Στις αρχές των 00’s μία μεσοτοιχία χώριζε το παλιό μου γραφείο στο -της τότε εποχής, των τεσσάρων εκδοτών- κραταιό Mega από εκείνο της «Εμπόλεμης Ζώνης» του Σωτήρη Δανέζη – ενός ρεπόρτερ που είχε μεταπράξει την καθημερινότητα της δημοσιογραφίας σε τόπο δράσης, έξω από το στενεμένο άλλοθι της «είδησης» και του αγκομαχητού της· εκείνης που γεννιέται, πεθαίνει, ανασυντάσσεται και που, αν έχεις διαβάσει και πέντε καλά βιβλία ιστορίας, γνωρίζεις ακριβώς τη μέση και το τέλος της σαν μαθηματική πράξη.

Με γοήτευε βαθύτατα, γιατί συνέδεε το άγνωστο, με κάτι χρήσιμο: το τώρα. Ιδιαίτερα σε μία εποχή όπου τα ταξίδια για τις ανάγκες τηλεοπτικών εκπομπών ευθυγραμμίζονται πια με τη χαζομάρα και το having fun των γρήγορων video clips και lice «απόψεων» σαν ταχύτατα στοπ καρέ μιας tv personas που αγωνιά αυθημερόν για τα «νούμερα» της Nielsen και του «καλού προφίλ» στην κάμερα, ο Σωτήρης περιέβαλλε τους ανθρώπους -ξένους ανθρώπους- με αγάπη και ενδιαφέρον, εντάσσοντάς τους στην πραγματική ζωή, απαλλαγμένους από φανατισμούς, «μεταφραστής» και αγγελιαφόρος, όχι με δάχτυλο σηκωμένο, αντιδραματικός και ακριβής. Καθαρόαιμη τηλεοπτική ποίηση.

Ειδικά εκείνη την τηλεοπτική σεζόν που κάπως τον «ζούσα» παράλληλα και εκ των έσω, νικημένος από ακατάσχετη περιέργεια, μάθαινα όλη τη διαδικασία -πρακτικά πράγματα, μικρές «συνωμοσίες» μεταξύ συντακτών- του πώς να βρίσκεσαι στα πιο επικίνδυνα σημεία, να εντάσσεσαι μέσα στον ενδεχόμενο θάνατό σου αλλά ταυτόχρονα να απέχεις – με λίγη τύχη και εκτός ατυχημάτων, πιστός μάλλον σε κάτι που είχε πει ο Ρόμπερτ Κάπα, φωτορεπόρτερ και συνιδρυτής του «Magnum Photos»: «Σε έναν πόλεμο πρέπει να βρίσκεσαι σε ένα από τα δύο χαρακώματα, διαφορετικά θα τρελαθείς!».

Θυμάμαι λόγια δικά του: «Επιστρέφοντας, κάθε φορά, σκέφτομαι εκείνους που αφήνω πίσω. Τους ανθρώπους που γνώρισα, οι οποίοι θα συνεχίσουν να ζουν στις ίδιες συνθήκες, στην ίδια σκληρή πραγματικότητα που ζήσαμε μαζί. Εγώ, για λίγες μέρες, εκείνοι για πολλά χρόνια ακόμα, ίσως για μια ολόκληρη ζωή. Το μόνο που μπορώ να κάνω για να τους βοηθήσω, είναι να πω την ιστορία τους».

Η εισβολή στον Παναμά, η Ρουάντα, το Κόσοβο, η αποστολή στη Βαγδάτη, η αποστρατικοποιημένη ζώνη στα σύνορα Βόρειας και Νότιας Κορέας, οι «Ερυθροί Χμερ» του Πολ Ποτ, η βύθιση του Κουρσκ, οι ζούγκλες της κοκαΐνης στην Κολομβία – όλα αντανάκλαση της ιστορίας, ατόφιο ταλέντο τού να παρατηρείς και να καταγράφεις, τού να θεωρείσαι και να «είσαι» φυσικό παιδί του Ηρόδοτου. Απ’ το Σωτήρη (και τους μουτζαχεντίν δημοσιογράφους του) αντιλαμβανόμουν πια πόση μεγαλύτερη γοητεία διαθέτουν οι περιθωριακοί άνθρωποι -άνθρωποι αουτσάιντερ- από τους προβεβλημένους, ιδιαίτερα αν έχεις δίπλα σου μία καλή αφήγηση ενός μάρτυρα σε ένα γεγονός, στην παραδοξότητα των αντιθέσεων του κόσμου, τον γεμάτο από διαπλοκή, αφεντικά και κλισέ (σ’ αυτό τον κόσμο που «δεν θα αλλάξει ποτέ», όπως έγραψε ο ποιητής Γκάτσος, ησυχάζοντάς μας).

