με την προσωπική –και άρα υποκειμενική- πρόσληψη της ταινίας. Καταρχάς, έχω να πω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που έργο του Λάνθιμου ναι μεν εγκεφαλικά με εξίταρε, αλλά συναισθηματικά δεν κατάφερε να βρει το έρεισμα για την πολυπόθητη σύνδεση. Μπορεί να είναι και δικό μου το πρόβλημα. Πάντως, στη συγκεκριμένη ένιωσα ότι υπήρχε κάτι που απονεύρωνε την αισθητική εμπειρία. Ήταν περίπου σαν να παρακολουθώ μια παράσταση όπερας. Δηλαδή όχι ως θεατής, αλλά μάλλον ως παρατηρητής που δεν ταυτίζεται τόσο με την εξιστόρηση, αλλά απολαμβάνει τα περίτεχνα επιμέρους στοιχεία μ’ έναν αποδομητικό, ανατομικό τρόπο.

Δεν είναι πάντα συναρπαστικό να διακρίνεις τα συστατικά από τα οποία είναι φτιαγμένο το έδεσμα, όπως ούτε και τις ραφές με τις οποίες ο δημιουργός- θεός ενώνει τα κομμάτια του σύνθετου έργου του. Η πιο κραυγαλέα από αυτές τις «ραφές» είναι η ασυγκράτητη πρόθεση του Λάνθιμου να κουμπώσει την όλη πρόταση μ’ ένα μεταφεμινιστικό σχόλιο. Υποθέτω ότι είναι πράγματι ένας τολμηρός και ανατρεπτικός τρόπος αυτός με τον οποίο ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος επιφορτίζουν την ηρωίδα τους με την αποστολή να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα τους άνδρες και την πατροκεντρική τάξη, επιφέροντας δηλαδή τη χειραφέτηση μέσω της απενοχοποιημένης σεξουαλικής αποχαλίνωσης.

Μόνο που ένιωσα ότι η ανατροπή ήταν περισσότερο περιστροφή. Το νόμισμα ήρθε ξανά στην αρχική του θέση, που είναι πάντα η αρσενική σκοπιά των πραγμάτων. Μόνο υπό αυτή, λ.χ. μπορεί να εκληφθεί ως επαναστατική πράξη αυτοκαθορισμού και αυτονόμησης της γυναίκας η ιδιόβουλη εκπόρνευσή της για σκοπούς… απόλαυσης. Προσωπικά, ο νους μου αδυνατεί να κάνει αυτή την υπέρβαση. Δεν βλέπω τίποτε το φεμινιστικό ως προς αυτό. Κι ας νιώθω πολύ άνδρας ώρες- ώρες…

Από εκεί και πέρα, σαν άλλος δρυίδης, ο Γιώργος Λάνθιμος τοποθετεί στο τσουκάλι του ένα σωρό ετερόκλητα στοιχεία για να φτάσει σ’ ένα αποτέλεσμα ομολογουμένως πικάντικο, κατάλληλο όμως μόνο για μερακλήδες. Αν μη τι άλλο, ο «σεφ», εκτός από γκουρμεδιάρης, είναι και καλά διαβασμένος σε σχέση με την ιστορία του σινεμά. Είναι μια κινηματογραφική και εικαστική πανδαισία εμπνευσμένη από το γοτθικό, το μπαρόκ, το ροκοκό, το αρ νουβώ. Διακρίνεις στοιχεία αρχαίας μυθολογίας, ρετροφουτουρισμού, ατμοπάνκ, τεχνικολόρ, με ολίγον από γερμανικό εξπρεσιονισμό, νουάρ, σουρεαλισμό, εναλλακτική ιστορία και πινελιές exploitation.

Είναι επίσης μια γκροτέσκα παρωδία τρόμου βικτωριανής αισθητικής με απόκοσμους χαρακτήρες, βγαλμένη από τη φαντασία του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς, του Χ. Φ. Λάβκραφτ, του Ιούλιου Βερν. Δεν είναι κρυφές και οι επιρροές από το σινεμά του Λουίς Μπουνιουέλ, του Ζαν Κοκτώ, του Ντέιβιντ Λιντς, του Βέρνερ Χέρτσογκ, του Ζορζ Φρανζί, του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ακόμη και από την παλέτα του Γουές Άντερσον.

Αναπόφευκτα, ο υπερβάλλων στιλιζαρισμός και ο παράφορος φορμαλισμός οδηγεί κάποιες στιγμές σ’ ένα μορφοπλαστικό «μπούκωμα», συγχωρητέο όμως, εφόσον το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό και ευτράπελο. Χωρίς να παραλείπει να κάνει το βιοηθικό σχόλιο σχετικά με τα όρια της επιστήμης, καθώς επίσης για το υπαρξιακό αδιέξοδο και την κοινωνική παρακμή του καιρού μας, ολοκληρώνει μια αλλόκοσμη παροξυστική παραβολή, σκόπιμα φιλοτεχνημένη με μια παραμορφωμένη προοπτική που παραπέμπει σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο και μετέωρο.

Ο ερωτισμός αγγίζει τη σκοτεινή πλευρά του πόθου κι ένα υστερικό φορτίο αλλοφροσύνης, που εκδηλώνεται μέσα από μια επιθετική ερμηνευτική εκφραστικότητα, που ωστόσο δεν αποτρέπει και μια υπεραπλούστευση. Αυτό όμως ήταν μάλλον αναπόφευκτο από τη στιγμή που ο άξονας της αφήγησης ξεκινά και τελειώνει κατ’ επιλογήν στη νεκροζώντανη Μπέλα Μπάξτερ, η αγαθοσύνη και η εγωκεντρικότητα της οποίας αποτυπώνεται ως πηγαία, εξιδανικευμένη χαριτωμενιά.

Ελεύθερα, 14.1.2024