Η ιστορία ενός ξένου που μένει δίπλα από εσένα.

Αυτός είναι ο Χουσεΐν. Κατάγεται από την Περσία. Είδε στα 24 του χρόνια πτώματα στη μέση της ασφάλτου με τανκς που μάτωναν τις ρόδες (κυριολεκτικά), τη μάνα του να ουρλιάζει καθώς της τράβαγαν το μωρό της (την αδελφή του) που μόλις είχε γεννηθεί σε ένα υπόγειο στη δίπλα χώρα, σπλάχνα να εξακοντίζονται στον πολυβολημένο ουρανό μιας πόλης με δισύλλαβο όνομα στα σύνορα με τη Συρία, χώματα που ανακατεύονταν με σμπαραλιασμένες καρδιές και συκώτια ξεβγαλμένα από το σώμα, καθώς οι διαφόρων ειδών εχθροί (ούτε ο ίδιος δεν ήταν βέβαιος αν ήταν «δικοί τους», Ρώσοι, Τούρκοι ή τζιχαντιστές) έπαιζαν σαν σε παρτίδα επιτραπέζιου παιχνιδιού την αναπνοή του – κανέναν δεν ενδιαφέρει αν ζεις, αν πεθαίνεις, αν αιμορραγείς στον πόλεμο όταν είσαι μία ακίδα της άμμου.

Ήρθε την προηγούμενη βδομάδα στο σπίτι μου για να μου κάνει τη μετακόμισή μου, υπάλληλος σε συνεργείο – άλλη περιοχή, άλλες παραστάσεις, άλλες εικόνες, άλλοι άνθρωποι και ιδέες. Κάποια στιγμή, όταν μείναμε οι δυο μας, σταμάτησε το κουβάλημα και με ρώτησε αν έχω skype. Κάναμε μαζί τη σύνδεση με κάποιο ξενοδοχείο- πανδοχείο – κράταγε σε χαρτάκι (φυλαχτό πολύτιμο) ένα e-mail σαν συνθηματικό και το δοκιμάσαμε δυο τρεις φορές. Περιμέναμε κανά δεκάλεπτο μέχρι κάποιοι να φωνάξουν άλλους από τη reception– μία κούπα καφέ και κάποια μεταξοτυπία με γκαμήλες ήταν ό,τι θαμπά αντίκριζα στο πλάι.

Κάθισε στον υπολογιστή μου κι έβαλε στ’ αφτιά του τα ακουστικά. Είδα τον πατέρα του να του θυμώνει. Μετά τη θεία του. Ύστερα μία γυναίκα με μαντίλα να κλαίει. Έκλαψε κι αυτός και χτύπησε δυνατά τα χέρια του στο πληκτρολόγιο. Οι συνάδελφοί του από τη μεταφορική του είπαν «έχουμε δουλειά» και «τελείωνε!» και «τι σε έχουμε εδώ, ρε;» – υπάκουσε σαν δαρμένο ελάφι πριν το κυνήγι. «Γιατί έφυγες;», τον ρώτησα. «Για να μη με σκοτώσουν!», είπε με τα μισοελληνικά του και σήκωσε στους ώμους του ένα βαρύ χαρτοκιβώτιο «νουνού».

Η ιστορία του Χουσεΐν είναι κοινός τόπος στην Ευρώπη με τα δεκάδες ρεπορτάζ-αφορμή πραγματικότητας στη διπλανή «πόρτα» που πλέον «συνηθίσαμε»: Βόμβες στη γειτονιά, ανατίναξη τεμένους, κρυφτό στα ερείπια, ένα υπόγειο γεμάτο από παιδιά, φορτηγά του «Ερυθρού Σταυρού», φαγητό σε ντενεκεδένια κιβώτια, νερό με τις χούφτες από μεγάλα καζάνια δίπλα από εκείνα με το γάλα, καταμέτρηση ατόμων, χιλιόμετρα δρόμων, πέρασμα στην Τουρκία, θάλασσα, σωσίβια, βάρκες, Λέσβος, Αθήνα αν είναι αρκετά τολμηροί ή τυχεροί – στο μεσοδιάστημα λεφτά, λεφτά, λεφτά, χίλια ευρώ το κεφάλι περίπου για κάθε (μη) «ασφαλές» πέρασμα. Ή από τη στεριά: Από τα σύνορα της Βουλγαρίας ή της Τουρκίας, μέσω Έβρου, διασκορπισμένοι σε Κομοτηνή και Αλεξανδρούπολη πριν πάρουν τα ΚΤΕΛ για τη Γη της Επαγγελίας – την Αθήνα.