Μία προσωπική του ιστορία, κάποια στιγμή, μας έφερε κοντά – πολύ παράδοξα. Κι ήμουν περίπου σαν «ευνοούμενος» ανάμεσα στα «παιδιά» του – κάτι σαν κομπάρσος στις ατάκες του David Lock απ’ το «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» που παρατηρούσε έναν άνθρωπο να απέχει από τα επιφανή και να κατεπείγεται για πραγματική τηλεοπτική λογοτεχνία. Ήμουν τυχερός.

Δεν θυμάμαι πότε -σε ένα παλιό εστιατόριο στους Αμπελόκηπους ή σε ένα ωριαίο τηλεφώνημά του από την Πράγα, όπου βρισκόταν σε αποστολή- μου είπε αυτό, που το κατέγραψα αυτοστιγμεί σε ένα κασεττοφωνάκι και το ανασύρω: «Αισθάνομαι ότι υπάρχουν συγκλονιστικές ιστορίες στον κόσμο που ζούμε, οι οποίες έχουν καταδικαστεί στην αδιαφορία και στην άγνοια. Η πληροφορία που διοχετεύεται από τα διεθνή ΜΜΕ είναι mainstream – και ό,τι δεν είναι mainstream δεν θα ακουστεί και δεν θα γραφτεί ποτέ. Έχει, τουλάχιστον, ενδιαφέρον να γνωρίζουμε τι συμβαίνει έξω από τον μικρόκοσμό μας, μας βοηθά και μας μαθαίνει να αντιμετωπίζουμε με διαφορετικό τρόπο, ακόμα και τα δικά μας μικρά ή μεγάλα προβλήματα. Αν υπάρχει έστω και μία μικρή ελπίδα, μια μέρα, κάποτε, στο κοντινό ή στο απώτερο μέλλον, να αλλάξει κάτι σ’ αυτό τον κόσμο, αυτό θα συμβεί από τους ευαισθητοποιημένους και τους ενημερωμένους πολίτες. Η εναλλακτική μας είναι να συνεχίσουμε το ζάπινγκ, να κοιμόμαστε με ήσυχη τη συνείδησή μας, το πρωί να πηγαίνουμε στη δουλειά, το απόγευμα για ψώνια και το βράδυ σε trendy στέκια. Εμένα δεν με γεμίζει αυτό το lifestyle, δεν πιστεύω ότι ήρθαμε σ’ αυτό τον κόσμο για να τον γεμίσουμε σκατά και σκουπίδια και να φύγουμε».

Αγαπημένε μου Σωτήρη, παρακολουθώντας κάθε βράδυ από το YouTube όλες αυτές τις ανταποκρίσεις που στέλνεις τις τελευταίες εβδομάδες στο Open TV απ’ τον νέο πόλεμο, δίπλα μας, με το κράνος στο κεφάλι και τη φωνή σταθερή -εντός ή εκτός υπόγειων στοών, στη Λωρίδα της Γάζας, δίνοντας πραγματικά νόημα στο «λειτούργημα» που οι πλείστοι καταντήσαμε «επάγγελμα»- αντικειμενικός μα όχι αμέτοχος, εντυπωσιακός χωρίς επί τούτου εντυπωσιασμό, σου ζητάω συγνώμη που δεν τήρησα αυτό που σου ‘ταξα στα «χρόνια της αθωότητας», που βούλιαξα στον καναπέ, στα γρήγορα καλά λεφτά και στην ομφαλοσκόπηση, και απέμεινα σ’ ένα απλό search στις πτήσεις για το Αφγανιστάν και τα βόρεια σύνορα της Συρίας – σ’ αυτά που, όπως πολύ καλά ξέρεις, θα ‘διναν το πραγματικό μπιτ· το μπιτ μιας ζωής που θα άξιζε να ονομαστεί «ανεπανάληπτη»…

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 5.11.2023