Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα.

Μυστήριο πράγμα η τραγωδία. Τη μια φορά μπορείς να δεις μια πρόταση μπελαλίδικη, πολυπρισματική, οιστρήλατη, με βαθιά σκηνοθετική σφραγίδα και να σε αγγίξει ξώπετσα. Την άλλη, μπορεί να πέσεις σε μιαν υπεράνω υποψίας, απλή και μετριοπαθή ανάγνωση, χωρίς ακροβασίες και τσαλίμια, τολμηρά άτολμη. Και να συγκλονιστείς βαθιά. Εξαρτάται, ίσως κι από την ψυχοσύνθεσή σου, το πολιτικό κλίμα της εποχής ή τα κέφια της ημέρας. Εξαρτάται ίσως ακόμη κι από το τι θες να δεις. Αν έχεις κουραστεί λ.χ. από φαντεζί ρεσάλτα ή δυσνόητες και εγκεφαλικές προσεγγίσεις που σε απομακρύνουν από την ουσία του αγήρατου λόγου. Αν πεθύμησες με άλλα λόγια το απευθείας ταρακούνημα από το λυρικό κείμενο.

Από την αρχή σχεδόν της παράστασης του κατά Σίμου Κακάλα Οιδίποδα Τυράννου του Σοφοκλή, κάποιοι περίεργοι συνειρμοί άρχισαν να σφυρίζουν στο κεφάλι μου. Όταν λ.χ. ο αξύριστος Γιάννης Στάνκογλου βγάζει τη μάσκα, εξέρχεται του Χορού, αυτοσυστήνεται ως «ο ξακουστός βασιλιάς της Θήβας» και χωρίς συναίσθηση της δικής του ευθύνης διερωτάται τι πάει επιτέλους στραβά και βοά η δοκιμαζόμενη πόλη από τους θρήνους, το δικό μου μυαλό δεν πήγε πολύ μακριά. Μάλλον σε κάποια κοντινή χώρα που πλήττεται από πυρκαγιές, δυστυχήματα, ναυάγια. Όπου ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης βλέπει απρόκλητες θεομηνίες και μεταθέτει αβέρτα ευθύνες, πλασάροντας τον εαυτό του ως ευλογία και μοναδικό σωτήρα. Κι ούτε περνά από το μυαλό του ότι το μίασμα μπορεί να είναι ο ίδιος.

Η τραγική ειρωνεία προκύπτει τόσο έντονα που ανατριχιάζεις. Και το δρώμενο την κάνει να μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στον ταραξία Λόγο του Σοφοκλή, μεταφρασμένο από τον Γιώργο Μπλάνα και επεξεργασμένο δραματουργικά από την Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, επιτρέπεται να αναπνεύσει, να αποπνεύσει και να εμπνεύσει. Σαν ενεργούμενο του ίδιου του εαυτού του, ο Οιδίποδας οδηγείται ομαλά στην ανώμαλη προσγείωση της αλήθειας, στο απόλυτο κεραυνοβόλημα. Και ο θεατής στο βίωμα- δηλαδή στον απόλυτο στόχο, πέρα από τις όποιες προθέσεις και ιδέες του σκηνοθέτη και των συνεργατών του. Ο τραγικός ήρωας έλκεται από τη συντριπτική αλήθεια, όπως η νυχτοπεταλούδα από τη φλόγα που θα την κάψει. Στην πορεία γίνεται κάτι σαν Λυτρωτής, σαν Μεσσίας, κάποιος που θυσιάζεται για μας, που αντικρίζει κατάματα την άβυσσο για λογαριασμό μας, που αντιμετωπίζει εκ μέρους μας τα πιο αμείλικτα ερωτήματα της ύπαρξης.

