Μαρία Α. Ιωάννου, «Οι ενδιάμεσοι», εκδόσεις Νεφέλη, 2022.

Η Μαρία Α. Ιωάννου γράφει για τα ταπεινά και τα ανθρώπινα, τα πάθη, ενίοτε και για τα χαμηλά ένστικτα των ανθρώπων, αλλά το πράττει με υψηλή αισθητική, με τρυφερότητα, χιούμορ και σαρκασμό. Συγκινείται η ίδια και συγκινεί και τους αναγνώστες της. Το συγκινησιακό ρίγος είναι βασικό συστατικό στοιχείο της όλης αισθητικής που διέπει το έργο της.

Στο βιβλίο «Οι ενδιάμεσοι» περιλαμβάνονται 37 μικροδιηγήματα από τα οποία τα 9 είναι εμβόλιμα και διάσπαρτα πεζοτράγουδα γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο. Για τα δεύτερα επιφυλάσσομαι να κάμω ξεχωριστή αναφορά στη συνέχεια. Σημειώνω πως τα πλείστα μικροδιηγήματα της Μ.Ι. έχουν σκηνοθετική δομή και δρώμενα σε εξέλιξη, συνήθως, απρόβλεπτη.

Την ίδια ώρα ταλαντεύονται μεταξύ ωμού και μαγικού ρεαλισμού, υπηρετώντας πιστά αμφότερους και μη προδίδοντας κανένα. Αφού η σχετική πρόσμιξη διακρίνεται από αμοιβαιότητα, διαλεκτική και λειτουργικότητα.

Όλα τα αφηγήματα της Μ.Ι. εμπεριέχουν και κάποια στοιχεία από την ποιητική της, καθώς το συγγραφικό της εργαστήρι είναι πάντοτε ανοικτό στο κοινό. Η συγγραφέας συνομιλεί, συνδιαλέγεται, συζητά «μεγαλοφώνως» με το αναγνωστικό της κοινό. Το πιο ενδεικτικό συναφές μικροδιήγημα στο βιβλίο θεωρώ όπως είναι το «Πάντα σηκωμένο». (σελ. 80) Εδώ το επιμύθιο εμπεριέχεται μέσα στο μύθο. Μάλιστα αυτό γίνεται με πολύ ενδιαφέροντες πειραματισμούς και εναλλακτικές επιλογές ανάπτυξης του μύθου. Πραγματώνεται με απευθείας διάλογο συγγραφέα – αναγνώστη, με αστεϊσμούς και ανάλαφρο χιούμορ, αλλά και με αντιφασιστική ουσία.

Συχνά η συγγραφέας συνταιριάζει τη μεταφορά και την αλληγορία με μια αχαλίνωτη, ευρεία φαντασία, κάποτε στα όρια της επιστημονικής φαντασίας, μέσα και από μια έκφανση μαγικού ρεαλισμού. Πχ αυτό πιστεύω πως συμβαίνει στο αφήγημα «Ηλέκτρα». (σελ. 28)

Όλα τα στοιχεία στη γραφή της Μ.Ι. έχουν ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, όχι μόνο οι θεματικές της αλλά και τα υφολογικά, στιλιστικά της εφόδια, ακόμα και οι τεχνοτροπικές της προσεγγίσεις. Τον άνθρωπο, την υπαρξιακή του αγωνία, το κοινωνικό του άγχος και άλγος, τα ερωτικά του δεινά υπηρετούν και οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις, και οι αλληγορίες αλλά και η ανεξάντλητη φαντασία της.

Τη συγγραφέα ενδιαφέρουν οι αποκομμένοι, οι θρυμματισμένοι άνθρωποι, οι πληγωμένοι, οι καταβεβλημένοι, οι ανήμποροι, οι σκυφτοί. Διεκτραγωδεί ιστορίες ανθρώπων που έχουν νικηθεί. Και το πράττει με βαθύ αίσθημα ευθύνης και ενσυναίσθηση. Γι’ αυτό και όλες οι σχετικές καταγραφές της είναι καίριες. 

Τα κείμενα της Μ.Ι. διακρίνονται και για τον πλούτο των πολυκύμαντων συνειρμών που καταγράφουν, αλλά και των συνειρμών που διεγείρουν και προκαλούν στους αναγνώστες. Την ίδια ώρα θα χαρακτήριζα το συγγραφικό εργαστήρι της ως μια ασταμάτητη φάμπρικα συναισθημάτων.

