Τρωάδες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη.
Όσο ζούμε ελπίζουμε ότι θα ξημερώσει εκείνη η μέρα που οι Τρωάδες θα θεωρούνται πια ένα ξεπερασμένο έργο. Πέρασαν 2608 χρόνια από τότε που ο κατά τον Αριστοτέλη «πιο τραγικός από τους ποιητές» παρουσίασε το έργο αυτό στα Διονύσια -χάνοντας μάλιστα από τον Ξενοκλή- αλλά, φευ, ο λόγος του φαντάζει οδυνηρά αρυτίδωτος. Παρακολούθησα την πρόταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη την ημέρα της επετείου του Πραξικοπήματος και με το Αρχαίο Θέατρο Κουρίου να αντιβουίζει τις οιμωγές των γυναικών του Ιλίου ήταν αναπόφευκτοι, επιτακτικοί και ακατάσχετοι οι συνειρμοί: με την πρόσφατη ιστορία της Κύπρου και με όλους τους πολέμους που εξακολουθούν να μαίνονται ακόμη κι αυτή τη στιγμή στον ανταριασμένο μας πλανήτη.
Οι καιρικές συνθήκες στο Κούριο δεν ήταν οι καλύτερες: ζέστη, υγρασία, απανεμιά. Και θεωρητικά οι καλοκαιρινές παραγωγές έχουν σχεδιαστεί για να προσαρμόζονται, ωστόσο τη συμπόνοια μου για το πανανθρώπινο δράμα που ξετυλιγόταν στη σκηνή συνδαύλιζε η επιλογή να φορούν οι ηθοποιοί πανωφόρια. Ένα σφίξιμο το ένιωσα, ειδικά όταν είδα την larger-than-life Ρούλα Πατεράκη να είναι και καθισμένη μέσα στον τηλεφωνικό θάλαμο 1Χ1, περιμένοντας μάταια την κλήση από τον από μηχανής θεό για να δροσίσει το πνεύμα της –και το σώμα της.
Σε κάθε εκδοχή των Τρωάδων ο ρόλος της Εκάβης είναι το απόλυτο σημείο αναφοράς, το 50% όχι μόνο της διανομής αλλά και του όλου οικοδομήματος. Η πολύπειρη πρωταγωνίστρια κράτησε τον τόνο της παράστασης, αποκαλύπτοντας και τις σκηνοθετικές προθέσεις. Ο Χρήστος Σουγάρης είναι διακεκριμένος σκηνοθέτης. Ξέρει τι θέλει και πώς να το πετύχει. Κάνει σοβαρή δουλειά και αναζητεί τη συνέπεια με το πνεύμα κι όχι με το γράμμα της τραγωδίας, διδάσκοντας μια σύγχρονη, χαμηλότονη και ρεαλιστική ανάγνωση που επενδύει στην ψυχολογική ανασυγκρότηση των χαρακτήρων.
Αναγκαστικά, ταλαιπώρησε κινητικά την πρωταγωνίστριά του που στην εξέλιξη της παράστασης, όσο περνούσε η ώρα, έμοιαζε να «οργώνει» ακούραστη και στηθοκοπημένη από τις συμφορές όχι μόνο κάθε γωνιά της σκηνής, αλλά και τα σκαλοπάτια του θεάτρου. Σημαντική δουλειά στην κίνηση έκανε –γενικότερα- ο Ερμής Μαλκότσης, από το αποτέλεσμα της οποίας σφραγίστηκε το επικοδραματικό ύφος της πρότασης.
Δεν μπορούμε, προφανώς, να υποτιμήσουμε το γεγονός ότι η Πατεράκη είναι μια τεράστια προσωπικότητα, βραβευμένη, με τη δική της αυτόφωτη παρουσία στον χώρο, αλλά και με σκηνοθετική άποψη. Μάλιστα, πριν από 6-7 χρόνια είχε ανεβάσει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας την παράσταση «Τρωάδες σήμερα» σε δικό της κείμενο με βάση τον Ευριπίδη, αν αυτό λέει κάτι. Δεν εννοώ βέβαια ότι έκανε του κεφαλιού της, αλλά μάλλον ότι η εμπειρία και η συναίσθηση της πρόκλησης συνέτειναν στην απόδοση της περίπλοκης συναισθηματικής διαδρομής από την απόγνωση στη συνειδητοποίηση και του αγώνα για υπέρβαση μέσω της ψυχικής και σωματικής καταπόνησης. Ήταν μια συγκρουσιακή ερμηνεία, με εκφραστικό κύρος, μια Εκάβη που απεκδυόταν τον μανδύα και το παράστημα της εκθρονισμένης βασίλισσας για να γίνει πρώτη μεταξύ ίσων κακόμοιρων, η τραγικότερη των πιο τραγικών.
