«Βάφτα μαύρα» των Ρέππα Παπαθανασίου από τη θεατρική ομάδα Παράβαση Λυμπιών σε σκηνοθεσία Σοφοκλή Σοφοκλέους και Σοφοκλή Κασκαούνια.

Καταρχάς, θέλω να δηλώσω (για όσους δεν το γνωρίζουν) ότι τα τελευταία 15 χρόνια είμαι κάτοικος Λυμπιών. Συνεπώς, όποιος κατά τα εικότα θεωρεί ότι η ματιά μου πάνω στα θεατρικά πεπραγμένα της Παράβασης δεν είναι επαρκώς αμερόληπτη, μπορεί να σταματήσει πάραυτα την ανάγνωση. Άλλωστε μπορώ κι εγώ να διαβεβαιώσω ότι δεν είναι. Και πώς να είναι δηλαδή αμερόληπτη; Αυτό ούτως ή άλλως δεν μπορεί να συμβαίνει ποτέ με μια θεατρική αξιολόγηση, τοσούτω μάλλον όταν αφορά μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα που δρα λίγα μέτρα από το σπίτι σου και τα τελευταία χρόνια παρακολουθείς τη διαδρομή της με σχετική συνέπεια.

Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω ότι η λέξη «ερασιτέχνης» -που στην πορεία έχει λάβει και αρνητική χροιά- δεν αποτυπώνει πλήρως αυτό που συμβαίνει στα Λύμπια. Είναι ένα φαινόμενο σπάνιο, αν όχι μοναδικό, σε πανελλήνια κλίμακα. «Ερασιτέχνης» είναι κυριολεκτικά αυτός που αγαπάει την τέχνη. Είναι αυτός που λέμε επίσης «ντιλετάντης», που ασχολείται δηλαδή με την τέχνη από προσωπικό ενδιαφέρον- η λέξη προέρχεται από την ιταλική λέξη «dilettare», δηλαδή «απολαμβάνω». Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί τον αποκαλούν «amateur» από το λατινικό «amare», το να αγαπάς. Μιλάμε δηλαδή για παραστάσεις όπου οι συντελεστές δεν αμείβονται αλλά λαμβάνουν μέρος για τη δική τους τέρψη. Και των θεατών φυσικά.

Εδώ όμως έχουμε κάτι παραπάνω. Είναι ένα θέατρο περισσότερο εθελοντικό, που μοιάζει μ’ αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «community theatre», δηλαδή κοινοτικό. Μιλάμε για μια ενασχόληση που συνδέεται με την κοινότητα, με όρους συλλογικότητας και αμοιβαιότητας. Λειτουργεί ως φορέας κοινωνικού κεφαλαίου, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια δεξιοτήτων και ευαισθησιών, στην ανταλλαγή ιδεών και στην ανάπτυξη του κοινοτικού πνεύματος. Και είναι κάτι που η τοπική κοινωνία αγκαλιάζει με σχεδόν τελετουργικό τόπο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και φέτος που η Παράβαση επέλεξε να μεταφέρει την πρεμιέρα της –αλλά και όλες τις παραστάσεις του καθιερωμένου πια φεστιβάλ της- στο Αμφιθέατρο του γειτονικού Ιδαλίου, εξασφάλισε παρ’ όλα αυτά μια προσέλευση σχεδόν 1000 ατόμων. Είναι αυτό που επεσήμανε και ο Δήμαρχος Ιδαλίου Λεόντιος Καλλένος: μια θριαμβευτική, πρακτική δικαίωση της φιλοσοφίας της Μεταρρύθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η ακτίνα δράσης του κοινού πολιτισμικού χώρου επεκτείνεται και επισήμως.

Για τους Λυμπιανούς η απόσταση δεν είναι παρά πέντε λεπτά οδικώς, αλλά το ζήτημα είναι ότι, όπως συνέβαινε και μέχρι πέρσι, πέρα από τους Δαλίτες, δεν είναι λίγοι οι θεατές από τη Λευκωσία ή και από ακόμη μακρύτερα που ήρθαν να στηρίξουν την Παράβαση, να της επιδώσουν τα διαπιστευτήριά τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, γνωστοί ηθοποιοί, σκηνοθέτες και σεσημασμένοι θεατρόφιλοι. Νομίζω ότι αυτό δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στις δημόσιες σχέσεις. Η ομάδα αυτή έχει καταρρίψει κάθε στερεότυπο αναφορικά με τον όρο «ερασιτεχνικό θέατρο», αλλά και κάθε ίχνος σνομπισμού προς το είδος αυτό του θεάτρου.

