Βάκχες του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο Ουγγαρίας σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου.
Παρά το γεγονός ότι οι Βάκχες θεωρούνται η πιο καλοχτισμένη τραγωδία του Ευριπίδη, έχω να πω ότι δεν είναι το αγαπημένο μου έργο. Ίσως είναι απλώς θέμα γούστου ή ιδιοσυγκρασίας. Δεν το υποτιμώ καθόλου και αισθάνομαι μικρός και ανεπαρκής μπροστά στο μεγαλείο του, ενώ μπορώ να διακρίνω με γυμνό το ταπεινό μου μάτι μια προφητική σχεδόν –επειδή είναι πανανθρώπινη- νύξη στην αιώνια μάχη ανάμεσα στη νοησιαρχική και τη βουλησιαρχική θεώρηση του κόσμου.
Μπορεί να ευθύνεται μια μάλλον υπεροπτική αίσθηση ότι κάπου μέσα μου ίσως έχω κατασταλλάξει, έχω γύρει την εσωτερική μου ζυγαριά πάνω στο ζήτημα. Όλα αυτά πάντως δεν σημαίνουν πως δεν μπορώ να απολαύσω, να γευτώ, να προβληματιστώ με μια πρόταση που έχει σαφές όραμα και προϋποθέτει σκληρότατο κάματο, καθώς προσπαθεί να επεκτείνει τα όρια του κειμένου και της σκηνικής πράξης.
Οι Βάκχες είναι για τον Θοδωρο Τερζόπουλο κάτι περισσότερο από έργο ζωής και φόρος τιμής στον θεό του θεάτρου: είναι το κλειδί ολόκληρης της κοσμοθεωρίας του. Εξ ου και οι μέχρι στιγμής έξι απόπειρες –Αθήνα, Μπογκοτά, Ντίσελντορφ, Μόσχα, Ταϊπέι και τώρα Βουδαπέστη- με τον ίδιο να έχει ήδη στο πίσω μέρος του μυαλού του την έβδομη, την κατακλείδα. Επίσης, οι Βάκχες δεν είναι μια «αριστοτελική» τραγωδία κι ένα παραπάνω ο Τερζόπουλος δεν την αντιμετωπίζει ως τέτοια, αλλά ως μια απολυτρωτική ψυχοσωματική διεργασία που αποκαλύπτει το πολιτικό μέσα από την απάλειψή του, μέσα από την αέναη αναζήτηση του αρχέγονου. Ο άνθρωπος της λογικής εγκλωβίζεται στη στενή ηθική του κι ενίοτε συγκρούεται με το ένστικτο, σε μια διαδρομή που από την έκσταση φτάνει στον καταποντισμό σ’ ένα απύθμενο τραγικό βάθος.
Συνεχίζοντας προσηλωμένα την έρευνά του, ο σκηνοθέτης δεν μοιάζει λοιπόν να θέλει να την εξελίξει, αλλά να επιστρέψει στην πηγή. Μοιάζει μ’ ένα σταθερό, ανελικτικό ταξίδι με προορισμό το πίσω, το κουκούτσι της ψυχής. Ένα απερίσπαστο εγχείρημα που αντιμετωπίζει την τέχνη ως ουσιαστική μεταφυσική δραστηριότητα κι ως μοναδική γιατρειά για το αβάσταχτο άλγος μπρος στο αντίκρισμα της αβύσσου. Το εγχείρημα αυτό είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς πειθαρχία, τεκμηρίωση και μέθοδο. Είναι μια διαδικασία που προϋποθέτει και συνδυάζει την ορθολογιστική ακαδημαϊκή τακτική με ανατολικότροπες ενεργειακές πρακτικές.
Ο Τερζόπουλος ευαγγελίζεται την επιστροφή του Διονύσου, όπως την παρουσιάζει ο Ευριπίδης στη μοναδική σωζόμενη σκηνική αποτύπωση της πηγής της ελληνικής τραγωδίας. Η νέα βαρβαρόφερτη θρησκεία που έρχεται από τη Θράκη -ή και ακόμη πιο ανατολικά- απειλεί να εκθεμελιώσει την απολλώνια τάξη.
Ο Ευριπίδης βέβαια δεν αντιπαραβάλλει στο διονυσιακό στοιχείο το απολλώνιο, αλλά τη σύνεση, τη στιγμή που 25 αιώνες αργότερα ο Τερζόπουλος μοιάζει να αναζητεί τη «χρυσή αναλογία» ανάμεσα στο θεμέλιο και τη μεταμόρφωση. Εκθέτοντας τον ηδυσμένο λόγο στην αρρυθμία μιας (για τα μέτρα των αρχαίων) «βάρβαρης γλώσσας» γεμάτης με σύμφωνα, της ουγγρικής, απελευθερώνει όλες τις φυγόκεντρες δυνάμεις, αλλά και τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις του δράματος.
