Παύλος Κ. Παύλου, «Συνομιλίες σε πρώτο πρόσωπο», ιδιωτική έκδοση, 2023.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του πολύ γνωστού και καταξιωμένου, βετεράνου πια, δημοσιογράφου Παύλου Κ. Παύλου αποτέλεσε για μένα – και προφανώς για το ευρύ κοινό – μια ευχάριστη έκπληξη. Τα ποιήματά του διεγείρουν το ενδιαφέρον, προκαλούν τη συμπάθεια, ξυπνούν συναισθήματα, ενεργοποιούν σκέψεις και προβληματισμούς.
Ο Π.Π. διαβάζει λογοτεχνία, μια ζωή διαβάζει λογοτεχνία, ειδικά ποίηση. Κι αυτό μάλλον αποτελεί τρόπο ζωής, ένα μέρος της καθημερινότητάς του. Ακόμα και μια απλή καθημερινή συνομιλία μαζί του είναι υπεραρκετή για ν’ αντιληφθεί κανείς ότι έχει να κάμει μ’ έναν άνθρωπο που διαβάζει.
Ε λοιπόν αυτό το διάβασμα δεν πήγε στράφι. Ήλθε η ώρα του. Ο Π.Π. αποπειράθηκε να γράψει ποίηση και έγραψε. Δεν θα αναλωθώ σε αξιολογικές γαλαντομίες. Ασφαλώς και σε ώριμη πια ηλικία και με την πρώτη του εκδοτική προσπάθεια ο Π.Π. δεν έγραψε τη μεγάλη ποίηση, των υψηλών προδιαγραφών και των μεγάλων αισθητικών κατακτήσεων.
Έγραψε όμως ποίηση αξιοπρεπή και αξιοπρόσεκτη, ενδιαφέρουσα, με λογοτεχνική και εννοιολογική επάρκεια, με σύγχρονους προβληματισμούς και αντιλήψεις. Γι’ αυτό και, συνολικά αποτιμώντας το βιβλίο του, θεωρώ ότι έγραψε ποίηση άξια λόγου.
Ο Π.Π. οριοθετεί από μόνος του το αισθητικό του στίγμα, με το εισαγωγικό σημείωμά του στην αρχή του βιβλίου. Ενδεικτικές είναι οι αναφορές σε σημαίνοντες ποιητές και σε εμβληματικούς στίχους του καθενός από αυτούς.
Μελετώντας κανείς προσεκτικά τα 22 στιχουργήματα του ευσύνοπτου τόμου, διαπιστώνει ότι ο Π.Π. έχει εμπεδωμένες τις φόρμες της παραδοσιακής, δημοτικής μας ποίησης. Δεν τις ακολουθεί όμως πιστά και απαρέγκλιτα, με δογματικό τρόπο. Αντικρίζει αυτές τις φόρμες με φιλελεύθερο και αέρινο πνεύμα.
Δημοσιογράφος, για μισό αιώνα. Οι στίχοι του δεν μπορούν παρά να έχουν δημοσιολογική υφή, δεν μπορούν να μην θεματοποιούν τα κοινά, να μην ασχολούνται μαζί τους. Ιδού ένα δείγμα από τη βιωματική, τηλεοπτική καθημερινότητά του: «Σε βλέπω στην εξέδρα να χειροκροτάς ολόγελος. / Μπήκες μπροστά μπροστά να σε παίρνει η τηλεόραση. / Δέχθηκες τώρα δα και το φιλί του Αρχηγού…». (σελ. 12)
Ο Π.Π., ως ποιητής, γίνεται μαστιγωτικός κριτής των παρασκηνιακών πολιτικών δρωμένων, τα οποία και λαμπρύνονται από απουσία ηθικής και βάθους. Τα γνωρίζει όλα πολύ καλά ελέω δημοσιογραφικών γνώσεων και δεξιοτήτων, που αποκτήθηκαν βέβαια με σκληρή δουλειά και μαθητεία δεκαετιών.
