«Το τέρας έρχεται» του Πάτρικ Νες σε σκηνοθεσία Ειρήνης Ανδρέου και Γιάννη Καραούλη.
Ίσως θα χρειαζόταν να ξεκινήσω αυτό το κείμενο με ένα σχόλιο όχι για τη γνωστική και αισθητική επάρκεια, ούτε για την ηθική στάθμη, αλλά περισσότερο για την ψυχική ισορροπία οποιωνδήποτε ειδότων θα μπορούσαν να ελέγξουν αυτή την παράσταση για καλλιτεχνική πλημμέλεια, κρίνοντάς την «ακατάλληλη» για το κοινό στο οποίο κατεξοχήν απευθύνεται. Όμως, φρονώ ότι έχουν ήδη γραφτεί και ειπωθεί αρκετά τον τελευταίο μήνα και εξάλλου η ίδια η σκηνή αλλά και η πλατεία έχουν «μιλήσει» κι έχουν αποστομώσει τον όποιο περισπούδαστο.
Το μόνο που αξίζει να σχολιάσουμε είναι ότι τον Φεβρουάριο που θα ολοκληρωθούν οι Δράσεις «Νέ@ σε έρημο νησί» στις Αποθήκες του ΘΟΚ θα αφήσουν πίσω τους ένα εκκωφαντικό κενό που δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχε τέσσερα χρόνια πριν. Προσωπικά, θέλω να καταθέσω ότι αισθάνομαι ευγνώμων για τη ρέντα που είχα ως γονιός το διάστημα αυτό να συμπέσει ακριβώς με τη διαδρομή του παιδιού μου στην εφηβική ζωή. Ούτε παραγγελία να το είχα κάνει κι αυτό ακριβώς συνιστά την επιτυχία για μια καλλιτεχνική πρόταση: να σου προσφέρει απλόχερα κάτι που δεν είχες ιδέα πόσο το χρειαζόσουν.
Αφού ενεργοποιήθηκε αυτόματα ή και συνειδητά ο εσωτερικός μου μηχανισμός συγκράτησης δακρύων και αναφιλητών, προσπάθησα να διατηρήσω τον αυτοέλεγχο και την ψυχραιμία μου στο ηλεκτρισμένο τέλος της παράστασης και γύρισα προς το μέρος του γιου μου με ουδέτερο ύφος να ζυγίσω αντιδράσεις. Με κοίταξε αυστηρά, σχεδόν επιπληκτικά και μου είπε: «αν δεν σου άρεσε αυτή η παράσταση, να μην ξαναδείς θέατρο». Τι άλλο να προσθέσει κανείς;
Αισθάνομαι την ανάγκη να επισημάνω ότι το έργο αυτό -που βασίζεται σ’ ένα μπεστ σέλερ που έγινε ήδη ταινία και η θεατρική του εκδοχή έχει τιμηθεί με Βραβείο Ολίβιε- δεν είναι ένα έργο για τον φόβο της απώλειας, το πένθος και τη διαχείρισή του. Είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο. Είναι περισσότερο ένα έργο για τη δύναμη των ιστοριών, οι οποίες είναι σημαντικές –και θα προσθέσω ενδιαφέρουσες- μόνο αν περιέχουν μέσα τους την αλήθεια. Την αλήθεια για το σύμπαν.
Η εφηβεία είναι μια κρίσιμη, περίπλοκη, σαρωτική περίοδος της ζωής μας. Μπορεί κανείς να νιώσει το δέος της μοναξιάς απέναντι στην απεραντοσύνη του κόσμου χωρίς προφανή λόγο. Πολλώ δε μάλλον, αν πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, αν τα πάντα γύρω μοιάζουν να καταρρέουν και η ζωή φέρει περισσότερες θλιβερές προκλήσεις απ’ όσες μπορείς να αντέξει και να διαχειριστεί κανείς.
Εκεί λοιπόν είναι που έρχεται το «τέρας», η ψυχή ενός δέντρου που σταδιακά αντικαθιστά την αποξενωμένη πατρική φιγούρα για να δείξει στον 13χρονο Κόνορ ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραμύθι χωρίς ζωή, αλλά ούτε και ζωή χωρίς παραμύθι. Ο εφιάλτης της καταληκτικής ασθένειας που κατατρώει σιγά- σιγά τη μητέρα του κάνει όλα τα υπόλοιπα να μοιάζουν δευτερεύοντα, ακόμη και τον σκληρό εκφοβισμό που δέχεται από συμμαθητές του, ακόμη και την ωσεί παρουσία του πατέρα του, ακόμη και την αμυντική ψυχρότητα της γιαγιάς του.