Αφού λοιπόν ο Κακάλας πετυχαίνει έναν σκοπό που θα έπρεπε να είναι εκ των ων ουκ άνευ, δηλαδή να ακολουθεί ο θεατής το νήμα της συναρπαστικής πλοκής κρατώντας την ανάσα του για την εξέλιξη μιας υπόθεσης που ήδη γνωρίζει, έχει κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα. Στον βαθμό που ο σκηνοθέτης σπονδυλώνει το κάλλος και το θαύμα του λόγου και ξετυλίγει τις πτυχές ενός αστυνομικού, πολιτικού, κοινωνικού θρίλερ, ο δρόμος έχει ανοίξει. Η σχεδόν κλασικότροπη απλότητα λειτουργεί. Διογκώνει το μυστήριο, χωρίς να πλατιάζει, συγκρατεί την πυκνότητα του κειμένου χωρίς να χάνεται η αμεσότητα, χωρίς να ξεθυμαίνει η εμφωλεύουσα φόρτιση.

Το γεγονός ότι οι ηθοποιοί δεν έφεραν χειλόφωνα, αλλά τα διαμειφθέντα έφταναν στην πλατεία με τη βοήθεια της φύσης και μερικών περιφερειακών μικροφώνων, ενίσχυε την αυθεντικότητα στην απόδοση των επί σκηνής παθών. Μια σωστή δόση φυσικότητας και σκηνικού όγκου αποτυπωνόταν στις λιτές, ευθυτενείς ερμηνείες, που ακολουθούσαν την ενιαία σκηνοθετική γραμμή, αλλά διαφορετικές τονικές αποχρώσεις. Τα Χορικά αντιπροσωπεύουν το σύνολο της μάζας, προσωποποιούν και σωματοποιούν το λαϊκό αίσθημα. Οι ήρωες γίνονται επώνυμοι μόνο όταν αφαιρούν την εξπρεσιονιστική μάσκα που τούς σχεδίασε η Μάρθα Φωκά και υπονοούν με τις χειρονομίες και το βλέμμα τους ότι απευθύνονται στο σύνολο του κόσμου, λες και το κοινό είναι κι αυτό μέρος του Χορού- ή το αντίστροφο.

Πρόσεξα ότι το ούτως ή άλλως απλό, επιδαπέδιο σκηνικό δεν ήταν το αρχικό που παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, το οποίο ήταν ξύλινο και αποτελούνταν από παλέτες. Για την Κύπρο επιλέχθηκε μεταλλική πλατφόρμα στο ίδιο σχήμα, γεγονός που ουσιαστικά απογύμνωνε εντελώς τη σκηνή κάνοντας τον θεατή να «αναζητεί» ουσιαστικά τη σκηνογραφική πρόταση. Η οποία ωστόσο αφορούσε σ’ έναν επανακαθορισμό του χώρου. Δημιουργεί μια αίσθηση ετεροτοπίας, μια αρχετυπική, παραβολική εντύπωση που ταυτόχρονα εννοεί και υπονοεί, συνδέει και διαχωρίζει. Κυρίως όμως αποτυπώνει συνεχώς στα μάτια του θεατή την εικόνα της αμετάκλητης πορείας που επέλεξε ο ήρωας, προκαθορίζοντας έτσι την ίδια τη μοίρα του. Ζωντανά ερμηνευμένη από το βιολί, την κιθάρα και τη φωνή του Φώτη Σιώτα, η μουσική του ιδίου ακολουθεί και δεν επιβάλλεται, με κύριο στόχο τη νοητική εμπλοκή του θεατή.

Μετά από ένα αξιοζήλευτο σερί ανάληψης των κορυφαίων ρόλων του αρχαίου δραματολογίου, ο Γιάννης Στάνκογλου το κάνει πια να μοιάζει… ψωμοτύρι. Ως Οιδίποδας δεν εντυπωσιάζει, ακριβώς γιατί είναι απόλυτα πειθαρχημένος στις αισθητικές ντιρεκτίβες της όλης πρότασης. Κι επειδή κατανοεί ότι δεν χρειάζεται.

Ελεύθερα, 30.7.2023