Δεν μένει όμως μόνο στα σκληρά και τα στυφά της πολιτικής ζωής. Ενίοτε τον περιβάλλει και η γλυκιά αύρα της νοσταλγίας. Ωστόσο, τον περιβάλλει μα δεν τον καταβάλλει. Καθώς, η θωριά, το βλέμμα του, παραμένουν αισιόδοξα: «Τον έζησα, ξέρεις, τον μακρύδρομο. / Μια ανάσα το μπαλκόνι, που / από τους γλυκούς πειρασμούς της ‘Πανσιόν Φεμινά’. / Στο στόμα έχω την απόλαυση / από τα παγωτά του Ηράκλη». (σελ. 24)
Ο Π.Π., όπως και κάθε απόδημος με ευγενή συναισθήματα, διακατέχεται από ένα ενθουσιώδες πάθος για τη γενέθλια γη. Την ίδια ώρα είναι έμπλεος οργής και καταδίκης για τους κραταιούς της γης, τους δυνάστες των λαών: «Κι εσύ, στην κραταιά τη χώρα σου, / μ’ αλαζονεία περισσή και φανερή λαγνεία, / να δείξεις, ήθελες, κομπάζοντας, κτίσμα… διακόσων χρόνων! / Ούτε εγγόνι, μιας ελιάς του Λυθροδόντα». (σελ.26)
Στο πιο μακροσκελές ποίημα της συλλογής συγκινητική είναι η παιδική μνήμη από τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου. Ειδικά από την επίσκεψη στο κρησφύγετό του δέκα ημέρες μετά τον ηρωικό θάνατό του. Εδώ παρατηρούμε κι ένα ωραίο πάντρεμα της ιστορικής στιγμής της θυσίας με άλλες ανάλογες στιγμές από την ελληνική ιστορία συνολικά: «Ο παππούς ο Ιεζεκιήλ με την ολόλευκη γενειάδα / μας φίλεψε στο κελί του. / Γλυκό του κουταλιού αθάσι, αγκαλιά ζεστή / κι ένα δικό του, νέο παραμύθι: / Λίγο πριν τον τυλίξουν οι φλόγες, / τον επισκέφθηκαν, λέει, τον Γρηγόρη, / ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός κι ο Λεωνίδας από τη Σπάρτη. Κάθισαν μαζί ώρα πολλή. / Κουβέντιαζαν για όλα». (σελ.30)
Βέβαια, μοιραία και συνάμα αναμενόμενα, η πολιτική και η δημοσιογραφική ρητορική παρεισφρέουν συνεχώς στους στίχους του Π.Π. Κάποτε το αισθητικό αποτέλεσμα υποφέρει από αυτή την παρείσφρηση.
Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τα δημοσιογραφικά στερεότυπα, εκούσια ή ακούσια, είναι βαθιά ριζωμένα μέσα του. Π.χ. «Ίτε, παίδες Ελλήνων, η πατρίδα θα λευτερωθεί». (σελ. 31) Φράσεις και εκφράσεις, ευρέως διαδεδομένες ρήσεις, που φθάρηκαν μέσα στην πολλή χρήση, τριβή και συνάφεια δεν προσφέρουν και ό,τι καλύτερο στο ποιητικό αποτέλεσμα: «Βρήκαν ανοικτή την Κερκόπορτα. / Μπήκαν στην πόλη οι εχθροί». (σελ. 32)
Δίκαια, ο Π.Π. άφησε για το τέλος μια μικρή ενότητα από τέσσερα ποιήματα, η οποία και φέρει υπότιτλο «Τα πολύ δικά μου». Είναι όλα πολύ τρυφερά, συγκινητικά, δοτικά και ζεστά, αφιερωμένα σε τέσσερα χωριστά μέλη της οικογένειάς του. Μέσα από αυτά αναδεικνύεται η μεγάλη ευαισθησία του δημιουργού τους.
Δεν ξέρω αν θα υπάρξει συνέχεια στην ποιητική προσπάθεια του Π.Π. Εκφράζω όμως τη βεβαιότητα πως αν υπάρξει θα είναι αξιοπρόσεκτη, αξιόλογη και πολύ αξιοπρεπής.