Ο Στάθης διαθέτει κάτι πολύ βαθύτερο από τις πιέτες της φουστανέλας και τα τσαρούχια που ζώνουν το σώμα του σφικτά, κάτι έξω από τους κανόνες και την εκλογικευμένη πειθαρχία που συντελείται μεταξύ του προστάγματος, της ημιανάπαυσης και της προσοχής, σε πατώματα γεμάτα από τρύπες απ’ τη δύναμη του δεξιού ποδιού με τα εξήντα καρφιά από κάτω που χτυπιέται με θόρυβο σα να θέλει να ανοίξει τα έγκατα και να εισχωρήσει σε κάτι ήδη γνωστό.
Ο Στάθης διαθέτει αντοχές. Πείσμα. Και θέληση. Και κάτι εσωτερικό – ρωμαλέο (με την έννοια την αρχέτυπη της λέξης). Από τη δική του ΕΣΣΟ ελάχιστοι συνέχισαν, ακόμη λιγότεροι διατήρησαν ό,τι κέρδισαν στους μήνες υπηρεσίας τους, αλλά όλοι κατανόησαν το νόημα – το νόημα τού να παύεις να είσαι «ένας συνηθισμένος ένστολος», αλλά ξεχωριστός και ιδιαίτερος μέσα στην μαζικότητα του στρατεύματος και των ίδιων -ακριβώς- κινήσεων, του ιδρώτα στις μεγάλες ζέστες μπροστά από τον άγνωστο στρατιώτη και του ατσαλάκωτου κρύου όταν τον Ιανουάριο ξεκινά να χιονίζει στην πλατεία Συντάγματος.
Αλλά δεν κρυώνει ποτέ ο Στάθης. «Είσαι άντρας, ρε!», λέει στους νεοσύλλεκτους-ψαρούκλες. Δεν το εννοεί ρατσιστικά – δεν ειν’ απ’ αυτούς. Το εννοεί ενδοφλέβια. Ο Στάθης είναι άντρας έτσι κι αλλιώς.
«Τώρα εύζωνας, για πάντα εύζωνας!», μου εξηγεί. «Είναι στάμπα, τίτλος ζωής». Είχαμε γνωριστεί μέσα από ένα ρεπορτάζ. Κάθεται μπροστά από τον Εθνικό Κήπο, το μπερέ του λαμπιρίζει στον ήλιο και τις αχτίδες που το διαπερνούν δημιουργώντας του μία περίεργη διάθλαση – κάπου κάπου, μου αναφέρει ένα δυο αγαπημένα του πρόσωπα που ζουν στη Μάνη· πρόσωπα που τον κρατούν ξάγρυπνο τις νύχτες.
Τον είχα δει και την προηγούμενη βδομάδα από την ταράτσα του Μουσείου Μπενάκη, απέναντι, μπροστά από την πρεσβεία επί της βασιλίσσης Σοφίας, εκεί όπου πίναμε καφέ με τον Ιωάννη Μελισσανίδη· τον θυμήθηκα, τον πήρα τηλέφωνο, του είπα «έλα, τι γίνεται; Σε είδα από ψηλά, κοντά στη στάση του λεωφορείου». «Μα, ψηλά είμαι κι εγώ!», απάντησε αστραπιαία. Ποιητής ο Στάθης της γαλανόλευκης δύναμης, ευ-ζωνος και «καλά ζωσμένος».
«Δεν ξέρω τι πάει να πει αρετή και ήθος. Αυτά τα συναισθάνεσαι, δεν τα εξηγείς. Δεν το ‘χω μ’ αυτά. Βάλε εσύ τις λέξεις». Αγγίζει λίγο με τα δάχτυλά του το μουστάκι του, στριφογυρίζει τις τρίχες στα άκρα του απαλά και αναρωτιέται ποια στιγμή του είναι εκείνη που εντυπώνεται στιγμιαία στη μνήμη του απ’ τη θητεία στο πιο τιμητικό τάγμα του ελληνικού στρατού.
