«Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» του Φρίντριχ Ντίρενματ σε σκηνοθεσία Νεόφυτου Ταλιώτη.

Αποχωρώντας από την Κεντρική Σκηνή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου προσπαθούσα να ξεδιαλύνω μέσα μου ένα ανάμεικτο συναίσθημα που έμοιαζε με νοσταλγία, αλλά χωρίς να είμαι σίγουρος ότι ήταν ευχάριστο. Η νοσταλγία, εξάλλου, εκτός από τον πόθο περιέχει και το άλγος. Αυτό δεν είχε να κάνει με την επάνοδο του έργου του Φρίντριχ Ντίρενματ «Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» μετά από 35 χρόνια. Άλλωστε, ο Εύης Γαβριηλίδης το είχε ανεβάσει δέκα χρόνια πριν εγκατασταθώ στην Κύπρο.

Απλώς η παραγωγή που σκηνοθετεί ο Νεόφυτος Ταλιώτης είχε μια οσμή από παλιότερες παραστάσεις της Κεντρικής Σκηνής του ΘΟΚ –όχι και τόσο πολλά χρόνια πριν. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό ούτε υπαινίσσομαι ότι η πρόταση είναι παλιακή και ξεπερασμένη. Περισσότερο ένιωσα ότι το κρατικό θέατρο μοιάζει να επιχειρεί μια αναφορά σε στοιχεία του χαρακτήρα του που με τα χρόνια είχε αφήσει πίσω.

Νομίζω ότι υποψιάζεστε για τι πράγμα μιλάω: πολυπρόσωπες παραγωγές, με γνώριμους πρωταγωνιστές, πλούσια πληθωρικά σκηνικά και κοστούμια, αλλά και μια «εφαρμοστική» νοοτροπία που αισθάνεσαι ότι το αποτέλεσμα αποκλείεται να σε απογοητεύσει, αλλά και ότι παράλληλα έχει «ταβάνι». Πάντως, είναι δύσκολο να βρεις λόγο να παραπονιέσαι όταν βλέπεις μετά από καιρό την Αννίτα Σαντοριναίου και τον Σταύρο Λούρα, σε φόρμα, να κόβουν και να ράβουν μαζί στη σκηνή, συνεπικουρούμενοι από τον Νεοκλή Νεοκλέους και τον Ντίνο Λύρα, έχοντας από πίσω τον Άγγελο Αγγελή και τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη να «κάνουν» παιχνίδι στο εικαστικό και το μουσικό σκέλος, αντίστοιχα.

Από την άλλη, είναι δύσκολο να προσπεράσεις το γεγονός ότι τη στιγμή που τα ιστορικά ιδιωτικά θέατρα περνούν τη μεγαλύτερη υπαρξιακή κρίση της πορείας τους, ο ΘΟΚ έχει την ευχέρεια να δείχνει σαν… τη δισεκατομμυριούχο Κλαίρη Ζαχανασιάν, την ηρωίδα του έργου του Ντίρενματ. Με την καταλυτική διαφορά, μάλιστα, σε σχέση με παλιότερα ότι έχει πλέον απαλλαγεί από τον βραχνά της ευθύνης για τον διαμοιρασμό των επιχορηγήσεων και πλέον μπορεί ξέγνοιαστα να λειτουργεί ως κρατικό θέατρο κι όχι ως «υπουργείο θεάτρου». Κι άμα λάχει, να έχει και το ανάλογο τουπέ.

Επιπρόσθετα, είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι ένα έργο που γράφτηκε το 1956, καταφέρνει να συνομιλεί όχι απλώς με το σήμερα, αποτελεσματικότερα ακόμα κι από την εποχή που γράφτηκε, αλλά και μ’ αυτή ακόμη τη συνθήκη που μόλις περιέγραψα. Ο συνειρμός αυτός, φυσικά, είναι ολόδικός μου και καμία πρόθεση δεν έχω να τον επιβάλω. Εξάλλου, μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ένα κείμενο που ο Ελβετός δραματουργός έγραψε ως ανελέητη σάτιρα και γκροτέσκα θρηνωδία για τη μεταπολεμική αποκατάσταση της Ευρώπης -χτυπώντας κέντρο-, στις μέρες μας μπορεί να εκληφθεί ακόμη και ως… σκέτη τραγωδία.

Το χρήμα δεν μπορεί πλέον να διαβρώσει την ψυχή μιας κοινωνίας. Το έχει ΗΔΗ κάνει και πλέον αποτελεί βασικό καύσιμο και κοινώς αποδεκτό στόχο ζωής. Στην εποχή μας, δεν είναι μόνο ο χρόνος χρήμα, αλλά δεν μάς φαίνεται καθόλου παράξενο που τα πάντα εξαγοράζονται: από την αγάπη, την καταξίωση, την εξουσία, μέχρι την αξιοπρέπεια, την ηθική, ακόμη και τη δικαιοσύνη. Τώρα πια είναι σαν να μην έχουμε άλλη επιλογή από το να είμαστε όλοι πρόθυμοι ν’ αλυσοδεθούμε από μόνοι μας με τα δεσμά της χρηματομανίας, σαν να μετράμε με νομίσματα το σκορ της παρουσίας μας στον κόσμο. Και στο πλαίσιο αυτό πλουμίζουμε τη ζωή μας μ’ ένα σωρό φαντεζί ανούσια πράγματα, για να επιδείξουμε το στάτους μας.