Η φαντασία της συγγραφέως συχνά συμπλέκεται με μυστηριακά και νουάρ σενάρια. Προφανώς, θα πρόκειται για κάποιο απόηχο των αναγνωσμάτων της, κυρίως από τη ξένη λογοτεχνία, αμερικάνικη και ευρωπαϊκή. Αυτό το μπόλιασμα είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτο καθώς μας βγάζει αρκετά έξω από τα στενά όρια της ελληνόφωνης λογοτεχνίας.

Όσα γράφει η Μ.Ι. και δεν είναι ανθρώπινα, είναι ανθρωποποιημένα διά μεταφορών, παρομοιώσεων και αλληγοριών. Αλλά ακόμη και στις πιο …απόκοσμες αναφορές της, στον κόσμο αναφέρεται, δηλαδή στους ανθρώπους.

Θα ήθελα να δώσω ένα μικρό δείγμα γραφής από το βιβλίο. Στο μικροδιήγημα «Ο Φίλιππος πάντα ήθελε να κάνει τη Fondana di Trevi» (σελ. 117) το κεντρικό πρόσωπο είναι κάποιος άνθρωπος που ήθελε να γίνει αντικείμενο, απλά για να μην νιώθει, για να μην έχει συναισθήματα: «Κουράστηκε, κουράστηκε να νιώθει, αυτό ήταν, οι άνθρωποι έκρυβαν τόσα πολλά από τον εαυτό τους καθημερινά, απορούσε πως άντεχαν να τα σφηνώνουν όλα μέσα τους». (σελ. 118)

Ώρα όμως για τη ξεχωριστή αναφορά στα εννέα εμβόλιμα μικροδιηγήματα που έχουν αποδοθεί στο κυπριακό ιδίωμα. Αυτά τα κείμενα ειδικά μοιάζουν να έχουν ένα δικό τους κώδικα ηθικής, που έλκει την καταγωγή του από τη θυμοσοφία του λαού μας και παράλληλα υποβοηθείται από τη χρήση της διαλέκτου. Έσπευσα να τα χαρακτηρίσω πεζοτράγουδα  διότι, όντως, θεωρώ ότι αυτά διακρίνονται και από μια έντονη ποιητικότητα.

Το πιο ποιητικό κι ενδεχομένως και το πιο ερωτικό αφήγημα στο βιβλίο πιστεύω πως είναι το «Οι φοινιτζιές εν’ παράξενα πλάσματα». (σελ. 19) Οποιαδήποτε αποσπασματική παράθεση θα αδικούσε το συνολικό κείμενο, γι’ αυτό και θα την αποφύγω.

«Το μαξιλάριν» (σελ. 90) θεωρώ πως είναι το κορυφαίο των κυπριακών εμβόλιμων. Το δράμα του ’74 φωτίζεται μέσα από μια «σημαδεμένη» συζυγική σχέση. Το συγκεκριμένο αφηγηματικό πεζοτράγουδο είναι συγκλονιστικό. Πρόκειται για μια δραματοποιημένη ποιητική πράξη μεγάλης εκφραστικότητας, βαθιάς οδύνης στα όρια της κραυγής. Γενικά όμως σε όλο το βιβλίο οι ιστορίες της σάρκας προβάλλονται και φωτίζονται με ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια και απλότητα, κερδίζοντας τον αναγνώστη με την ευθύτητα αλλά και τον συναισθηματικό τους φόρτο.

Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση θα ήθελα να εκφράσω την διαφωνία μου με κάποιες κριτικές που χαρακτηρίζουν τη γραφή της Μ.Ι. «υβριδική». Όχι η γραφή της δεν είναι υβριδική υπό την έννοια ότι δεν είναι υβρίδιο καμιάς άλλης γραφής, ούτε και ενδιάμεσο εγχείρημα μεταξύ δύο άλλων καθιερωμένων γραφών. Η γραφή της Μ.Ι. είναι πειραματική, με πανσπερμία επιρροών και βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση και εξέλιξη. Γι’ αυτό εξάλλου και είναι ενδιαφέρουσα και πάντα υποσχόμενη για νεότερες αισθητικές κατακτήσεις.

g.frangos@cytanet.com.cy