«Το παρελθόν είναι η λαβή του κροκόδειλου/ που σε χτυπάει με την ουρά του βαθιά στη λάσπη./ Σου χαλαλίζει μια τελευταία ανάσα./ Κι ύστερα κάτω σε τραβά.»
Τον γνώρισα το καλοκαίρι του 2016, στο σπίτι του Σταύρου, στο Καϊμακλί. Τρία χρόνια νωρίτερα, ο Τζωρτζ τού είχε ταχυδρομήσει ορισμένα ποιήματα στα αγγλικά, με την παράκληση να δημοσιευτούν στο αγγλόφωνο λογοτεχνικό περιοδικό Cadences.
Ο καθηγητής Σταύρος Καραγιάννη, εκπαιδευμένος παιδιόθεν να ισορροπεί ανάμεσα σε λέξεις, τόπους, και ταυτότητες, επικοινώνησε άμεσα με τον Τζωρτζ, ζητώντας και άλλα ποιήματα. Όταν πια γνωρίστηκαν οι δυο τους καλά και αλληλοεκτιμήθηκαν, με προσκάλεσαν να αποδώσω στα ελληνικά τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ταρδίου, Buttoned up Shapes (St Ursin Press, 2015), για λογαριασμό των εκδόσεων Αρμίδα. Λέω «στα ελληνικά», όμως εννοώ ένα πολυφωνικό ποιητικό ιδίωμα, διανθισμένο με λέξεις κυπριακές, τούρκικες και αγγλικές, που σμίγοντας υποκρούουν απόκοσμους ήχους: λασπότοιχο που καταρρέει, κουβέντες με ίσκιους, γδούπους συσπαστικούς έξω από τη μήτρα, φιλιά πνιγμένων και καμτσικιές του ανέμου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πέθανε στο Λονδίνο ο εμβληματικός ποιητής Γιώργος Ταρδίος
Ο Τζωρτζ μιλούσε τη διάλεκτο, αυτά που λέμε σήμερα «βαριά κυπριακά». Έλεγε «πρότσα, τσαέρα, καρκόλα, καντήλα», λέξεις κυριολεκτικά μητρικές, όπως τις έμαθε από τη μάνα του, που λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε στο Λονδίνο για να δουλέψει, παντρεύτηκε έναν Βαρωσιώτη, απέκτησε γιο, και χώρισε λίγα χρόνια μετά. Ο Τζωρτζ φοίτησε σε αγγλικά σχολεία, και από πολύ μικρός στιγματίστηκε ως ξένος και ανεπιθύμητος. Την πρώτη του μέρα στο δημοτικό, δέχτηκε επίθεση από συμμαθητές και έμεινε για μήνες παράλυτος από τη μέση και κάτω. Η μάνα του παρήγγειλε στους δικούς της στην Κύπρο να κάνουν τάμα για να περπατήσει ο γιος της. Ο Τζωρτζ πράγματι περπάτησε και, χρόνια μετά, έγραψε ένα οκτασέλιδο διφωνικό ποίημα πέντε πράξεων, με τίτλο Έτσι μου λεν, που ξεκινά με αυτούς τους στίχους σε πλάγια, ψιθυριστά γράμματα: Κάπου στην Κύπρο κρέμονται ακόμη τα πόδια μου. Έτσι μου λεν.
Το 1984, λες και ήθελε να ξορκίσει τους παραλυτικούς του μήνες, πορεύτηκε, μαζί με τη γυναίκα του και έναν φίλο τους, στα βήματα του εξερευνητή Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ, που το 1871 εντόπισε στη Ζανζιβάρη τον επί χρόνια αγνοούμενο Σκώτο ιεραπόστολο Ντέιβιντ Λίβινγκστον. Το οδοιπορικό του Τζωρτζ και των συντρόφων του διήρκησε δύο χρόνια και δώδεκα μέρες. Όταν γύρισε στη Βρετανία, κατάφερε, μετά από επίμονες και κοπιώδεις ενέργειες, να φέρει στη χώρα το γαϊδούρι που είχε συμπορευτεί μαζί τους. Το είχαν ονομάσει «Λίβινγκστον» και, αν έμενε πίσω, θα θανατωνόταν.
