Βασίλης Ταουξής: Οι παρθένες πάνε στον παράδεισο, εκδόσεις Σαββάλας, 2016
«Μια συγκλονιστική ιστορία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Η παιδική αθωότητα συγκρούεται με τη σκληρή πραγματικότητα μιας συντηρητικής κοινωνίας κι ενός θεοκρατικού καθεστώτος, όπου επικρατούν απάνθρωποι νόμοι.», προειδοποιεί μεταξύ άλλων ευσύνοπτων προϊδεαστικών επισημάνσεων το οπισθόφυλλο στο πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Βασίλη Ταουξή. Μια ρεαλιστική αφήγηση ανατομικής ψυχογραφίας και απροκάλυπτης κοινωνικής κριτικής με έντονους ρυθμούς κινηματογραφικής δράσης και εντεινόμενους παλμούς υποβλητικής σκηνικής αναπαράστασης. Στη συνάρθρωση των καταιγιστικών ζωντανών δρώμενων και της αγωνιώδους επεισοδιακής τους κορύφωσης πρωταγωνιστεί η φτώχια και ο κατατρεγμός της μοίρας, η αδικία, η συντριβή και η εξουθένωση ανυπεράσπιστων αθώων ψυχών, εφόσον πλεονάζει και υπερισχύει ο παραλογισμός της εγκληματικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την αυταρχική άρχουσα τάξη και τα τυφλά εκτελεστικά της όργανα. Ενδεικτική της αυθαίρετης ετυμηγορίας τους είναι ότι μόνο «οι παρθένες πάνε στον παράδεισο», όπως εξαγγέλλεται στον ομώνυμο μυθιστορηματικό τίτλο.
Εξόχως ενδιαφέρουσα η εξιστόρηση τραγικών γεγονότων, οριακών ανατροπών και επώδυνων μεταπτώσεων, όπως και των συνακόλουθων σπαρακτικών αισθημάτων σε πρωτοπρόσωπη αναδιήγηση ευθύγραμμης ανελικτικής δομής. Αξιοσημείωτη επίσης η συνεκτική συναρμογή υπαρκτών και όχι επίπλαστων χαρακτήρων στους αληθοφανείς άξονες της μυθοπλαστικής πλοκής και η συνύφανσή τους με τις ωμές αλήθειες φανατικών δογματισμών, αδιανόητων σκοταδιστικών ηθών και άτεγκτων έως στρεψόδικων εμμονών σε έναν εμπαθή ιδίως αναχρονιστικό μισογυνισμό. Εξ ου και η πειστική αποτύπωση της οιονεί μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας συστοιχεί με την πληθωρικότητα λεπτομερών αποκαλυπτικών περιγραφών, απηχώντας τον έμφορτο και ενίοτε πλατειαστικό επιτονισμό επαναληπτικών εμφάσεων και την προφορικότητα πηγαίων αυτοαναφορικών εκμυστηρεύσεων.
Ο συγγραφέας με επιδέξια μυθιστορηματικά σύνεργα απομυθοποίησης ψευδεπίγραφων θρησκευτικών ιδεοληψιών, αλλά και με επαρκώς συγκροτημένη ερευνητική τεκμηρίωση, όχι απλώς ευδιόρατη σε λεκτικές εννοιολογικές αποδόσεις, κορανικές παραπομπές, εθιμικές και τοπωνυμικές συνδηλώσεις, εμπνέεται προφανώς από βιωματικές αψευδείς μαρτυρίες. Κατά μίαν υποθετική πρόσληψη, προσωπικές αποκαλύψεις στον ίδιο, που η εγκυρότητά τους επιβεβαιώνονται από προγενέστερα έως και λίαν πρόσφατα συμβάντα, παρεμφερή είτε και πανομοιότυπα της δραματικών διαστάσεων δεσπόζουσας εδώ ιστορίας, που επικεντρώνει εγκιβωτισμένα στιγμιότυπα αφηγηματικών παραλληλισμών. Δεν λησμονείται τον περασμένο Σεπτέμβριο η σύλληψη από την Ιρανική αστυνομία ηθών και ο αδικοχαμός της εικοσιδυάχρονης Μαξά Αμινί, επειδή προεξείχαν μερικές τούφες μαλλιών από τη μαντήλα της, πράξη που θεωρήθηκε ασέβεια προς τη Μωαμεθανική πίστη. Η απώλεια της νεομάρτυρος, βεβαίως, υπήρξε η κορυφή του παγόβουνου όχι μόνο της θυματοποίησης γυναικών αλλά και της γενικότερης καταπίεσης, προκαλώντας οργίλες πολυήμερες διαδηλώσεις κατά του φονταμενταλιστικού καθεστώτος.