«Και τώρα τι;», τον ρώτησα. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτάκι με κόκκινο σταυρό σε λευκό πλαίσιο (λέξεις γραμμένες με χέρι άλλου): «Norway, Sweden, Denmark», απάντησε. Κι ύστερα μου το έδειξε (για να καταλάβω): «I hope. Big countries. Friends. Work. Food. No war… Safe!». Τα είπε όλα με την τελευταία του λέξη.

Στο σπίτι που μένει, κοντά στην Αχαρνών, μοιράζεται το δωμάτιό του μαζί με άλλους τέσσερεις: Έναν Σύριο, δύο Αφγανούς και έναν Παλαιστίνιο όλοι πρόσφυγες. Μου εξηγεί πως αυτό που τους διώχνει από τη χώρα τους είναι κυρίως ο φόβος κι εκείνη η προσπάθεια να αγκιστρωθείς από μία ελπίδα για το «καλύτερο» που ενδεχομένως να μετατραπεί σε χειρότερο και «λίγο» –  αλλά είναι, τελικά, το «ελάχιστο» καλύτερο από το «μηδέν».

«Ποια πατρίδα σε διώχνει

και ποια σε χρειάζεται

ποια σε νοιάζεται

ποια Γη;

Ποια εικόνα

στα στήθια του κόσμου τραντάζεται;

Σαν ανάσταση ζώντος Θεού

που αργεί…».

Λίγο πριν φύγει, ξανασυνδεθήκαμε με τη μαμά του. «Δεν ξέρω πότε θα ξαναβρώ internet, είναι ευκαιρία τώρα», μου εξήγησε. «Κι αυτή μπορεί να φύγει. Για αλλού. Και να τη χάσω. «So, it’s better to talk to her now». Στην οθόνη χαμογελάει ένα μωρό που μόλις ξύπνησε – προφανώς και δεν ξέρει την αλήθεια του κόσμου. Ο Χουσεΐν χαϊδεύει τα μάγουλά του. Και, πρώτη φορά, το σκοτεινό του βλέμμα παίρνει μια έκφραση από εκείνες τις ακατανόητες στον κοινό νου χαζεύοντας το δεδομένο. «My little brother!», λέει. «He is one year old. I didn’t see him, face to face. Only from internet».

Περίπου καταλαβαινόμαστε. Στραγγίζει το φανελάκι του από τον ιδρώτα της δουλειάς και κάθεται σ’ ένα πεζούλι. Απ’ τον δρόμο τον κοιτάνε περίεργα. «They don’t like me. Because I am not Greek». Τα γνωστά… Μπαίνει στο φορτηγό και χάνεται για την επόμενη μετακόμιση. Με χαιρετάει. Στο στόμα μου έχω πίκρα. Πίκρα για εκείνον, πίκρα για όλους εμάς, πίκρα για την αναμενόμενη μεγάλη επέμβαση μέσα στη Γάζα, πίκρα για τους νέους πρόσφυγες, πίκρα που -και πάλι- όσοι Παλαιστίνιοι -«ασπίδα» των δολοφόνων της Χαμάς, άοπλοι- καταφέρουν να φτάσουν εδώ θα ‘ναι ανεπιθύμητοι και επί της ουσίας «ξένοι» και μη καλοδεχούμενοι ως «αλλόθρησκοι», ως «μουσουλμάνοι».

Ακούω ήδη τις γνωστές φωνές: «Πόσους ακόμη; Όχι άλλους». Και που να πάνε; Κι η «καραμέλα» – για τις διεφθαρμένες ΜΚΟ, για το «ανθρωπιστικό πρόβλημα», για το «πρέπει να βρούμε λύση σε συλλογικό επίπεδο, ευρωπαϊκό» κ.λπ. Λόγια, λόγια, λόγια…

Λυπάμαι για τον Χουσεΐν. Που είναι θύμα. Λυπάμαι για εμάς. Λυπάμαι γι’ αυτούς που θα αρχίσουν να έρχονται σε λίγες εβδομάδες ανασυρόμενοι από υπόγειες σήραγγες- τάφους, μέσω Μεσογείου, ψάχνοντας νέα (προσωρινή) πατρίδα και ασφάλεια. Μερικές φορές τα πράγματα δεν είναι θέμα δικαιοσύνης. Ή, μάλλον, τις περισσότερες. Είναι θέμα τύχης – πού η μοίρα σε έσπειρε εξαρχής στη Γη.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 22.10.2023