«Η μάνα του» του Μιχάλη Παπαδόπουλου σε σκηνοθεσία Αλεξίας Παπαλαζάρου.

Η πρώτη σκέψη που έκανα παρακολουθώντας την Αλεξία Παπαλαζάρου επί σκηνής να αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της ήταν ότι το να υποδύεσαι τον εαυτό σου είναι ίσως ο πιο δύσκολος ρόλος που υπάρχει. Είναι μια ιστορία πασίγνωστη ανά το παγκύπριο που γράφτηκε με κόκκινο μελάνι παράλληλα και επάλληλα με τις πιο τραγικές και επώδυνες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου.

Αυτά τα 85 λεπτά που διαρκεί η παράσταση με το έργο «Η μάνα του» νιώθεις ότι είναι απλώς μια μικρή χαραμάδα στον χρόνο, μέρος μιας άλλης αληθινής και συνεχόμενης τραγωδίας, ενός ατέλειωτου εφιάλτη που διαρκεί 50 χρόνια τώρα. Η Αλεξία δεν μοιάζει απλώς σαν να είναι έτοιμη από καιρό, αλλά σαν να προετοιμαζόταν μια ζωή γι’ αυτό, σαν να έλαβε την απόφαση ν’ ακολουθήσει επαγγελματικά τη ρότα του θεάτρου μόνο και μόνο για να φτάσει κάποτε σ’ αυτή τη συγκυρία. Σ’ αυτή τη χαραμάδα που θέλει να χωρέσει την πιο προσωπική ιστορία: την πονεμένη ιστορία ενός ολόκληρου λαού.

Δεν νομίζω ότι τίθεται ζήτημα πως αποτελεί μια μεγάλη και εξαγνιστική πρόκληση το να ανεβαίνεις στο σανίδι και να συμμετέχεις σε μια παράσταση στην οποία σκαλίζεις και αναζητείς τα μεγάλα «γιατί» της ζωής σου, τα μεγάλα «γιατί» της οικογένειάς σου, τα μεγάλα «γιατί» της μάνας σου. Μεγάλα «γιατί» που με τον χρόνο δεν συρρικνώνονται, αλλά διαστέλλονται και παραβαραίνουν.

Είναι στιγμές που ως θεατής αισθάνεσαι μέχρι και άβολα παρακολουθώντας τη να κοιτάζει τον εκτυφλωτικό ήλιο της προσωπικής και συλλογικής μνήμης, κατάματα, κατάσαρκα, βιωματικά. Τόσο κατάματα που απορείς με το σθένος της, δεδομένου ότι το σώμα και το πνεύμα της είναι καταπονημένο. Όμως, φαίνεται ότι αυτή η πορεία ήταν μια πορεία σφυρηλασίας. Η οποία φτάνει σ’ ένα μεγάλο ορόσημο, ένα σταθμό, μια ολοκλήρωση. Η Αλεξία ανεβαίνει την ανηφόρα και συναντά επιτέλους τη μάνα της την Αγαθονίκη για να της πει όλα όσα ήθελε, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να της πει. Αποζητά έτσι ένα μικρό μερίδιο λύτρωσης.

Το έργο που έγραψε ο Μιχάλης Παπαδόπουλος δεν είναι ούτε προσπαθεί να είναι ένα ντοκουδράμα. Οι ήρωες είναι υπαρκτοί, κάποιοι είναι ζωντανοί, η ιστορία είναι ζωντανή και τρέχουσα, η πληγή χαίνουσα. Δεν χρειάζεται να την ξύσει κάποιος, εξακολουθεί να αιμορραγεί ακατάπαυστα. Η έρευνα έγινε με βάση περιγραφές μελών της οικογένειας Παπαλαζάρου και συνεντεύξεις ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα από πρώτο χέρι.