«Η Ακρόπολη. Εκεί. Όρθιοι, στο λεωφορείο, πιασμένοι από τις χειρολαβές, πάντοτε με δάκρυα στα μάτια, στο άγημα, στη σημαία που σήκωσε ξανά ο Λάκης Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος, στο μνημείο του κόσμου, της Ελλάδας, σ’ αυτό που αναθαρρεύει τη χώρα μου στα πέρατα του πλανήτη και της θυμίζει τι θα πρέπει να την κρατάει όρθια και γερή».
Οι δύο του εαυτοί, ο Αριστερός Εξαρχειώτης που παραμένει ζωντανός τα Σάββατα στην πλατεία με μπίρες και τσιγάρο στα χέρια, και το εθνικό σύμβολο που κοιμάται και ξυπνάει στο προσκεφάλι του ως κάτι δεδομένο και υπέρτατο, αναθεωρώντας το «γερμανικό νούμερο» και ονομάζοντας το «ευλογία», συνυπάρχουν αρμονικά και φυσικά, καίρια και παράλληλα – όπως τα φαινομενικά αντίθετα που τελικά διδυμοποιούνται κι ας τα σφετερίστηκαν στις τελευταίες εθνικές εκλογές του Ιουνίου μερικά ανθρωπάκια. Ο Στάθης είναι λεβέντης.
Το ευζωνικό του ζευγάρι, εκείνος με τον οποίο κάνουν τα πάντα μαζί γιατί ένας μονάχος του δεν μπορεί -κανόνας στην υπηρεσία, αφού πετυχημένο ευζωνικό ζευγάρι θεωρείται εκείνο που καταφέρνει να συγχρονίζεται στα λεγόμενα τυφλά βήματα, σ’ εκείνα τα βήματα όπου ο ένας έχει στραμμένη την πλάτη στον άλλο-, είναι ο Αντώνης – κι αυτός με μουστάκι, λίγο μεγαλύτερο, με τρίχες κι αυτός στα χέρια, μεγάλες παλάμες αντίστοιχες με το 1.98 του ύψος, πέλματα τεράστια και αρβύλες καλογυαλισμένες στη λεπτομέρεια, νούμερο 48.
Μαζί ντύνονται, μαζί ξυρίζονται, μαζί ξυπνούν, μαζί μετά μιλάνε για τα αισθηματικά τους (σαν παλιό λαϊκό τραγούδι του Νικολόπουλου) που άφησαν πίσω στα κοντινά χωριά τους της περήφανης Πελοποννήσου, μαζί επεξηγούν -στα νοήματα κι όχι στις λέξεις- τις καρδιακές αναπηρίες που δεν απομονώνονται για να υπακούσουν σε εντολές του μυαλού, για τα τσακίσματα των μέσα τους πόνων που δεν είναι σιδερωμένα με ακρίβεια όπως ό,τι φοράνε στην κυριακάτικη παρέλαση των 11:00, μπροστά από τη βουλή και τους τουρίστες, με τον κόσμο να επευφημεί.
«Υπηρετούμε παραδόσεις, υπηρετούμε αξίες, υπηρετούμε την πατρίδα μας με έναν άλλον τρόπο αλλά αποτίουμε τιμή και στους προγόνους μας. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, στέλνουμε σήματα μορς στους νεκρούς!». Ο Στάθης και ο Αντώνης ζουν για τα αγνά, τα αληθινά ιδεώδη της Ελλάδας, που «καπέλωσαν» και βρόμισαν μερικά φασισταριά στο κτήριο από πίσω. Αλλά αυτοί είναι της υγιούς πάστας.
«Η σημαία δεν είναι πανί με άσπρο, μπλε χρώμα επάνω – δεν είναι καραβάκι για να το πας βόλτα», φιλοσοφεί. Όρθιος ξανά, μπαίνει πάλι μέσα στο στρατόπεδο. Με ξαναπαίρνει μετά στο κινητό: «Θα σε δω την Κυριακή. Στην υποστολή. Έλα, ρε. Στον Παρθενώνα. Στη δύση. Ωραίο είναι να πέφτει ο ήλιος και να ανεβαίνουν οι ψυχές στα εθνόσημα και στα κόκκινα μπερέ! Έλα. Επάνω στις πέτρες που δεν είναι πέτρες». Πήγα.
xatzigeorgiou@yahoo.com
Ελεύθερα. 16.7.2023