Πήγαμε να σκοτωθούμε.
Πάτησε το γκάζι απότομα στα φανάρια του Παλαιού Ψυχικού φρενάροντας με δύναμη, απέναντι από τον «Βερόπουλο» έπιασε το τιμόνι με το ένα χέρι και με το άλλο προσπαθούσε να ανάψει τσιγάρο απαντώντας στο κινητό του ταυτόχρονα «έρχομαι, στο δρόμο είμαι σου λέω», ανέβηκε τρεις φορές στο πεζοδρόμιο και κατέβηκε βρίζοντας γιατί κάποιος σκέφτηκε να του κορνάρει, περάσαμε δύο φορές με κόκκινο από την Μιχαλακόπουλου, χτυπήσαμε τέσσερεις φορές στη νησίδα του δρόμου, σταμάτησε ξαφνικά σε απόσταση αναπνοής από κάποιον ποδηλάτη που αλαφιασμένος τον έβρισε και τηλεφώνησε, μπροστά μας, στην ασφάλεια: «Πάτε καλά, ρε;».
Τον κοίταξα τρέμοντας. «Φοβήθηκες;», με ρώτησε. «Έτσι οδηγείτε πάντα;». «Μια χαρά δεν ήρθαμε;». «Παραλίγο μακαρίτες, κύριε Αδαμαντίδη μου».
Στο «Πρεμιέρα live» της λεωφόρου Συγγρού ζήτησα λίγη κόκα κόλα. «Άρρωστος είσαι;». «Δεν μπορώ να πιω αλκοόλ τώρα, έχει ανακατευτεί το στομάχι μου». Είπε στον μετρ να με βάλει να καθίσω στο τραπέζι «το καλό» μπροστά από την πίστα, «να βλέπει για να γράψει». Θα έβγαινε σε πέντε λεπτά. «Έχω τραγουδήσει χίλιες φορές. Με την αποψινή χίλιες μία. Εσύ είσαι του “γιασεμιού”, όχι του “αητού”» προφήτεψε, φόρεσε ένα λευκό πουκάμισο, με ρώτησε -τυπικά, όχι γιατί προλάβαινε να κάνει κάτι άλλο- αν του πάει, «είναι καινούργιο» είπε εμφαντικά και του θύμισα κάποτε που είχαμε βρεθεί στον «Διογένη», κάπου εκεί κοντά, τότε που τραγουδούσε με την Πίστα Παπαδοπούλου, τη Λίτσα Διαμάντη, τη Δούκισσα και ονομαζόταν «ο συνεχιστής του Στέλιου Καζαντζίδη».
Ήξερε πολύ καλά τι έκανε στην πορεία του – πού ήταν τα σωστά και πού τα στραβά του: «Κάποιοι λένε ότι θα μπορούσα να είμαι είκοσι χρόνια η πρώτη φίρμα. Εγώ δεν το πιστεύω. Ανάλογα με το πόσο έχω προσπαθήσει, εγώ είμαι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Προτεραιότητα για μένα είχε η ζωή που ήθελα να ζήσω. Δεν ήθελα να γυρίσω κάποια στιγμή πίσω το χρόνο και να πω “μεγάλε, δεν έχεις ζήσει τίποτα, δεν έχεις κάνει τίποτα για σένα, όλα τα ‘δωσες στην καριέρα”». Βγήκε στην πίστα κι έλαμπε! Αδαμάντινος!
«Μα πού να πάω», «Απόλυτος έρωτας», «Μη ζητάς πολλά», «Πονάμε όσοι αγαπάμε», «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί», «Σαν σημαδέψεις αητό». Και το αγαπημένο μου εκείνου: «Λίγο λίγο». Άναψα τσιγάρο (δεν καπνίζω ποτέ) και ζήτησα από τον νεαρό σερβιτόρο ένα ποτήρι ουίσκι (δεν πίνω ποτέ αλκοόλ) για να πηγαίνει με το κλίμα, την ατμόσφαιρα, τα συμβαίνοντα – μου έκλεισε το μάτι στο «Αγάπησέ με, να δεις τον ήλιο που κρύβω στην καρδιά» κι είπε «για τον φίλο μου, που απόψε πήγα να τον σκοτώσω!». Ξεροκατάπια. Αλλά, πράγματι, έτσι ζει ο Θέμης Αδαμαντίδης: Ανεβαίνει κάθε βράδυ σε ένα τεντωμένο κόκκινο σκοινί, ισορροπεί υπολογίζοντας ανελλιπώς την πτώση, η οποία, ωστόσο, δεν είναι η «αποτυχία» των υπολοίπων, αλλά «η γοητεία του κενού» – αυτή τον τρέφει. Ξαναμπήκα μετά από μία ώρα ιδρώτα στο καμαρίνι του. «Σ’ άρεσε;». «Πολύ». «Κάθε φορά σκέφτομαι πως απόψε μπορεί να τραγουδάω για τελευταία φορά. Γι’ αυτό βγαίνει έτσι». Το εννοούσε!
«Αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση όταν, ορισμένα από τα τραγούδια που έχω ερμηνεύσει, συνεχίζει να τα τραγουδάει ο κόσμος και να αρέσουν, 35 χρόνια μετά αφότου κυκλοφόρησαν, με αποτέλεσμα να θεωρούνται πλέον διαχρονικά. Τους πλατινένιους μου δίσκους τους είχα πάντα κάπου καταχωνιασμένους. Δεν επιθυμούσα να τους βλέπουν οι γιοι μου. Γιατί επιδίωκα να αισθάνονται ότι ο πατέρας τους είναι όπως όλοι οι άλλοι πατεράδες. Δεν ήθελα τα παιδιά μου να νιώθουν καταπιεσμένα. Και τα μεγάλωσα με τέτοιο τρόπο που κατάλαβαν ότι κάνω αυτή τη δουλειά μόνο όταν τους το είπαν τα άλλα παιδάκια στο σχολείο. Μέχρι τότε δεν ήξεραν καν τι κάνω ή τι γίνεται με τον κόσμο».
Τελειώνει το τέταρτο, πέμπτο ποτήρι ουίσκι -ποιος ξέρει;- και συνεχίζει: «Οι εκδηλώσεις θαυμασμού των ανθρώπων ήταν συγκινητικές, από την αρχή της πορείας μου, από το “Αγάπησέ με” του 1980. Πολλές φορές, δεν μπορούσα να κινηθώ από εκεί που βρισκόμουν, επειδή βρίσκονταν γύρω μου 500 άτομα που ήθελαν απλά να μου σφίξουν το χέρι. Δεν πολυκυκλοφορούσα. Αλλά ακόμη και όταν έπρεπε να πάω κάπου, προσπαθούσα αυτό να γίνεται διακριτικά. Δεν ήμουνα ποτέ “ο σταρ”, ο καβαλημένος. Με το κοινό, παρέμενα προσγειωμένος. Ήμουνα “σταρ” μόνο με τον εαυτό μου, με την πάρτη μου, και το θεωρώ και λογικό, στην ηλικία που ήμουν τότε και με την επιτυχία που γνώριζα, να αισθάνομαι κάπως ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια. Αλλά -κι αυτό έχουν να το λένε όλοι όσοι με ξέρουν- δεν πείραξα ποτέ κανέναν, δεν ασχολήθηκα ποτέ μου με κανενός άλλου την καριέρα, με κανενός άλλου την τύχη. Επίσης, τα χρήματα ποτέ δεν τα αγάπησα. Ήθελα μόνο να με εξυπηρετούν. Μπορεί να έδινα και όλο το μεροκάματό μου κάπου, αν έβλεπα ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα».
Έβγαλε το πουκάμισό του, έβαλε ξανά το μαύρο του φανελάκι και μου είπε πως πρέπει να φύγει γιατί έκανε δεύτερο πρόγραμμα στις «Τρεις γέφυρες». «Σε δύο μαγαζιά ταυτόχρονα;». «Με θέλουν. Έτσι τα κανόνισα». «Να συνεχίσουμε αυτό που μου λέγατε προηγουμένως;». «Ναι. Θα μπορούσα, που λες, να ασχοληθώ και με τα ασημικά. Ήταν η δουλειά από την οποία ξεκίνησα. Αλλά κάνω αυτό. Εμένα δεν με νοιάζουν οι δόξες. Μία φορά ζω! Αν κοιτούσα μόνο την καριέρα μου, όπως κάνουν οι περισσότεροι τραγουδιστές σήμερα, όταν θα έφτανε το τέλος θα ήθελα άλλη μια ζωή να τη ζήσω μόνο για μένα».
Τον ρώτησα αν θα ήθελε να μπω ξανά στο αυτοκίνητό του για να συνεχίσουμε την κουβέντα μας στο δρόμο, πριν ξαναβγεί στην επόμενη πίστα. «Έπιασες το νόημα!», είπε και γέλασε πρώτη φορά. «Κράτα εσύ τα τσιγάρα, να καπνίζουμε, να φεύγει ο πόνος. Χωρίς πόνο νομίζω πως δεν θα τραγουδούσα φυσιολογικά, κάτι γίνεται. Αλλά δεν με πειράζει κιόλας. Πια. Όπως μου έλεγε η γιαγιά μου κι ο παππούς μου: “Όσο ζει κανείς πονάει!”. Το αποδέχτηκα».
Ελεύθερα, 24.9.2023