Ο σκηνοθέτης δεν χτίζει το έργο με στόχο να συνομιλήσει με την επικαιρότητα, αλλά αφήνει όλες τις πόρτες ανοιχτές προσκαλώντας και προκαλώντας την ατζέντα της εποχής. Οι παραστάσεις του είναι τόσο αραχνοΰφαντες που τα εξωτερικά ερεθίσματα εισβάλλουν αβίαστα και χωρίς την ανάγκη κάποιας χοντροκομμένης απευθείας αναφοράς.
Κατά την είσοδο του Πενθέα ακούγονται οι σειρήνες του πολέμου. Μπορεί κάποιος να αποφύγει τη σύνδεση με την Ουκρανία, με την οποία η Ουγγαρία μοιράζεται μια μεθόριο 137 χιλιομέτρων; Ακολουθώντας τη λογική και την τιμή, ο Πενθέας τα βάζει μ’ έναν ανίκητο εχθρό: τη θρησκοληψία και την εξουσιαρχία. Και νομοτελειακά συντρίβεται. Ή κάποιος μπορεί να το δει και αντίστροφα: τον Πενθέα ως άκαμπτο, στενοκέφαλο πολέμαρχο, που περιφρονεί τη «νέα θρησκεία» και ασυλλόγιστα αντιτίθεται σ’ έναν ενστιγματικό αναθεωρητισμό. Όπως προτιμά ο καθένας.
Ο Τειρεσίας οιωνοσκοπεί με ύφος επαγγελματία κληρικού. Ο αιρεσιάρχης Διόνυσος είναι ένας θεός που δεν λειτουργεί από μηχανής, αλλά μηχανεύεται μια απολυταρχική λύση σ’ ένα πρόβλημα που ο ίδιος δημιουργεί. Το σχόλιο είναι πάντα εκεί. Ο θεατής είναι ελεύθερος να κάνει τις δικές του ταυτίσεις. Κι όχι, αυτό δεν συνιστά καθολίκευση. Είναι ο ρόλος της τέχνης.
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την παράσταση στο Αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών, σε μια –προφανώς- προσαρμοσμένη εκδοχή. Ο Χορός των Βακχών, που λαχταρά να βρεθεί στη γενέτειρα της Αφροδίτης Πάφο, βρέθηκε τελικά στο Κούριο και τη Λευκωσία. Αποτελείται από φοιτητές υποκριτικής, που όπως και οι επτά ηθοποιοί που ερμηνεύουν τους κύριους χαρακτήρες, πρέπει να ήρθαν αντιμέτωποι μ’ ένα πρωτόγνωρο masterclass, αν όχι μ’ ένα πολιτισμικό σοκ που δεν θα ξεχάσουν ποτέ.
Η μέθοδος καθιστά το σώμα ενεργητικό και μαζί με τον αρθρωμένο λόγο αξιοποιεί και τον άναρθρο. Ο Τερζόπουλος δημιουργεί στις δοκιμές έναν χώρο άσκησης θεατρικής ιεροτελεστίας. Το αρχικό μούδιασμα και η επιφύλαξη, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, μετατράπηκαν σε πειθαρχία, ταπεινοφροσύνη, αφοσίωση, προσπάθεια.
Η αλήθεια είναι ότι ως θεατής ένιωθες κι έναν οίκτο παρακολουθώντας τους ηθοποιούς να καταπονούνται σωματικά και ψυχικά, σε μια πρόκληση που όπως οι ίδιοι έλεγαν διαρκεί μεν λιγότερο από 90 λεπτά, αλλά είναι πιο απαιτητική από παράσταση 3,5 ωρών. Οι Ούγγροι ηθοποιοί επιστρατεύουν εντελώς διαφορετικές μυικές ομάδες, γυμνάζοντας σώμα και φωνή σε πυρετικούς ρυθμούς. Η ενεργοποίηση των βαθύτερων ενστίκτων και μια εκστατική λειτουργία είναι ακριβώς η βάση της μεθόδου του σκηνοθέτη. Δεν είμαι σίγουρος πόσο ευχάριστη είναι για έναν ηθοποιό, ειδικά για έναν αμάθητο. Και δεν εννοώ μόνο τους νέους. Εδώ ζορίστηκε η σπουδαία και πολύπειρη Μπεμπεδέλη.
Το λιτό σκηνικό με τις 24 φιάλες μετάγγισης αίματος και τις δύο φιάλες οξυγόνου να θάλπουν το πάσχον σώμα του Κάδμου, είναι προφανώς μια πιο μινιμαλιστική εκδοχή του τοίχου με τις τετραπλάσιες φιάλες αίματος στον φόντο του Εθνικού Θεάτρου της Βουδαπέστης. Ο επικλινής κύκλος στο κέντρο, τα παπούτσια και τα γκλίτερ, τα απλά και σύγχρονα κοστούμια, αλλά και το μνημοτεχνικής σύλληψης πρωτεϊκό ηχητικό τοπίο του Παναγιώτη Βελιανίτη, συνεργούν σε μια πιο «γήινη» και συστηματοποιημένη, αλλά εξόχως οντολογική πρόσληψη της διονυσιακής μέθεξης.
Ελεύθερα, 6.8.2023