Το «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου στο σινεμά και στο θέατρο.

Θυμάμαι ακόμη τον εαυτό μου- πρέπει να ήταν άνοιξη του 2006- στον πάλαι ποτέ υπόγειο κινηματογράφο Όπερα επί της Χριστόδουλου Σώζου στη Λευκωσία, να παρακολουθώ σχεδόν μόνος τον «Τσίου». Δεν είχε βρει διανομή, εννοείται, απλώς εκείνη τη χρονιά φιλοξενούνταν εκεί οι λευκωσιάτικες προβολές του Φεστιβάλ Κινηματογραφικές Μέρες. Δεν ξέρω ποιος είχε την έμπνευση να τον εντάξει στο πρόγραμμα, αλλά προφανώς τα βραβεία που είχε πάρει πρόσφατα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (Σεναρίου, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και FIPRESCI) έπαιξαν κάποιον ρόλο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όμως, εντάχθηκα στο μικρό «κλαμπ» των περίπου 3000 νοματαίων που είδαν τη θρυλική πια ταινία του Μάκη Παπαδημητράτου στο σινεμά (θα σέβεστε!).

Για το ότι έγινε μέρος της ελληνικής και ειδικότερα της αθηναϊκής ποπ κουλτούρας, μια καρακαλτιά που «καταναλώθηκε» ευρέως και απενοχοποιημένα, ευθύνεται το γεγονός ότι διέρρευσε πρόωρα στο διαδίκτυο και μέσα σε λίγα χρόνια τα views ξεπέρασαν το εκατομμύριο. Και μιλάμε για μια εποχή που τόσο το YouTube όσο και το Facebook ήταν ακόμη στα σπάργανα.

Είχαμε έτσι το εξής παράδοξο: μια ταινία σχεδόν χωρίς προϋπολογισμό, μια παρεΐστικη αυτοκατασκευή όπου οι ηθοποιοί τη μια μέρα έπαιζαν, την άλλη κρατούσαν κλακέτα και την παράλλη έκαναν σκριπτ, γνώρισε τεράστιο και ανεξέλεγκτο σουξέ, χωρίς αυτοί που ίδρωσαν –κυριολεκτικά- καλοκαιριάτικα για να τη φτιάξουν να έχουν εξαργυρώσει ούτε στο ελάχιστο την επιτυχία. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ηθοποιοί που αργότερα στελέχωσαν το κυπριακό θέατρο και σήμερα αποτελούν ενεργά μέλη της εδώ θεατρικής κοινότητας: ο –πρωταγωνιστής της ταινίας- Αλέξανδρος Παρίσης, η Βασιλική Κυπραίου, ο Πέτρος Γιωρκάτζης, ο Ευριπίδης Δίκαιος.

Αυτό που θυμάμαι από τότε που πρωτοείδα την ταινία στη μεγάλη οθόνη –και υπό διάφορες περιστάσεις το επικύρωσα επανειλημμένα τα επόμενα χρόνια στην οθόνη ενός υπολογιστή- είναι το ευχάριστο συναίσθημα μιας γνήσιας απόλαυσης. Μια ημιερασιτεχνική, αδάπανη, αγαπησιάρικη παραγωγή, έβαζε τα γυαλιά σε πολλούς σπουδαιοφανείς κινηματογραφιστές στην Ελλάδα που για χρόνια ταλαντεύονταν ανάμεσα στη φόρμα και τη σχολαστικότητα, αλλά εν τέλει αποδεικνύονταν δυσκοίλιοι στο πιο σημαντικό: στην αφήγηση μιας ιστορίας.

Ο «Τσίου» ήταν από τις ελάχιστες ελληνικές ταινίες της εποχής που είχαν αρχή και τέλος και κυρίως μια ομαλή, φυσική και απέριττη διαδρομή από το ένα στο άλλο. Μοιάζει περισσότερο σαν ένα κινηματογραφημένο ανέκδοτο που περιγράφεις γλαφυρά σε μια παρέα ρεμπεσκέδων. Έχω καταλήξει ότι αυτό που θέλγει περισσότερο στην ταινία είναι το γεγονός ότι πάσχει από έλλειψη έπαρσης. Καταφέρνει να ανιχνεύσει το vibe της εποχής με πλήρη επίγνωση των ορίων και των δυνατοτήτων της και μ’ έναν πηγαίο, βιτριολικό αυτοσαρκασμό. Και μιλάμε για μια εποχή που ο σύγχρονος Έλληνας, ο Αθηναίος του σήμερα, έχει λόγους να νοσταλγεί: λίγο μετά την Ολυμπιάδα, περίοδο αθλητικών επιτυχιών, με τον κόσμο ανυποψίαστο ακόμη για την οικονομική κατραπακιά που ερχόταν, να αναζητεί τα «γούστα», τα πάρτι, την ευδαιμονία των ουσιών και να μη σκοτίζεται ιδιαίτερα για το τι θα του ξημερώσει: καλύτερα πρεζόνι στην Ομόνοια το 2004, παρά ημιάνεργος στο Περιστέρι το 2023, σου λέει.