Εκτεταμένες οι αναφορές στο μυθιστόρημα τόσο για τον επιβεβλημένο από τον νόμο της σαρία γυναικείο ενδυματολογικό κώδικα, το ρουσαρί, το χιτζάμπ και το τσαντόρ, όσο και για τις άλλες αυστηρές απαγορεύσεις της προσωπικής ελευθερίας των γυναικών, η παρέκκλιση των οποίων συνεπάγεται έως και την ποινή της θανατικής εκτέλεσης. Θύμα της έσχατης αυτής τιμωρίας θα είναι η ανήλικη κεντρική ηρωίδα, που τη στιγμή ακριβώς του απαγχονισμού της αναβιώνει την πολυτάραχη και μυριοβασανισμένη ζωή της. Η συγκεκριμένη συγγραφική επιλογή δεν συνιστά απλώς ευρηματική πρωτοτυπία, αλλά και προσδίδει στην αυτούσια αφήγηση την αυθεντική αμεσότητα της επικοινωνιακής μέθεξης σε όλους τους τόνους και τα κομβικά σημεία της εκτύλιξης του νήματος. Τη μετάβαση στο λυτρωτικό φως από το σκοτάδι των πικρών αναμνήσεων έως τη βίαιη θανάτωση της δεκαεξάχρονης Λατιφέχ από τη Νέκα, πολίχνη της επαρχίας Μαζανταράν στο βόρειο Ιράν, καθώς συστήνεται στους δύο αγγέλους του θανάτου, τον Μονκέρ και τον Νακιήρ, για να τους διηγηθεί την ιστορία της στη σύντομη αλλά πολυκύμαντη και περιπετειώδη διάρκειά της. Σε αναδιηγηματικό κυκλικό σχήμα παρακολουθούμε τη διαδρομή της με αμείωτη προσοχή ασθματικής έντασης από την αρχή της γέννησής της, το 1988, μέχρι το 2004, που επισφραγίζει το μαρτυρικό της τέλος.
Η χαρούμενη παιδική της ηλικία σε μιαν ευτυχισμένη οικογένεια θα μετατραπεί σε κόλαση μετά τον αναπάντεχο χαμό της μητέρας της και τον πνιγμό στο ποτάμι του απροστάτευτου μικρότερου αδελφού της. Η δυστυχία θα βυθίσει τον πατέρα της στα ναρκωτικά, ενώ η ίδια θα μεγαλώσει κοντά σε μια δύστροπη γιαγιά και έναν παππού που πάσχει από γεροντική άνοια. Στη γειτονιά και το σχολείο αντιμετωπίζει το εχθρικό περιβάλλον της προκατάληψης και του συντηρητισμού, ενώ η ίδια είναι ένα ασυμβίβαστο, ελεύθερο και ανοικτοκάρδο κορίτσι. Στις άνευ συνοδείας απαγορευμένες μοναχικές της εξόδους στην αγορά είτε στο παρακείμενο γραφικό Γκορμαράζ, ανάμεσα στις ομορφιές της φύσης ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή. Ωστόσο, την αποπλάνηση της διακόρευσής της από τον θείο της θα ακολουθήσουν αλλεπάλληλοι βιασμοί, φυλακίσεις, στημένες δίκες και απάνθρωπα βασανιστήρια με αποκορύφωμα την εγκληματική συμπεριφορά του δικαστή, που την άρνησή της να τον παντρευτεί προσωρινά θα εκδικηθεί με τον απαγχονισμό της με τα ίδιά του τα χέρια.
Ένα μυθιστόρημα κόλαφος κατά των μουλλάδων του Ιράν τον 21ο αιώνα των δημοκρατικών ελευθεριών.