Όταν μιλούσε ο Τζωρτζ, σε κοίταζε στα μάτια. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι καταλαβαίνεις τι λέει, όχι επειδή ήταν αυτάρεσκος και φίλαυτος – κάθε άλλο! – αλλά διότι αγωνιούσε να αποδώσει επάξια τις φωνές που τον είχαν επιλέξει για να διηγηθεί τα πάθη τους. Επανειλημμένως, στις λιγοστές συνεντεύξεις που είχε δώσει, έλεγε ότι είναι ο αγωγός, το μέσο μεταβίβασης ιστοριών που είχαν εκτυλιχθεί προτού γεννηθεί. Αφουγκραζόταν με προσοχή και δέος, έγραφε επί ώρες, και χρειαζόταν τη βοήθεια της Κριστίν για να επανέλθει στην τοποχρονική πραγματικότητα των συγχρόνων του.
Οι χαρακτήρες των ποιημάτων του συναποτελούν μια στρατειά παράταιρων ανδρών και γυναικών που, με την γκροτέσκα όψη τους, ανακαλούν πίνακες του ιμπρεσιονιστή Τζέιμς Ενσόρ. Οι φιγούρες του Ενσόρ φορούν κακόσχημες, θηριώδεις μάσκες, όπως στη θρυλική Είσοδο του Χριστού στις Βρυξέλλες (1888) ή στην Ίντριγκα (1890), όπου ο θεατής κατακλύζεται από τη φρικτή αίσθηση του θεώμενου. Αυτή ακριβώς η αίσθηση της ανταπόδοσης του βλέμματος υφέρπει στα πιο καθηλωτικά ποιήματα του Ταρδίου, εκείνα που κατοικούνται από καλούς ανθρώπους, με βάσανα όπως τα δικά μας. Μεσούντος του ποιήματος, οι καλοί άνθρωποι αποσύρουν τις μάσκες και εκθέτουν ασχήμιες και ζωώδη, απάνθρωπα ένστικτα, που σίγουρα ούτε προκρίνεις ούτε υποθάλπεις, άρα εσύ ποτέ δεν.
Στο ποίημα «Ο Δάσκαλος», η γυναίκα εκμεταλλεύεται την τυφλότητα του αντρός της για να δέχεται επί πληρωμή εραστές. Στο «Θέατρο Σκιών», ο μάστορας σερβίρει στη σύζυγο και στον αδελφό του, που ήταν αγαπητικός της, αβγά τηγανισμένα με δηλητηριώδη κόπρανα φρύνου. Στο «Κακό Μάτι», η μάνα σφάζει με λυγμούς την κόρη, επειδή ο γαμπρός την άφησε ανέγγιχτη τη νύχτα του γάμου και το σεντόνι της παρθενίας έμεινε λευκό. Στο «Ουρανία», η κοπέλα κουφαίνεται από το ξύλο των οικείων της διότι μένει έγκυος – «της βίας ή της θέλησης, δεν ήξερε κανείς».
Εκείνη την πρώτη φορά που γνώρισα τον Τζωρτζ, έκανε ιδιαίτερη μνεία στην Ουρανία, που τελικά γέννησε γιο, δούλευε για χρόνια στις στράτες για να τον σπουδάσει, γέρασε, έχασε το φως της και τον περίμενε μάταια να γυρίσει. Μας διάβασε το ποίημα με σταθερή φωνή και μόνο όταν έκλεισε το βιβλίο και ανασήκωσε το βλέμμα, επέτρεψε στον εαυτό του το παράπονο: «Nobody would talk to her». Ο ποιητής νοιάζεται τους πεθαμένους, ακούει τις ιστορίες τους, μεταστοιχειώνει τη συντριβή τους σε ποίημα, αλλά πάντα, πάντα, αναζητά εκείνη τη χειρονομία που θα τους ανασύρει από τον ζόφο και θα αναδείξει το σθένος τους. Να, ας πούμε, η Ουρανία φορούσε μαύρα από ανάγκη, όμως πάνω από τα μαύρα έβαζε γαλάζια ποδιά, για να δείξει πως δεν υπήρξε χήρα.
Σχεδόν σε κάθε ιστορία που αφηγείται ο Τζωρτζ υπερισχύει το καλό. Και μπορεί το καλό να μην αποκαθιστά την αδικία, ούτε να προλαβαίνει τη δυστυχία, εντούτοις κάποια στιγμή εξαχνίζεται σαν θαυματουργή πνοή επί δικαίων και αδίκων. Δεν τον ρώτησα ποτέ αν ήταν θρήσκος, αλλά δυσσεβής σίγουρα δεν ήταν.
