Πάντα προτιμώ το λούμπεν κομμάτι της Αθήνας:

Πέριξ της πλατείας Βάθη -στη Μάρνη και στην Καποδιστρίου-, ευθεία προς Αχαρνών ή προς Λιοσίων (κυρίως προς τις κατειλημμένες «αραβικές συνοικίες» που έχουν δημιουργήσει πια ένα μικρό Κάιρο ανέμελων σανδαλιών και μικρών ανεπίδοτων πόθων), γύρω από τα στενά της Ομόνοιας (Ζήνωνος, Ξούθου, Σωκράτους, Γερανίου), ή στις παρυφές του Μεταξουργείου, κοντά στο μετρό, στην Ιάσωνος και στην Κολωνού – αυτός ο ενιαίος κύκλος των φοβερών αμαρτιών, διαφορετικών αλλά ίδιων παραστάσεων συνοικιών, που ποτέ δεν θα «καθαρίσει» -παρά τις εξαγγελίες και του νέου δημάρχου της πόλης, και των επιχειρηματικών συμφερόντων ισραηλινής ιδιοκτησίας ξενοδοχείων που φυτρώνουν σαν μανιτάρια στην «άστατη περιοχή» ή των διάσπαρτων Airbnb που θα ‘θελαν να ‘ναι μια ανάσα στους ταλαιπωρημένους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων-, γιατί ανέκαθεν αυτή η πόλη είχε επιλέξει πού θα ρίχνει τα ανθρώπινά της σκουπίδια χωρίς να προσπαθεί να βρίσκει εναλλακτικές. Κι αυτό συνεχίζεται.

Ξημέρωσε Δευτέρα – ο Χάρης Δούκας σήκωσε για τα καλά τα μανίκια αν και ακόμη πανηγυρίζει απ’ το ανέλπιστο. Οι κάτοικοι ψωμολυσσώντας ανανέωση και «αυτόν-που-επιτέλους-θα-ενδιαφερθεί» ελπίζουν στο αόριστο και φρέσκο πρόσωπο – θα τα καταφέρει όταν το νερό μπει πια στ’ αυλάκι; Στη γωνία Καματερού με Χαλκοκονδύλη, δίπλα από τις ρούχινες στο τσάτρα πάτρα φτιαγμένες τέντες των αστέγων και των απελπισμένων που τρυπιούνται σε δημόσια θέα, ανάμεσα στις εκδιδόμενες που στέκονται μπροστά από λαϊκά αγόρια πίσω απ’ τα τζαμάκια των αυτοκινήτων, ένας μετανάστης κάνει τη φυσική του ανάγκη στην είσοδο ενός εγκαταλελειμμένου μπακάλικου σα να το κάνει επίτηδες για να κερδίσει τζάμπα μαγκιά απ’ τους αυτόκλητους θεατές – σταματάνε δύο αστυνομικοί της ΔΙ.ΑΣ περνώντας, τυχαία, με τη μηχανή -«θα σε πάμε μέσα!», του λέει ο νεότερος με το κράνος-, κι απομακρύνομαι γιατί δεν θέλει πολύ να ομαδοποιηθεί η απελπισία των γύρω σε εκσφενδονισμένους σουγιάδες που ψάχνουν λαιμούς, που ψάχνουν το ξέσπασμα εκείνο που θα φέρει τη λάβα. «Γιατί μένεις πάντα εκεί;», με ρωτάνε οι σώφρονες. «Γιατί δεν φοβάμαι!», λέω.

Το σύνθημα στη φωτογραφία είναι απ’ την οδό Φυλής – κοντά στο σπίτι όπου έμενε κάποτε η ηθοποιός Δήμητρα Παπαδοπούλου. Κάπως έτσι αισθάνονται εδώ οι άνθρωποι – με βία έρωτας κι επιβολή συναισθημάτων, θες δε θες, «είσαι δικιά μου, είτε σ’ αρέσει είτε όχι, κι αν δεν το κατανόησες -λέξη εφάμιλλη της λαϊκής ποιητικότητας του Άκη Πάνου- πάρτο πια χαμπάρι».

Εύκολες αγάπες, εύκολα μίση στην μεγάλη κιβωτό του Νώε των ερωτικών σχέσεων αυτής της ιστορικής πρωτεύουσας που θα ‘θελε να ‘ναι ευρωπαϊκή αλλά βαριανασαίνει ακόμη στην ανηφόρα αποτυγχάνοντας θριαμβευτικά. Είναι Τρίτη βράδυ. Κάθομαι σ’ ένα πεζούλι κι ακούω από μια εφαρμογή που κατέβασα στο κινητό μου τραγούδια που έγραψε ο Μάνος Ελευθερίου – τι εμμονή κι αυτή τελευταία.

