Αντιγόνη του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Κώστα Σιλβέστρου.
Η πλαστικότητα στη σύλληψη και τον τρόπο που τοποθετήθηκε το σκηνικό της Κωνσταντίνας Ανδρέου έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι… η χρήση πλαστικού αποφεύχθηκε στην παράσταση. Η Αντιγόνη σε σκηνοθεσία Κώστα Σιλβέστρου προωθείται ως μια «πράσινη», βιώσιμη παραγωγή εναρμονισμένη με τις εισηγήσεις του Theatre Green Book. Έτσι, τα ερείπια της Θήβας, όπως αποτυπώθηκαν με μια συντριπτική, εσχατολογική εσάνς φθοράς, δημιουργήθηκαν από αντικείμενα που προέρχονται από πράσινα σημεία- όπου και θα επιστραφούν μετά τη λήξη της.
Αυτή η «πράσινη» προσέγγιση πάντως όχι μόνο δεν λειτούργησε εκπτωτικά ως προς το αποτέλεσμα, αλλά αντικρίζοντας αυτόν τον περίπλοκο, λεπτολογικό σωρό από αντικείμενα (κλαδιά, παντζούρια, καρέκλες, βαλίτσες κ.λπ.) να φαντάζει λες και προέκυψε επί τόπου στον συγκεκριμένο χώρο, μια πολύ θετική προδιάθεση σε κατέκλυζε. Μαζί με μια συμπάθεια προς τα άτομα που επωμίζονται την ευθύνη του φροντιστηρίου.
Η γνώριμη φιγούρα της κοκκινομαλλούσας Νιόβης Χαραλάμπους, βρίσκεται ακίνητη στο βάθος με γυρισμένη την πλάτη πριν ακόμη ξεκινήσει η παράσταση –και πριν ο απερχόμενος Υφυπουργός Πολιτισμού κηρύξει την έναρξη του Φεστιβάλ- μέχρι το τέλος σχεδόν, που ως Ευρυδίκη εντάσσεται στο δράμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ακίνητα, σχεδόν άψυχα κορμιά των δυο νεαρών εραστών που βρίσκονται σε περίοπτη θέση δίνοντας αρχικά την αίσθηση ότι πρόκειται για τους αλληλοσπαραγμένους Ετεοκλή και Πολυνείκη. Με τη διαφορά ότι η Αντιγόνη –ειδικά- αλλά και ο Αίμωνας παίρνουν τη θέση τους στη σκηνή νωρίτερα.
Η πρώτη εντύπωση, λοιπόν, άφηνε πολλές υποσχέσεις. Το κοινό πιστεύει στον Κώστα Σιλβέστρο και το αμφιθέατρο σχεδόν γέμισε. Η Αντιγόνη είναι άλλωστε μια από τις δημοφιλέστερες τραγωδίες κι ένα από τα κορυφαία έργα που έγραψε ανθρώπου χέρι. Και στο τέλος το χειροκρότημα ήταν αρκετά θερμό, εμφανώς αρκετοί ήταν αυτοί που απόλαυσαν αυτό που είδαν. Ή έστω μεγάλο μέρος του.
Ο Σιλβέστρος δεν επαναπαύθηκε στις δόξες των βραβείων και της αναγνώρισης που έχει κερδίσει –με το σπαθί του. Ένιωσε κάποια στιγμή ότι αν δεν έρθει αντιμέτωπος με την υπέρτατη πρόκληση, αν δεν δοκιμαστεί στην τραγωδία, δεν θα περάσει στο επόμενο στάδιο. Η αρχαία τραγωδία όμως είναι μια πίστα στην οποία στραπατατσαρίστηκαν ή έπεσαν μαχόμενοι μερικοί από τους κορυφαίους θεατρικούς σκηνοθέτες στον πλανήτη.
Κάποιοι άλλοι, όπως ο Εύης Γαβριηλίδης, δεν τόλμησαν να αναμετρηθούν ποτέ με τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, ενώ κάποιοι άλλοι που εκτοξεύτηκαν και δοξάστηκαν μέσα από αυτή –ή ακόμη και συνέβαλαν πραγματικά στην ανανέωση του είδους- είχαν στη συνέχεια και τις άτυχες στιγμές τους. Εγγύηση δεν υπάρχει και δεν αρκεί ούτε η πεισματική μελέτη, ούτε η βαθιά γνώση, ούτε η έμπνευση. Το «θηρίο» είναι εκεί, πάντα έτοιμο να σε κατασπαράξει.
Το φεστιβάλ έδωσε το βήμα και τα μέσα στον σκηνοθέτη που πριν από επτά χρόνια αναδείχτηκε μέσα από αυτό, αλλά και άλλαξε σελίδα στη διοργάνωση καθιστώντας τη γενικά πιο τολμηρή και πιο καλοπροαίρετη απέναντι στις κυπριακές παραγωγές. Είχε προηγηθεί και η πονεμένη ιστορία με την απόρριψη της πρότασης του ΘΟΚ για συμμετοχή στα Επιδαύρια. Η διοργάνωση –ορθά κατά τη γνώμη μου- ήθελε να περάσει ένα μήνυμα υπεράσπισης, ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στις δυνατότητες του εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού.
