«Η πραγματικότητα μπλέκεται με την ψευδαίσθηση και το «κοινωνικόν μυθιστόρημα» γίνεται ένα θρίλερ φαντασμάτων. Αυτά στοιχειώνουν την Φραγκογιαννού, αλλά και την ταινία». Ο Λίνος Παναγή είδε τη «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα, με πρωταγωνίστρια την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Υπάρχουν δύο πράγματα που είναι αριστουργηματικά στην «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα: η ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και το τραγούδι του τέλους («Μάνα μου, μάνα») σε μουσική Χριστόδουλου Χάλαρη και στίχους Νίκου Γκάτσου. Είναι ενδεικτική των προθέσεων της σκηνοθέτιδος η ολοκλήρωση του φιλμ με τις αιθέριες φωνές της γυναικείας χορωδίας Voci Contra Tempo.
Ένα μοιρολόι της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται η επιτομή του «πάθους» της Φραγκογιαννούς που «ψήλωσεν ο νους της» και παραφρόνησε, παίρνοντας τις ζωές μικρών, αθώων κοριτσιών. Η επίκληση στη μάνα αποτελεί εξάλλου νεοφυές στοιχείο σε σχέση με το κλασικό μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Στην εκδοχή της Εύας Νάθενα, η σχέση της ηρωίδας με την μητέρα της, την στοιχειώνει από το πρώτο ως το έσχατο πλάνο της ταινίας. Τα πάντα οδηγούν στο μοιραίο φινάλε, το οποίο, μέσα από την ενεργητική βεβαιότητα της απευκταίας πράξης, απεμπολεί την εκκρεμότητα του μυθιστορήματος. Η Φραγκογιαννού, αντί να χαθεί «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης», τυλίγεται την θηλιά του ψυχολογικού δεσμού με τη μάνα της: αυτή είναι και το τέλος της.
Το εν λόγω στοιχείο αποτελεί κατά τη γνώμη μου και την αδυναμία της ταινίας. Γιατί, επιλέγει να λύσει το αίνιγμα της «Φόνισσας» με όρους ψυχανάλυσης. Η δύναμη του μυθιστορήματος του Παπαδιαμάντη είναι ότι υπερβαίνει τη συγκεκριμένη επιστήμη, τους ανθρώπινους νόμους και νόρμες.
Η Φραγκογιαννού, ακριβώς όπως ο Ρασκόλνικωφ στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι διαπράττει το έγκλημα της ύβρεως και πληρώνει το ανάλογο τίμημα. Η άθλια θέση της γυναίκας στις αρχές του 20ού αιώνα οπλίζει το χέρι για την απάνθρωπη πράξη. Η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη είναι τρελή, όμως μέσα της έχει τη δική της, ατσάλινη λογική (όσο λιγότερα κορίτσια, τόσο λιγότερος πόνος – για όλους).
Η σκηνοθέτιδα, σε συνεργασία με την σεναριογράφο Κατερίνα Μπέη, προσθέτει στην εξίσωση την πεθαμένη μάνα, που γίνεται και η πρώτη κατήγορος. Η πραγματικότητα μπλέκεται με την ψευδαίσθηση και το «κοινωνικόν μυθιστόρημα» γίνεται ένα θρίλερ φαντασμάτων. Αυτά στοιχειώνουν την Φραγκογιαννού, αλλά και την ταινία.
Η εναλλαγή μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας συνοψίζεται και στη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου η οποία φιλτράρει επαναλαμβανόμενα παραδοσιακά μοτίβα και τα κάνει να μοιάζουν σαν εφιάλτης. Σε αυτό τον εφιάλτη, το πραγματικό φάντασμα δεν είναι η μάνα, αλλά η ίδια η Φραγκογιαννού, μια ψυχή που έχει νεκρωθεί εδώ και καιρό. Τέτοια είναι και η αξεπέραστη ερμηνεία της Καραμπέτη, με το πέτρινο πρόσωπο να μην αφήνει μια χαραμάδα φωτός για να το διαπεράσει.
Η ηθοποιός γίνεται μια πέτρα που στέκεται μέσα σε ένα τραχύ, αφιλόξενο τοπίο. Ενώνεται με το βουνό και τη φύση, όπως τη θέλει ο Παπαδιαμάντης: η αγριότητα της ψυχής της μεταφέρεται στο περιβάλλον– πιο δυναμικά στο μυθιστόρημα, πιο στατικά στην ταινία. Εξάλλου, ο «κυρ Αλέξανδρος», ο κοσμοκαλόγερος των ελληνικών γραμμάτων, ήταν σπουδαίος κινηματογραφιστής, χωρίς να είχε αγγίξει κάμερα– μάλιστα απεχθανόταν τις φωτογραφίες. Οι λέξεις του, ένα μείγμα καθαρεύουσας και σκιαθίτικης ντοπιολαλιάς διαδέχονται η μια την άλλη, σαν ένας καταιγισμός από κινηματογραφικά πλάνα. Αυτή η δυναμική, όντως ελλείπει στο φιλμ.
Βεβαίως, δεν περιμέναμε μια απλή αναπαραγωγή, ένα κινηματογραφικό αντίγραφο του μυθιστορήματος. Εξάλλου, αυτή είναι η τρίτη κινηματογραφική απόδοση (με πρώτη την εκδοχή του Κώστα Φέρρη το 1974) η οποία θέλει να ξεχωρίσει μέσα από ένα δυνατό κοινωνικό μήνυμα. Η Νάθενα δεν αφήνει αμφιβολίες για τις προθέσεις της, ήδη από το πρώτο κάδρο του φιλμ, μνημονεύοντας Οδυσσέα Ελύτη.
Όντως, το «παρελθόν μας αιφνιδιάζει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του»: γι’ αυτό υπάρχει η κλασική λογοτεχνία. Εκείνο που βλέπουμε στην οθόνη είναι μια δυστοπία, όπου η κατωτερότητα της γυναίκας συνυπάρχει με την ανυπαρξία του άντρα. Παρά το θρησκευτικό προκάλυμμα, το ανθρώπινο ον, όχι μόνο δεν είναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση», αλλά δείχνει κατώτερο από το ζώο. Οι πινελιές της Νάθενα (που διατηρεί σπουδαία παλέτα ως ενδυματολόγος-σκηνογράφος) είναι αδρές και ξεκάθαρες. Και το κουβάρι που κρατάει τη μοίρα της Φραγκογιαννούς, δεν δυσκολεύεσαι να το ξετυλίξεις.