Όμως, η ανασύνθεση των γεγονότων δεν προορίζεται να λειτουργήσει ως αντανάκλαση ή αναπαράσταση της πραγματικότητας, ούτε καν ως ερμηνεία της. Το κείμενο γράφτηκε με τρόπο που να λειτουργεί σαν ένα υβρίδιο ταύτισης και αποστασιοποίησης, μεταπηδώντας συνεχώς υφολογικά από τον νατουραλισμό στη «μαγική τεκμηρίωση». Τα συγκλονιστικά πραγματικά γεγονότα και οι επιπτώσεις τους δεν υπερεκτιμούν την ιστορική πιστότητα αλλά συνυποδηλώνονται με τρόπο λυρικό, ονειρικό, σαν να ξεπηδούν εκείνη την ώρα μπροστά σου μέσα από το φορτισμένο μνημονικό της αφηγήτριας. Με τον τρόπο αυτό το συναίσθημα δεν κρύβεται, αλλά φλογίζει τα γεγονότα αποκαλύπτοντας αθέατες πλευρές και εναλλακτικές ερμηνείες τους.

Η σκιτσαρισμένη δράση εκτυλίσσεται μέσα από τέσσερις γυναίκες: την αφηγήτρια, τη μητέρα της (Χριστίνα Χριστόφια) και δύο από τις αδερφές της- προφανώς τις μεγαλύτερες (Ηλιάνα Κάκκουρα, Μυρσίνη Χριστοδούλου). Η αφήγηση θα μπορούσε να ξετυλιχτεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους κι από πολλές διαφορετικές σκοπιές. Εδώ η επιλογή είναι η εστίαση στη «μάνα του» αδικοσκοτωμένου, τη μόνη ιδιότητα που αναγνώριζε στον εαυτό της από τα 36 της χρόνια κι έπειτα η -μητέρα 9 παιδιών- Αγαθονίκη. Η γυναίκα που είδε μέσα σ’ ένα χρόνο να καταδύονται στον σκοτεινό κρατήρα του κυπριακού δράματος τα δύο πρώτα της αγόρια. Κι ο σκοπός της στη ζωή –που δεν ευοδώθηκε- ήταν η κάθαρση και η δικαιοσύνη, ψυχανεμιζόμενη ίσως μ’ έναν μεταφυσικό σχεδόν τρόπο ότι αυτό ήταν το  απόλυτο διακύβευμα για ολόκληρη τη γκρεμοτσακισμένη χώρα.

Αλλά προσοχή: δικαιοσύνη κι όχι εκδίκηση. Πέρα από ένα ξερό και συμπυκνωμένο επετειακό μάθημα ιστορίας προς τη νέα γενιά, το έργο κατορθώνει να συνομιλεί με «καυτά» θέματα που απασχολούν την επικαιρότητα σήμερα. Είναι αυτό το χάσμα ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την εκδίκηση που αποτελεί το κυρίαρχο ζήτημα σ’ έναν φαύλο κύκλο αίματος. Η εκδίκηση όχι μόνο δεν φέρνει κάθαρση, αλλά προκαλεί πόνο με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου.

Είναι όμως προτιμότερη η ατιμωρησία; Αυτό το ερώτημα αιωρείται αδυσώπητα. Πάντως, εδώ δεν μιλάμε για περίπτωση παρελθοντολαγνείας ή για μαζοχιστική ανάξεση πληγών. Είναι μια ποιητική απεικόνιση, μια υποκειμενική μίμηση της πραγματικότητας, που δεν αναπαριστά αλλά παριστά τη διαλεκτική σχέση με την ιστορία και την αφαιρετική μυθοποίηση του βιωμένου.

Στο εγχείρημα συμβάλλουν η απλότητα και η διαχρονική ευχρηστία της σκηνογραφικής και ενδυματολογικής πρότασης του Εδουάρδου Γεωργίου, η ασκητική μουσική επένδυση του Γιώργου Κάρβελλου και το αισθαντικό βίντεο του Γιώργου Αλεξάνδρου, που διαγράφει τις μορφές νέων ανθρώπων που αγαπούσαν τη ζωή πάνω στα λευκά πουκάμισα της αγνότητας και της λεβεντιάς.

Ελεύθερα, 5.11.2023