Υπάρχει μία γυναίκα -λαϊκή γυναίκα, γύρω στα ογδόντα- που κάθε απόγευμα ξεχορταριάζει γύρω από τον τάφο του πεθαμένου της κάθε απρόσκλητο βλαστάρι, ανάβει καντηλάκι, σταυρώνοντας τα χέρια και θυμιατίζοντας το χώρο με προσοχή – σχεδόν δεν ακούγεται η φασαρία από τη λεωφόρο Λάρνακος με τα μηχανάκια και την κίνηση της έντασης και της τσίπλας (εικόνα σαν απ’ τα πρώτα μυθιστορήματα του δολοφονημένου Κουμανταρέα, που έφτασε μετά στην κόψη).

Χθες την παρατήρησα ξανά – έμοιαζαν με ιεροτελεστία οι κινήσεις, το φέρσιμό της, κάτι αποτυπώματα που ήθελε να αφήσει στα πλαστικά λουλούδια που βρίσκονταν μέσα από το τζαμάκι με την ασπρόμαυρη φωτογραφία του πεθαμένου της -ετών 24, μάλλον γιος-, τη λερωμένη από τη βραδινή βροχή ταφόπλακα με τα αμυδρά μαύρα γράμματα των ονομάτων και το ριγμένο λαδάκι -τάφος οικογενειακός, σίγουρα- που έπλενε με έναν κουβά γεμίζοντάς τον ως τη μέση από ένα βρυσάκι στο πλάι της μικρής εκκλησίας.

Στο «Κωνσταντίνου και Ελένης» γινόταν εκείνη την ώρα μια κηδεία – σ’ αυτό το αστικό νεκροταφείο που κάθε χιλιοστό γης ψελλίζει κάτι ήδη τετελεσμένο, κάτι τυπικά βεβαιωμένο στην πίκρα του· στον θάνατο που είναι πάντα ένας θάνατος.

Συνειδητά παρατηρούσα ταυτόχρονα τη μάνα εκείνη με το τσεμπέρι και τη μαύρη παραφουσκωμένη τσάντα, καθώς περνούσε η νεκροφόρα δίπλα από τη λασπωμένη εικόνα του γιου της πατώντας κατά λάθος το κουτί με τα καρβουνάκια που είχε αφήσει λίγα μέτρα μακριά από την άσπρη πλάκα – πώς, άραγε, να νιώθει; Και σκέφτηκα να την ενοχλήσω – μια κουβέντα η οποία, κάπως, μπορεί να εκτροχιάσει μερικές σκέψεις που ίσως να τη βυθίζουν σε κάποιον ζωντανό της Άδη που επισκέπτεται κάθε μέρα· ένα «τετέλεσται» με συγκεκριμένο παραλήπτη: Εκείνην.

«Στην άσφαλτο κουρσάρος

με καράβι τη μοτοσυκλέτα

παντιέρα το μπουφάν το πλαστικό.

Στα 18 σου έσπασες τα φρένα

ταξιδεύεις για ταξίδια άλλα.

Κυκλοφοράς μονάχα φτιαγμένος

ο κόσμος όλος χίλια κυβικά.

Είσαι αγριεμένος

είσαι κουρασμένος

έχεις τη ζωή στη σέλα σου γραμμένη.

Για κάποιο φόνο είσαι γεννημένος».

Η ιστορία του παιδιού εκείνου που πέθανε ένα σαββατόβραδο φεύγοντας από την «Blinkers», ήταν από αυτές που περνάνε στα ψιλά σαν καθημερινότητα, με περιττές κουβέντες απ’ τα στόματα άσπονδων συγγενών: «Ήθελεν τα κι έπαθεν τα!». Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν μπορείς να το πεις στη μάνα – είναι μάνα! Αν και θα ‘θελα να της εξηγήσω, έτσι όπως κάθισα για λίγο μαζί της, μ’ όλη την ασφάλεια των μισών χρόνων της δικής της ζωής, της ελαχίστως πικρής από τη δική της όταν σήκωνε το τηλέφωνο και της ανακοίνωναν πριν από δύο δεκαετίες το αναπόφευκτο, πως, όχι, δεν μπορείς να έχεις «ζωντανή» σχέση με έναν πεθαμένο– δεν γίνεται, είναι μάταιο, δεν καθορίζει, δεν αλλάζει στο παραμικρό την αναπνοή που κόπηκε, δεν μεταβάλλεται το μόνο σίγουρο του βίου από τις προσευχές, τα κόλλυβα και τα μνημόσυνα.

Το λέω συχνά και στη δική μου μάνα αυτό, που κλαίει ενίοτε και για τους δικούς της νεκρούς -όταν την πιάνει το παράπονο τού «αν το ‘χα χειριστεί τότε αλλιώς»- και σέρνει στην ψυχή της, σιωπηλά συνήθως, δραματικότητες που κανονικά θα έπρεπε να είχε ήδη επουλώσει αντί να ρίχνει δάκρυα που -κανονικά- σπαταλάει: «Συγνώμη αν φαίνομαι κυνικός μα, καμιά φορά, σκέφτομαι μήπως χάνεις χρόνο…», της λέω – προσπαθώντας, κυρίως, να το πιστέψω κι εγώ.

Όλα όσα σε απασχολούν θα πρέπει να έχουν συζητηθεί στη γη προτού συμβεί το αναπόφευκτο – τη μοναδική βεβαιότητα της ζωής μας και το πιο δυνατό κρυφό χαρτί που κρατάει στις παλάμες του ο Θεός για να μας το συντάξει -ως έκπληξη, κάποτε- γι’ αυτό που ποτέ δεν μπορείς να προγραμματίσεις: Σήμερα, αύριο, σε δέκα χρόνια, διασταυρώνοντας ένα κυριακάτικο πρωί την Αθαλάσσης; Αλλιώς θα τα κουβαλάμε όλα ως ενοχή ή ως ευλογία (σπάνια, γιατί πάντα θα παραμένουν «εκκρεμότητες» που διαιωνίζονται, ιδιαίτερα με την εξιλέωση συνήθως των πεθαμένων που θέλουν να μετατρέπουν στο μυαλό μας το κάποτε χαστούκι σε πατρικό χάδι). Όλα τ’ άλλα, λυπάμαι, αλλά είναι τσάμπα κλάματα.

Κάποια λουλούδια που πήρα από την σε εξέλιξη κηδεία, της τα έδωσα στο χέρι: «Βάλτε τα από σήμερα στο γιο σας, μην έρθετε και αύριο, κρίμα είναι…». Ήταν σίγουρα μια αφελής κουβέντα τυμβωρυχίας– το κατάλαβα στο βλέμμα της. Όσα φιλολογικά κι αν είχα να της πω, είναι μάταιο να εξηγείς τη χαρά της ζωής όταν σε σέρνει το παράπονο, η οργή, το πένθος που αισθάνεσαι περίπου και σαν «υποχρέωση» – όταν είσαι ήδη από χρόνια πεθαμένη και απλά κατοικείς ανάμεσα σε ζωντανούς.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 29.10.2023