Και σκέφτομαι εκείνη την ωραία συνάντηση ενός μεσημεριού με την ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, που την άλλη βδομάδα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια απ’ το φευγιό της, για μια συνέντευξη που είχε δημοσιευθεί στον Φιλελεύθερο, και που κανονίστηκε την προηγούμενη μέρα εξ’ αναβολής μιας άλλης – περίπου, τυχαία. «Ερωτεύτηκα!», μου είχε πει η γλυκιά μου κι ομόρφυνε η μορφή της αίφνης φωτισμένη στα μάτια απ’ το μικρό της αμπαζούρ, μιας μέρας που με είχε κουράσει πολύ μιλώντας για νέες δουλειές, παζαρεύοντας λεφτά και υπογράφοντας συμβόλαια. «Στα 80 σας ερωτευτήκατε;». «Πέρσι. Στα 79 μου». «Είναι ωραίος;». «Πολύ!». «Ξανθός με γαλάζια μάτια;». «Ναι. Ναι! Αυτοί μ’ αρέσουν!».

Είχαμε καθίσει μαζί δύο περίπου ώρες στο νέο της σπίτι, στην πλατεία Αμερικής, μέσα στην καρδιά του γκέτο των Αφρικανών, συνομιλώντας απλά – τι ευλογία αυτή η δουλειά. Ανάπηρη σωματικά η Ρουκ μα χωρίς να έχει καταλαγιάσει στη σπιρτάδα, κόντρα στους ξεχαρβαλωμένους σαραντάχρονους που μοιάζουν πια συνταξιούχοι, η ποιήτρια ήξερε ανέκαθεν το νόημα – ανεπίτρεπτες οι καταθλίψεις σ’ αυτό το εφηβικό κλείσιμο του ματιού στη ζωή από μια γυναίκα που βρισκόταν λίγο πριν την έξοδο καθώς, συνειδητοποιημένα, έπαιζε στα δάχτυλά της νέες εμπειρίες, νέα πάθη, νέους ενθουσιασμούς που ματαίωναν το ανύπαρκτο της ακινησίας που σε κάνει νεκρό ζώντας. Γι’ αυτό και -είμαι απολύτως βέβαιος!- πέθανε πανευτυχής εκείνο τον Ιανουάριο του 2020 – να θυμηθώ να ανάψω κεράκι.

Αργά το βράδυ μπήκα στο μπαρ που ξέρω από χρόνια και με ξέρουν – χωρίς ονόματα, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς να μου ζαλίζουν τον έρωτα. Δύο τετράγωνα πριν απ’ τα αμαρτωλά χαμαιτυπεία. Πήρα μια μπύρα και ξεκίνησα να πίνω αργά αργά γιατί με «χτυπάει» στο κεφάλι – άμαθος από τέτοια. «Τι έχεις;», με ρώτησε το αγόρι στην μπάρα. Κάποια πραγματάκια με έκαναν να βουρκώσω -ίσως να ‘ταν κι η γλυκύτητα της βραδιάς που μετρούσε λίγο λίγο τα κυβικά μου-, του είπα για όλα τα ματαιωμένα, για όλες τις αφαιρέσεις, για πρόσωπα που αν και ζουν δεν υπάρχουν πια, που μπλοκαρίστηκαν γιατί η ζωή σε πάει αλλού και σε τραβάει σε μια άλλη ανηφόρα. «Σκληρός είσαι, φίλε», είπε. Είπα «ναι».

Καθώς η απώλεια της συνείδησης γινόταν πια μελλούμενα ρεζιλίκια, τον καληνύχτισα πριν χάσω επαφή. Εικοσάρηδες έξω από τα σπίτια με την κόκκινη λάμπα της Σίσσυς και της Ναταλίας, μια συντριπτική ομορφιά που διαλύει το εικοσάλεπτο του σωματικού ξεσπάσματος, η νύχτα ζεστή και χαϊδεμένη από ψευδαισθήσεις – ήταν ωραία.

«Έχεις τσιγάρο, φίλε;», μου ‘πε κάποιος που ήταν σε αναμονή. «Δεν καπνίζω», απάντησα ανέμελα. Με ελαφριές τις τύψεις πια, ξαλαφρωμένος, χωρίς να χάνω ακόμη τα λόγια μου, του ‘πα «καλό βόλι!» – κι εκείνος γέλασε αγορένια χτυπώντας με συνωμοτικά στην πλάτη.   

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 14.1.2024