Παρά το γεγονός ότι η περσινή παραγωγή με τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη εκτόξευσε πραγματικά τον πήχη, εντελώς απενοχοποιημένα η ομάδα επέλεξε φέτος μια όχι και τόσο πρωτότυπη φάρσα των Ρέππα- Παπαθανασίου, το «Βάφ’ τα Μαύρα». Η παραγωγή της Παράβασης, που σηματοδότησε και την έναρξη του 17ου –παρακαλώ- Φεστιβάλ της, ήταν με ένα έργο που θα φάνταζε οικείο σε όσους γνωρίζουν το ύφος και την πορεία του γνωστού συγγραφικού διδύμου, ακόμη κι αν δεν το έχουν ξαναδεί: παραμασημένες ατάκες, οικεία μπλεξίματα, αυτοαναφορικά αστεία, στερεότυποι χαρακτήρες, διογκωμένες παρεξηγήσεις, προβλέψιμες ανατροπές. Είναι ένα κείμενο που δεν καμώνεται ότι έχει κάποιον άλλο σκοπό πέρα από το μάλλον εύκολο γέλιο, βγαλμένο θαρρείς από τον τυφλοσούρτη της φάρσας.

Κι όμως, η Παράβαση δεν αρκέστηκε στην εύκολη συνταγή και στο επέγγυο γέλιο. Μελέτησε το έργο, το δούλεψε, το εξέλιξε, ο εκ των σκηνοθετών Σοφοκλής Σοφοκλέους το διασκεύασε και το προσάρμοσε μερακλίδικα κι εύστοχα στην κυπριακή πραγματικότητα. Δεν άφησε τίποτα στην τύχη. Οπωσδήποτε, πόνταραν πολλά στη δεδομένη επιείκια του κοινού απέναντι στην όλη ιδέα, ένα κοινό που δεν αναμένει από μια τέτοια παράσταση πολλά περισσότερα από τη διασκέδαση, μακριά από σπουδαιοφάνειες και πόζες. Κι όμως εκπλήσσεται, διότι πίσω από μια συνταγογραφούμενη φάρσα αλληλοεξόντωσης, βλέπει να ξεπηδά αβίαστα το κοινωνικό σχόλιο, η αιχμηρή σάτιρα, η λαϊκή κωμωδία σε όλες της τις γεύσεις: πικρό, γλυκό, ξινό, αλμυρό, ακόμη και… ουμάμι. Μπροστά του ξετυλίγεται μια πρόταση με ρυθμό, με ανάσες, με τεχνάσματα, με στοιχεία δράματος, με ψαγμένη ρυθμολογία. Οι σκηνοθέτες (Σοφοκλής Σοφοκλέους και Σοφοκλής Κασκαούνιας) αξιοποιούν πλήρως το κωμικό οπλοστάσιο και οδηγούν τους απελευθερωμένους ερασιτέχνες ηθοποιούς όχι σε περισπούδαστες, βαθιές, «επαγγελματικές» ερμηνείες, αλλά σε μια άδολη, δωρική κωμικότητα, χωρίς φτιασίδια, ανόθευτη από μανιέρες, στιλιζαρίσματα και υποκριτικισμούς.

Σκηνογραφικά, ενδυματολογικά, τεχνικά, η παράσταση δεν υστερεί πουθενά από επαγγελματική παραγωγή σε σημείο που σε κάνει να απορείς και να θαυμάζεις. Αυτοί οι άνθρωποι βάζουν από την τσέπη τους για να κάνουν κάτι παραπάνω από το μεράκι τους. Έτσι, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταγράψουμε το παράπονο του σκηνοθέτη και προέδρου της Παράβασης Σοφοκλή Σοφοκλέους, στον χαιρετισμό του, ότι η αίτηση που έκανε η ομάδα στο Υφυπουργείο για μικρή οικονομική ενίσχυση του ετήσιου φεστιβάλ της -με την αξιοσημείωτη απήχηση- δεν εγκρίθηκε λόγω… χαμηλής βαθμολογίας. Δεν ξέρω τι ακριβώς βαθμολογήθηκε, αλλά πάντως σε μια εποχή που «σφύριζαν» τα χιλιάρικα λόγω του χορηγικού προγράμματος Κύπρια, το κράτος θα μπορούσε να προσφέρει ένα συμβολικό ποσό ως φιλικό χτύπημα στην πλάτη σε μια εδραιωμένη προσπάθεια που αποθεώνει την ερασιτεχνία. Δηλαδή, τον κοινοτισμό.

Ελεύθερα, 3.9.2023