Όμως, ούτε η αγκαλιά εμπιστοσύνης, ούτε το πείσμα και η επαγρύπνηση απέναντι στη μεγάλη πρόκληση, ούτε η εργασιομανία, η έμπνευση ή η γονιμότητα της ιδεοθύελλας, αλλά ούτε η εξασφάλιση μιας επαρκούς διανομής αποτελούν εχέγγυα επιτυχίας. Αρκούν μερικές αστοχίες, ελάχιστες παραφωνίες για να καταρρεύσει η «συναστρία». Από την πρόταση δεν λείπουν οι ιδέες, αλλά η ορθοστοιχία τους με τρόπο που να υπηρετούν το κείμενο κι όχι τη σκηνοθετική γραμμή. Η «νέα πνοή» που αναζητούσε ο εμπνευστής της πρότασης μάλλον εκπνέει κάπου στα μέσα, με το μάτι και το αυτί να επικεντρώνονται στα επιμέρους ενδιαφέροντα, αλλά να ακολουθούν μηχανικά το κείμενο.
Αισθάνομαι ότι αυτό που δεν λειτούργησε ήταν πρώτα η ευθυγράμμιση της μετάφρασης του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου με τον ολιγομελή –βασικά, μονομελή- μουσικό Χορό, το τραγικό μέλος και τη φωνητική παρατονία μεταξύ της Στέλας Φυρογένη και των δύο συνθετών-μουσικών-ερμηνευτών Δημήτρη Σπύρου και Βασίλη Βασιλείου.
Το ένιωσα ειδικά στο Α’ και το Γ’ στάσιμο, ίσως τα δύο πιο υπέροχα χορικά στην παγκόσμια ιστορία του θεάτρου, που στην εκτέλεσή τους χάνουν μεγάλο μέρος από τη σχεδόν στομαχική τους επενέργεια. Ξεκαθαρίζω ότι δεν θεωρώ κακή ιδέα, ή εκτός τόπου την ερευνητικού τύπου, απλοποιημένη και ασματική ηχοθεσία των Σπύρου- Βασιλείου, που έμοιαζε να αναδίδεται από τα σπλάχνα των ερειπίων.
Μια αίσθηση σκληρότητας, νευρικότητας, αρρυθμίας και έλλειψης λογιοσύνης επικρατεί σε μεγάλο μέρος της δραματικής αντιπαράταξης. Ένας σκηνικός «φρασεολογισμός» προκύπτει από τον συνδυασμό των σκηνοθετικών ιδεών, που στην εφαρμογή τους οδηγούν σε διαφορετικά μονοπάτια ακόμη κι από αυτά που είχε στο μυαλό του ο πολυμήχανος Κώστας Σιλβέστρος. Κάποιες φορμαλιστικές εκλάμψεις, όπως η σκηνή της εξύψωσης της Αντιγόνης, συντηρούν το ενδιαφέρον αλλά μοιάζουν και ατάκτως ερριμένες.
Η δοκιμασμένη με επιτυχία σε απαιτητικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους Χριστίνα Παπαδοπούλου ταιριάζει εμφανισιακά με την εικόνα της παιδούλας Αντιγόνης. Αγωνίστηκε φιλότιμα για ν’ ανταπεξέλθει, ήταν όμως κάπως αμήχανη στον σπουδαιότερο ρόλο της καριέρας της, ιδιαίτερα ως προς την εμβάθυνση της εκφοράς και τον συγχρονισμό με το δραματικό περιεχόμενο. Αυτό αποτέλεσε πρόβλημα στις πλείστες από τις ερμηνείες, γεγονός που χρεώνεται στον σκηνοθέτη. Ο Θανάσης Γεωργίου έχει το ειδικό βάρος να ανταποκριθεί στην ενσάρκωση του Κρέοντα, αλλά ούτε η δική του αλλά και καμία άλλη επιμέρους επιδέξια κατάθεση δεν αρκεί για την επαρκή γεώτρηση της ουσίας.
Μου είναι αδύνατον να μηδενίσω το όλο εγχείρημα και να μην επισημάνω τις ωραίες στιγμές που χάρισε, με όχημα το ανυπέρβλητο αριστούργημα του Σοφοκλή. Ο Σιλβέστρος δεν έχασε κάτι καταπιανόμενος με την Αντιγόνη. Κάθε τέτοια απόπειρα είναι έρωτας και πόλεμος και στον έρωτα και τον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Αρκεί να μπεις με τα μπούνια και με σεβασμό στο κείμενο, τους συνεργάτες σου και το κοινό. Αν «έπεσε», έπεσε μαχόμενος και σύντομα θα σηκωθεί για ν’ αποτύχει καλύτερα. Καμιά φορά ένα πισωγύρισμα είναι χρήσιμο γιατί σε βάζει σε θέση όπου έχεις ευκρινέστερη θέαση των πραγμάτων.
Ελεύθερα, 16.7.2023