«Όποιος θέλει να χωρίσει να σηκώσει το χέρι του» του Γιώργου Καπουτζίδη σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου.

Νομιμοποιείται ένα κρατικό θέατρο, όπως ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ή και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, να ποντάρει στο θεατρικό ντεμπούτο ενός επιτυχημένου τηλεοπτικού κωμωδιογράφου; Κι αν ο ΘΟΚ προσέβλεπε απλώς σε μια εισπρακτική επιτυχία, ακολουθώντας μια τελεσφόρα συνταγή «χαμηλών λιπαρών» που δοκιμάστηκε ήδη δις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τότε γιατί επέλεξε να ανεβάσει το έργο στη Νέα Σκηνή κι όχι στην Κεντρική με τις υπερδιπλάσιες θέσεις; 

Νομίζω ότι το δεύτερο ερώτημα είναι πιο ενδιαφέρον από το πρώτο, το οποίο είναι περισσότερο ιδεολογικής, παρά καλλιτεχνικής φύσης και για πολλούς είναι μάλλον ρητορικό. Χωρίς να έχω παρακολουθήσει την παραγωγή που ανέβηκε στο Θέατρο Ήβη για τρεις σεζόν και προσέλκυσε πάνω από 55 χιλιάδες θεατές ή την παραγωγή που ανέβηκε πέρσι στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης και φέτος συνεχίζεται στο Θέατρο Μονής Λαζαριστών, νομίζω ότι η πρόταση του ΘΟΚ κολακεύει το έργο. Υπό την έννοια ότι, κάτω από την καθοδήγηση του ικανότατου σκηνοθέτη Γιάννη Παρασκευόπουλου, ο πολυχρηστικός και εργαστηριακός χώρος της Νέας Σκηνής ανέδειξε σαν μεγεθυντικός φακός τις αρετές του και -αντίθετα- θάμπωσε στο βλέμμα του θεατή τις αδυναμίες του. Ο Παρασκευόπουλος, άλλωστε, γνωρίζει το κείμενο απ’ την καλή και την ανάποδη, όντας βαρύνων βοηθός του Γιώργου Καπουτζίδη στην παραγωγή της Θεσσαλονίκης.

Στον πυρήνα του το έργο δεν είναι μια σπαρταριστή φάρσα, αλλά θέλει να είναι μια «γκρίζα» και σκεπτόμενη κωμωδία που έχει κάτι να πει και κάτι να ερεθίσει. Κι αυτή ακριβώς είναι και η τρωτότητά του, καθώς αν χαθεί έστω και για μια στιγμή ο σωστός τόνος, υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος να μετατραπεί σε μια μελοδραματική και διδακτική διακήρυξη ή σ’ έναν λαϊκίζων τραγέλαφο. Αυτό ενδεχομένως να το υποψιάζεται κι ο ίδιος ο συγγραφέας γι’ αυτό και δεν εμπιστεύεται ούτε… τη σκιά του στη σκηνοθετική ανάθεση, παραδίδοντας τελικά τη σκυτάλη, μετά από δύο δικές του σκηνοθεσίες, σ’ έναν έμπειρο θεατράνθρωπο στον οποίο ήδη έθεσε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων.

Με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι δεν πρόκειται για μια καλοκουρδισμένη, αρκετά συμβατική και συντεταγμένη κωμωδία, που προσφέρει άφθονο γέλιο και διασκέδαση. Μάλιστα, χωρίς να αμφισβητεί το σφυρήλατο σκηνικό αλφαβητάρι, διαπνέεται από μια φρεσκάδα λυτρωτική. Διαπνέεται επίσης από μια νότα ρομαντικής αθωότητας, που προφανώς πηγάζει από το κείμενο αλλά είναι απαραίτητη η υφολογική της διαχείριση για να μη διολισθήσει κατά την πρακτική της συντέλεση προς την αφέλεια.

Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος πέτυχε έναν πρωταρχικό στόχο που είναι η χημεία της υποκριτικής ομάδας, παρά το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς δεν γνωρίζονταν, ούτε είχαν συναντηθεί ποτέ καλλιτεχνικά πριν από τρεις μήνες, γεγονός που αφαιρεί ένα χαρακτηριστικό πλεονέκτημα της κυπριακής θεατρικής κονίστρας. Έχοντας εξασφαλίσει την ομοθυμία, μπορούσε πλέον να διοργανώσει και να ταξινομήσει την ορμητική εναλλαγή και αλληλεπίδραση προσώπων και καταστάσεων, την ξιφομαχία στιχομυθίας, τη «σάρκινη» χαρακτηρολογία, για να μπορέσει να κρύψει… φανερώνοντας τις πτυχές του έργου.

Το αστικό διαμέρισμα της πρωταγωνίστριας, της Δήμητρας, το οποίο μαστόρεψε εργονομικά η Λυδία Μανδρίδου γίνεται κέντρο διερχομένων, με το σημείο εισόδου/ εξόδου των «επιδρομέων» να βρίσκεται… παντού- ακόμη και στην πλατεία. Παρά την κοσμοπλημμύρα στη σκηνή, παρά την κυριολεκτική στην υπόθεση πλημμύρα από το ταβάνι, που συνοδεύεται κι από μια ακατάσχετη διαρροή ανομολόγητων μυστικών, η παράσταση δεν λιμνάζει σε κανένα σημείο. Η γραμμή που ακολουθεί βρίσκει τα εργαλεία και τη σκηνική οικονομία να απελευθερώσει τη δράση βαθμηδόν, με εύστοχα και σύγκαιρα διαλείμματα κωμικής αποφόρτισης.

Οι προσηλωμένοι ηθοποιοί εκπλήρωσαν ευόρκως την αποστολή που τους ανατέθηκε, συντηρώντας την αδιάκοπη κίνηση και δράση, χωρίς κενά, με τάιμινγκ και νεύρο στις ατάκες και με τα εύθυμα σούρτα φέρτα να μην παρασύρονται στη σφαίρα της γελοιογραφίας. Παρατήρησα ότι ο ρόλος της μητέρας της Δήμητρας ανατίθεται από τον συγγραφέα με συγκεκριμένες προδιαγραφές και σ’ αυτές περιλαμβάνονται η εμπειρία, η καταξίωση, η επικοινωνιακότητα και η γνήσια κωμική φλέβα. Είναι ρόλος- καταλύτης, παρότι σύντομος και κατά κανόνα το όνομα σε κάθε παραγωγή αλλάζει ανάλογα με το μικρό όνομα της εκάστοτε ηθοποιού: Κατιάνα (Μπαλανίκα), Έφη (Σταμούλη) και τώρα Έλενα (Ευσταθίου). Είναι ένας φόρος τιμής στην ηθοποιό που τον ενσαρκώνει κι ένα κλείσιμο του ματιού στον θεατή που προσδοκά μια πιο παιχνιδιάρικη ταύτιση.

Η γενική υποκριτική τροχιά, πάντως, με την εξαίρεση του αβανταδόρικου χαρακτήρα της Κικής (Πολυξένη Σάββα), επιζητεί τη διάδραση μεταξύ των ηθοποιών και δεν λοξοκοιτάζει το κοινό. Έτσι επιτυγχάνεται μια άλλου είδους ταύτιση, πιο ουσιαστική.

Θεωρώ ότι εκ του σκηνικού αποτελέσματος η υποθετικά τολμηρή επιλογή του ΘΟΚ δικαιώθηκε.

Ελεύθερα, 29.10.2023