Έτσι και στην πορεία της παράστασης, η Γηραιά Κυρία, όπως ο Νονός του Μάριο Πούτζο, κάνει στην πόλη που την αδίκησε μια προσφορά που δεν μπορεί να αρνηθεί. Κι αν το σκεφτεί κανείς σοβαρά, ένα δισεκατομμύριο δεν είναι λίγα λεφτά. Γιατί να είναι ανήθικο να θυσιάσεις τον ένα, για να σώσεις όλους τους υπόλοιπους από την ανέχεια; Μοιάζει κάτι περισσότερο από αναπόφευκτο, ειδικά σήμερα, μια πόλη σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό να δεχτεί τη φαουστιανή συμφωνία με αντάλλαγμα την ευμάρεια και να πει κι «ευχαριστώ». Απορείς γιατί καθυστερούνε κιόλας.

Η Γηραιά Κυρία είναι επίσης ο σιβυλλικός προπομπός μιας σύγχρονης ιδιότυπης φεμινίστριας υπερηρωίδας, που θέλει να συντρίψει το πατριαρχικό σύστημα που την καταρράκωσε χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα θεμελιώδη συστατικά. Η Κλαιρ είναι ουσιαστικά ο σκηνοθέτης της παράστασης. Λίγα περιθώρια αφήνει σε άλλον για παρεμβάσεις. Κινεί τα νήματα, επηρεάζει τα πάντα, φέρνει τα πράγματα εκεί που θέλει, έχει το ανεξάντλητο χρήμα –και κατά προέκταση το κύρος- για να αναδημιουργήσει στα δάχτυλά της έναν ολόκληρο μικρόκοσμο. Η Αννίτα Σαντοριναίου είναι μια επιβλητική Ζαχανασιάν, ριζωμένη στην αλήθεια και την υπερβολή του ρόλου, που περατώνει το ανεξήγητο χωρίς να χρειαστεί να ξεφύγει από την ήδη απρόσιτη επιφάνεια των λέξεων και των πράξεων. Και χωρίς, ευτυχώς, να παίρνει τον εαυτό της πολύ σοβαρά.

Γενικότερα, η παράσταση δεν κάνει το λάθος να ενδυθεί τον μανδύα της σοβαροφάνειας, κάτι άλλωστε που είχε υποδείξει ο ίδιος ο συγγραφέας τόσες δεκαετίες πριν. Μια στοιχειώδης χημεία στη διανομή και μια συγκρατημένη, ακόμη και «φοβική» σκηνοθετική γραμμή θα αρκούσαν για να εισέλθει ο θεατής στην τροχιά της. Κάπως έτσι, το σύμπαν του Ντίρενματ στρέφεται προς την πλατεία και μας κοιτάζει επιτακτικά στα μάτια. Αν μια ανεμπόδιστη επικοινωνησιμότητα ήταν ζητούμενο, τότε αυτό επετεύχθη.

Βλέποντας εικόνες από άλλες πρόσφατες παραγωγές του συγκεκριμένου έργου ανά τον κόσμο δεν μπορεί κανείς να μη διακρίνει πάνδηλες ομοιότητες, σε επίπεδο ερμηνευτικό, κινησιολογικό, σκηνικό και ενδυματολογικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι καθόταν ο καθένας κι έκλεβε ιδέες από τον άλλο, χωρίς κιόλας αυτό να απαγορεύεται αν συμβαίνει με δημιουργική και συνθετική –και όχι μιμητική- διάθεση. Μπορεί να σημαίνει, ότι η ίδια η προφάνεια της πρόσληψης του έργου στην εποχή μας οδηγεί τους συντελεστές στις σίγουρες ράγες μιας παγκόσμιας πεπατημένης.

Ο -νεανίας στην ψυχή- Νεόφυτος Ταλιώτης θεωρείται σκηνοθέτης της παλιότερης γενιάς, αλλά όχι από τους πολύπειρους και μπαρουτοκαπνισμένους. Ωστόσο, δεν δυσκολεύεται καθόλου στο κουλάντρισμα του σκηνικού πλήθους, έχοντας αντίθετα μια ιδιαίτερη προτίμηση σε πολυπληθείς παραγωγές. Δεν είναι αυτονόητο, ειδικά στην εποχή μας, που οι ολιγοπρόσωπες παραγωγές έγιναν κανόνας ακόμη και στις κεντρικές σκηνές κρατικών θεάτρων. Επίσης, δεν φάνηκε να έχει ιδιαίτερη διάθεση για αβέβαιες μοντερνιές, ανατροπές και αποδομήσεις ή για «διασαλεύσεις»- για να χρησιμοποιήσω μια αγαπημένη του λέξη. Ο δρόμος της ασφάλειας έφερε την πρόταση στο απάνεμο λιμάνι ενός επίκαιρου λαϊκού θεάματος.

Ελεύθερα, 7.1.2024