Ο νεαρός Νίκος Μανωλάς δεν πείθει απλώς ότι μοναδική διέξοδος σωτηρίας για τον ευάλωτο και συντετριμμένο Κόνορ είναι η συμφιλίωση με το τέρας. Δείχνει χαμένος και παραδομένος στις σκέψεις του και στη μοίρα του, αλλά και ταυτόχρονα πλήρως τεταμένος και προσηλωμένος για την υπέρτατη πρόκληση. Είναι μια διαδρομή συνειδητοποίησης, όχι του αναπόφευκτου τέλους της μητέρας, αλλά των συναισθημάτων που τον καταπνίγουν, μείγμα καταρράκωσης, αγάπης και ενοχής.
Το τέρας- ίταμος (κωνοφόρο που είναι γνωστό και ως «δέντρο του θανάτου») του Στέλιου Ανδρονίκου δεν χρειάζεται να είναι τρομακτικό και φρικαλέο. Τίποτα, εξάλλου, για το μόνο άτομο που μπορεί να το δει δεν μπορεί να είναι πιο τρομακτικό και φρικαλέο από την πραγματικότητα. Αρκεί μια βασική τεχνική «πινελιά» να δώσει βάθος και αντήχηση στη βαρύτονη φωνή του. Πλάσμα της φαντασίας, αλλά και της ανάγκης του πρωταγωνιστή να δαμάσει και να παγώσει τον χρόνο, θα τον βοηθήσει να εξορύξει από τις βαθύτερες πτυχές του Είναι του τα πολύτιμα πετράδια της αλήθειας.
Η απειλή του τελειωτικού διαταράσσει την αίσθηση του Χρόνου και μας φέρνει αντιμέτωπους με τα πιο κρίσιμα υπαρξιακά ερωτήματα. Παράλληλα, όμως, είναι μια συνθήκη ανυπόφορη, που κλονίζει τις ισορροπίες μας. Και για να ανταπεξέλθουμε αναζητούμε διεξόδους, ονειρικές, μαγικές που όμως στην ουσία τους συμπυκνώνουν την αλήθεια μας ολόγυμνη.
Είναι δίκαιο να σταθώ στο καλλιτεχνικά και αισθητικά άρτιο αποτέλεσμα που έφερε εις πέρας η ομάδα- και όχι ως απάντηση στους απειροελάχιστους αμφισβητίες. Είναι γεγονός ότι σκηνοθετικά, δραματουργικά, εικαστικά, μουσικά, κινησιολογικά, τεχνικά και ερμηνευτικά κάθε κομμάτι του παζλ είναι άψογο και βρίσκεται στη σωστή θέση. Παράλληλα, μέσα από ένα περιβάλλον «αντίστροφου» μαγικού ρεαλισμού, η φαντασία έρχεται φουριόζα για να συναντήσει την ορμητική πραγματικότητα και να ξεκλειδώσει τις αποκαλύψεις της. Εκεί τα κομμάτια του παζλ διασαλεύονται και δημιουργούν διαφορετικές εικόνες, που μπορεί να μην είναι το ίδιο ευχάριστες, αλλά είναι πολύ πιο ουσιαστικές.
Το έργο οπωσδήποτε αγγίζει πολύ ευαίσθητα θέματα, όπως το προκαταβολικό πένθος και τη διαχείρισή του, όμως σε καμία περίπτωση αυτό δεν μπορεί να βλάψει τον νέο άνθρωπο της εποχής μας, που είναι ήδη ευρέως εκτεθειμένος σε πολλαπλά ζημιογόνα ερεθίσματα. Αντίθετα, η αναμέτρηση με τα μεγάλα «γιατί» μόνο ευεργετική και κοσμογονική μπορεί να είναι. Ο Χρόνος, η ανέναη κυκλικότητα, η θνητότητα είναι έννοιες που θα έρθουν να μας απασχολήσουν ακόμη κι αν κάποιος μάς κλείσει μέσα σε μια προστατευτική γυάλα. Θα έρθουν ΕΙΔΙΚΑ σε μια τέτοια περίπτωση και μάλιστα είναι πολύ πιθανό η συντριβή τότε να είναι τρισχειρότερη.
Ελεύθερα, 17.12.2023