Ο δραματικός «πυρετός» των ηρώων έπρεπε να μοιάζει εσωτερικός, μύχιος. Πέρα από τη Ρούλα Πατεράκη, η παραγωγή επέλεξε πρωταγωνιστές ηθοποιούς που όχι μόνο θα λειτουργήσουν ως «κράχτες», αλλά θα κάνουν και τη δουλειά με σοβαρότητα, με την επιβλητική τους παρουσία και την εκφραστική τους δεινότητα. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν οι πασίγνωστοι Δημήτρης Πιατάς, Αντώνης Καφετζόπουλος, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, ενώ ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό το σκεπτικό, ύφος και ήθος οι Μαρία Διακοπαναγιώτου, Μαρίζα Τσάρη και Κλειώ Δανάη Οθωναίου.
Ο 20μελής Χορός των Τρωάδων ήταν επίσης πολύ μελετημένος ενδυματολογικά, κινησιολογικά, υφολογικά, υπηρετώντας τη λειτουργία του εσωτερικού δράματος. Το γοερό οστινάτο αφορούσε περισσότερο την πόλη, την Τροία, που χάθηκε οριστικά και τη μοίρα του λαού κι όχι τόσο την τύχη των προσώπων και τον εξανδραποδισμό των μεγαλόσχημων.
Ειδική μνεία θεωρώ ότι οφείλεται να γίνει στη Λωξάνδρα Λούκας, που εκφέρει το πιο σπαρακτικό «Αλίμονο» που έχω ακούσει επί σκηνής. Η ηθοποιός με σύνδρομο Ντάουν (μέλος της ομάδας Εν Δυνάμει που είχε παρουσιάσει τα «Ερωτευμένα Άλογα»), έχει ήδη στο ενεργητικό της συνεργασίες με τα δύο κρατικά θέατρα της Ελλάδας, προσφέροντας και μόνο με την παρουσία της ένα στιβαρό μήνυμα συμπερίληψης και πολυμορφίας: η τραγωδία δεν κάνει διακρίσεις.

Ένα μέρος του Χορού απέδωσε τον πολυκέφαλο χαρακτήρα της Αθηνάς, στην πιο «κινηματογραφική» σκηνή της παράστασης: τη θεϊκή συνομιλία με τον ανθρωπινότατο Ποσειδώνα του Καφετζόπουλου. Τα καλυμμένα πρόσωπα, η ιδεοκίνηση, οι φιλτραρισμένες φωνές, απέδωσαν ανατριχιαστικά το σπόιλερ της θεάς, που ωθείται να στραφεί εναντίον των ευνοουμένων της.
Αυτό ήταν ίσως και το μοναδικό σημείο που δεν ξένισε η χρήση των χειλοφώνων, αφού ήταν μέρος του σκεπτικού η φωνή να διαχέεται στον χώρο και να μην ταυτίζεται με την εικόνα κάποιου προσώπου. Κατά τ’ άλλα, πρέπει μάλλον να συνηθίσουμε να ζούμε μ’ αυτή τη βασανιστική τεχνική επιλογή, που έχει δυστυχώς πια εδραιωθεί. Στην προκειμένη περίπτωση αποστερούσε επιπλέον από τον θεατή την ευκαιρία να προσλάβει τις ίδιες τις υφολογικές επιδιώξεις της σκηνοθετικής γραμμής, δηλαδή την ωμή μειλιχιότητα και τη νατουραλιστική κατηγορηματικότητα στις ερμηνείες.
Οι βασικές ερμηνείες είναι επαρκείς και ερείδονται στην ευχέρεια της σωστής εκφοράς αλλά και της συναίσθησης της βαρύτητας των νοημάτων. Δεν είμαι σίγουρος όμως ότι η κατά Διακοπαναγιώτου ενορμητική Κασσάνδρα, που ιντριγκάρει σκοτεινούς φόβους και αρχέγονα ένστικτα, αντέχει την αντιπαράσταση με τις υπόλοιπες σκηνικές συμβάσεις της πρότασης. Πάντως, τα προφητικά λόγια εκφέρονται απογυμνωμένα, μηχανικά σαν να τα ξεβράζει στη στεριά της αμείλικτης πραγματικότητας η θαλασσοταραχή της ψυχής: ένα «ανύμφευτο υμέναιο» που ψυχανεμίζεται τις μελλούμενες συμφορές λες και τις προκαλεί η ίδια.
Ο Ταλθύβιος του Πιατά ξεχώρισε για την, δεδομένων των συνθηκών, πραότητά του κατά την αναγγελία των σκληρών αποφάσεων, σε σημείο που προκαλεί συμπάθεια η οποία παραπέμπει στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Καλές και χρυσές η Ελένη της Οθωναίου και η Ανδρομάχη της Τσάρη, αλλά ήταν λες κι ο σκηνοθέτης επιζητούσε μέσω της παρουσίας και της ερμηνείας τους να διακωμωδήσει τη συζήτηση σχετικά με τον υποτιθέμενο «μισογυνισμό» του Ευριπίδη.
Πιστεύω ότι η μουσική του Στέφανου Κορκολή θα λειτουργούσε πολύ πιο κατανυκτικά αν ερμηνευόταν ζωντανά από τον ίδιο, όπως έγινε στην πρεμιέρα. Πολλά ζητάμε, όμως.
Ελεύθερα, 23.7.2023