Είναι λογικό λοιπόν εκτός από την ταινία, οι άνθρωποι που σπεύδουν στο νυχτερινό κέντρο Βοτανικός Live Stage το καλοκαίρι του 2023 για να δουν τη θεατρική εκδοχή του «Τσίου», να πεθυμούν και την εποχή. Κι ας χρειαζόταν ενίοτε να μιλάς μέσω δημόσιου καρτοτηλεφώνου ή να κάνεις… αναπάντητη για να μη χρεωθείς την κλήση. Αυτή η νοσταλγία ήταν που ώθησε και τους συντελεστές γι’ αυτό το εγχείρημα, που ξεκίνησε στις 15 Ιουνίου και συνεχίζεται μέχρι τις 16 Ιουλίου αποτελώντας το εισπρακτικό γεγονός του καλοκαιριού στη θεατρική πιάτσα της Αθήνας. Αν μη τι άλλο, για να εισπράξουν αναδρομικά και μια μικρή υλική και ηθική αμοιβή για τον κόπο που είχαν καταθέσει τότε.

Αυτή η νοσταλγία μάλλον με οδήγησε κι εμένα να περπατήσω την Ιερά Οδό μέχρι το γνωστό μπουζουξίδικο στο Γκάζι και να ρισκάρω να «προσγειωθώ» στο μακρινό 2005. Τα τελευταία χρόνια κάτι είχε πάρει το αυτί μου για τις προθέσεις των συντελεστών να κάνουν θριαμβευτική επανένωση, είτε για το κινηματογραφικό σίκουελ του «Τσίου», είτε για τη θεατρική του μεταφορά. Τελικά, το πλήρωμα του χρόνου ήρθε για να υλοποιηθεί η δεύτερη ιδέα. Η αλήθεια είναι ότι πλανιόταν στον αέρα μια σκέψη πώς θα επηρέαζε το αποτέλεσμα ο χρόνος που έχει περάσει, αλλά κι η μετέπειτα φήμη που απέκτησε η ταινία. Εννοείται ότι αν προσπαθήσεις να αντιμετωπίσεις την παράσταση -όπως και την ταινία- ως κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά είναι, θα εντοπίσεις πολλά ψεγάδια. Δεν νομίζω όμως ότι υπάρχει λόγος.

Ο Παπαδημητράτος ευτύχησε να επιστρατεύσει τους πλείστους από τους ηθοποιούς, ειδικά τους πρωταγωνιστές, με τον Αλέξανδρο Παρίση να μιμείται αφοπλιστικά τη γνώριμη περσόνα που τον έχει απογειώσει χωρίς να τον έχει τυποποιήσει. Από τη διανομή λείπουν η Κυπραίου, ο Ερρίκος Λίτσης (ήταν εκεί ως θεατής), ο Μάκης Αρβανιτάκης, η Τζένη Θεωνά, αλλά το κενό τους καλύπτεται επαρκώς. O σκηνοθέτης/ σεναριογράφος και οι συνεργάτες του δεν βρήκαν τον λόγο να «πειράξουν» ή να προσαρμόσουν ούτε στο ελάχιστο το κείμενο.

Και το ζήτημα δεν είναι ότι όλη η ταινία μεταφέρθηκε στο σανίδι λέξη προς λέξη, ατάκα προς ατάκα, μορφασμό προς μορφασμό, κοστούμι προς κοστούμι, αλλά είναι λες και «μονταρίστηκε» θεατρικά με απαράλλαχτο τρόπο και με το ηλεκτρονικό μουσικό χαλί των The Savage Mambas, Dr Vodkatini και Κωνσταντίνου Βήτα να τοποθετείται με χειρουργική ακρίβεια στα ίδια σημεία. Όσοι είδαν (και να ξαναείδαν) την ταινία θα μπορούσαν να δουν την παράσταση και με κλειστά τα μάτια.

Η Αθήνα στην οποία περιπλανιούνται οι αντιήρωες «εισβάλλει» με διάφορους τρόπους στο πολυεπίπεδο σκηνικό με ένα παπάκι, με μια κινούμενη καμπίνα αυτοκινήτου, με την ολοζώντανη δημιουργία street art έργων, με πανό και με συνθήματα στους τοίχους ή γραμμένα με μαρκαδόρο σε τηλεφωνικά μπουθ. Η οφειλόμενη τιμή αποτίθηκε, με κόσμο διαφορετικών ηλικιών και «αποχρώσεων» ν’ αγκαλιάζει το εγχείρημα, είτε από νοσταλγία, είτε από περιέργεια, είτε από αδιακρισία.

Ελεύθερα, 9.7.2023