Δεν περνάει πολλή ώρα για να αντιληφθείς πως το «Poor Things», το νέο κινηματογραφικό πόνημα του Γιώργου Λάνθιμου, είναι μία οπτικοακουστική φαντασμαγορία.
Ο πολυβραβευμένος Έλληνας δημιουργός φτιάχνει ένα σύμπαν που θα ζήλευε και η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων: τετράποδες πάπιες, κότες με γουρουνίσια κεφάλια και μία Μπέλα με μυαλό (κυριολεκτικά) βρέφους. Συγκεκριμένα, του δικού της βρέφους που πρόλαβε να της «ενσωματώσει» μετά την αυτοκτονία της, η πανούργα αυθεντία του Γκοντ (όπως λέμε god;) ενός τρελού επιστήμονα με φάτσα αλά Φράνκενσταϊν.
Το γκροτέσκο και το γκόθικ της υπόθεσης είναι ξεκάθαρα, αφού πηγάζουν από το κλασικό μυθιστόρημα της Μαίρης Σέλεϊ. Το ομώνυμο βιβλίο του Άλασντερ Γκρέι προσθέτει το στοιχείο της steampunk αισθητικής, η οποία ξετυλίγεται σε όλη της τη δόξα επί της οθόνης. Παράλληλα, η ταινία φλερτάρει με πολλούς -ισμούς: σουρεαλισμός, γερμανικός εξπρεσιονισμός, γαλλικός νεορεαλισμός, ακόμα και… σοσιαλισμός. Η Μπέλα, αυτός ο ενοχλητικός και ταυτόχρονα γοητευτικός θηλυκός Φράνκενσταϊν, φουσκώνει σιγά- σιγά από φεμινισμό και επανάσταση καθώς ξεφεύγει από τις προστατευτικές αγκάλες του δημιουργού της.
Το κάστιγκ είναι υποδειγματικό: η «αθώα» Έμα Στόουν απέναντι στον «τρομακτικό» (χοντρά στραπατσαρισμένο και χαρακωμένο από το μακιγιάζ) Γουίλεμ Νταφόε. Η πρώτη κινείται σαν σπασμένη σβούρα σε ένα κόσμο αντρών (η «πειραγμένη» κινησιολογία που χαρακτηρίζει τις πλείστες ταινίες του Λάνθιμου επιστρέφει). Εν πολλοίς το απολαμβάνει, χάρη στην απελευθερωμένη της σεξουαλικότητα – και μάλιστα με το αζημίωτο. Ο αφελής αρραβωνιαστικός (Ράμι Γιούσεφ), ο γελοίος μπον βιβέρ (Μαρκ Ράφαλο) είναι βούτυρο στο ψωμί της.
Μαζί με την ηθοποιό, το διασκεδάζει κι ο σκηνοθέτης, κάνοντας πάρτι με τους ευρυγώνιους φακούς και το άσπρο- μαύρο, «κεντημένο» μέσα από πλούσια (και οπωσδήποτε οσκαρικά) σκηνικά. Αυτό που παρακολουθούμε είναι ένα προβοκατόρικο κινηματογραφικό παιχνίδι, με πλήθος αναφορές σε αντιθετικές ταινίες, από το «Εργαστήρι του Δόκτωρος Καλιγκάρι» στο «Delicatessen» και την «Ωραία της Ημέρας». Επιστρατεύονται επίσης, η πρόκληση του Φον Τρίερ, η αισθητική του Μπάρτον, ακόμα και το απόκοσμο ύφος του Ντέιβιντ Λιντς.
Στο μεταξύ, η Στόουν, υιοθετώντας με άνεση τη λανθιμική χορογραφία και το λογοπαίγνιο που γνωρίσαμε από τον καιρό του «Κυνόδοντα», αμείβεται -προς το παρόν- με τη δεύτερή της Χρυσή Σφαίρα μετά το «La La Land». Δεν είναι μονάχα η Μπέλα, είναι ταυτόχρονα μια «Αλίκη», ή μια «Αμελί» σε ένα εκθαμβωτικό trip ενηλικίωσης, από το Λονδίνο στη Λισαβόνα, την Αλεξάνδρεια και το Παρίσι. Είναι ο θρίαμβος του αντι-savoir vivre, με τον τρόπο του Μίστερ Μπιν και αυτό προκαλεί ενίοτε το γέλιο, ειδικά όταν συνοδεύεται από τον αξιοθρήνητο ψυχοπονιάρη εραστή της (Ράφαλο). Ο τελευταίος, είναι ο κύριος Ντάνκαν Γουέντερμπερν, ένα όνομα που λατρεύει να επαναλαμβάνει η Μπέλα, όπως και το… ξέφρενο χοροπήδημα στο κρεβάτι.
Τι είναι τελικά το «Poor Things»; Μια πειραγμένη, «σέξι» μαύρη κωμωδία; Ένα πλακατζίδικο φιλοσοφικό δοκίμιο; Ένα παιχνιδιάρικο κινηματογραφικό ποτ-πουρί; Είναι όλα αυτά, όπως και ένα φιλμ με οσκαρική χρυσόσκονη και την αυτοπεποίθηση ενός βιρτουόζου, ο οποίος παίζει πλέον σε μεγάλο γήπεδο και κάνει τις ζογκλερικές πιρουέτες του, με την αριστοτεχνική, electro punk μουσική του Τζέρσκιν Φέντριξ να σιγοντάρει.
Το φιλμ παραμένει επιτηδευμένα ρηχό, «ενοχλητικό» και συναισθηματικά ψυχρό μέσα στην παραδοξότητά του. Ταυτόχρονα, είναι ευθυγραμμισμένο με την εποχή μας, αλλόκοτα προβληματισμένο γύρω από την διπλή όψη της επιστήμης και την αμφιταλαντευόμενη ηθική της. Ανάλογους προβληματισμούς έθεσε με τρόπο σοβαρό και σαφέστερο το «Όπενχαϊμερ» του Κρίστοφερ Νόλαν, αναμενόμενο αντίπαλον δέος στα προσεχή Όσκαρ.
Ελεύθερα, 14.1.2024