Η ευσέβειά του έπαιρνε τη μορφή ανθρώπων όπως ο Θεόδωρος, «παρατημένο βρέφος έξω από εκκλησιά», που ζωγράφισε σπηλιές με χέρι θεοκινούμενο και φώτισε ζωές· ή, ακόμη πιο παραστατικά, αποτυπώνεται στην ιστορία της παράλυτης Ήρας, που περπάτησε εκ θαύματος στα δεκαοχτώ της, χόρεψε με την ψυχή της το επόμενο πρωί και δεν ξανακάθισε ποτέ. Ο τόπος της Ήρας και του Θεόδωρου είναι μεταιχμιακός και παροδικός, δεν ταυτίζεται μόνιμα με καμία ιδιότητα, ούτε προσβλέπει σε μοίρα καλύτερη από τη δοσμένη. Όμως, μέσα στα κακοτράχαλα τοπία όπου ζουν αυτά και άλλα ημιδιάφανα πλάσματα, τα θλιμμένα πνεύματα του Τζωρτζ έχουν το ελεύθερο να μεταμορφώνονται, να διορθώνουν το άδικο, να μακροθυμούν, να χρηστεύονται και να παρηγοριούνται:
Τα θλιμμένα μου Πνεύματα
απάλαφρα
ευθυγραμμίζουν τον πόνο τους
Απλώνουν αναμνήσεις που αναμένουν
σαν κομμάτια σάρκας
τον άνεμο να τα δροσίσει.
Τα θλιμμένα μου Πνεύματα
θέλουν να λάμψει ο χρόνος τους
να γίνουν καλύτερα του χθες.
Να ευδοκιμήσει ο σπόρος τους.
Τα θλιμμένα μου Πνεύματα στενάζουν μέσα απ’ τις ομίχλες
μυαλά κλεμμένα να σιγήσουν με τον κόπο τους.
Την τελευταία φορά που επικοινώνησα με τον Τζωρτζ, το καλοκαίρι του 2021, του ζήτησα να γράψει δυο λόγια για το οπισθόφυλλο της αγγλικής έκδοσης των ποιημάτων του άντρα μου. Μου απάντησε σχεδόν αμέσως, κι είχε αγωνία αν έβγαζαν νόημα τα λόγια του, αν ήταν αντάξια της περίστασης. Πώς να μην είναι; Στην παρουσίαση του βιβλίου, στο Λονδίνο, μνημόνευσα το «Ξένο Φως» του. Ήταν για μένα οφειλή η μνεία σε αυτό το ποίημα για τον Ξενοφώ, που καταγόταν «που του Μόρφου», όπως ο Τζωρτζ και εγώ, πήγε στη Λάπηθο για να παντρέψει τον φίλο του, έσμιξε με τη νύφη, και αποπέμφθηκε δεμένος ανάποδα πάνω σε γαϊδούρι. Το «Ξένο Φως» ήταν το πρώτο ποίημα του Τζωρτζ που είχα μεταφράσει. Μέχρι σήμερα με αναστατώνει αυτή η ιστορία, που ξεκινά από τη Λάπηθο σαν χάδι του ήλιου – Στη Λάπηθο/το φως διπλώνει τη θάλασσα στο μέλι – και τελειώνει πάλι στη Λάπηθο, σαν ακατάσχετη αιμορραγία:
Από ντροπή ο πατέρας αντίστρεψε στον τοίχο την εικόνα του
σκέπασε το γυαλί με μαύρο
και τον παρέδωσε στον μόνο τόπο που είχε υπόψη για τρελούς
στη Λάπηθο.
Δεν βρίσκω τα σωστά λόγια για να αποτυπώσω την ευγνωμοσύνη που αισθάνομαι απέναντι στον Γιώργο Ταρδίο, και ως μεταφράστρια, αλλά κυρίως ως αναγνώστρια. Μέσα σε κατά συρροή δημοσιεύσεις κραυγαλέων κακοποιημάτων, που στεγάζουν την ατεχνία τους κάτω από τον καταχρηστικό όρο «μετανεωτεριστική γραφή», η σεμνή του ποιητική διαγωγή αποκαθιστά τη λογοτεχνία ως τέχνη του λόγου. Κατά τον προσφιλή του τρόπο, κλείνω αυτό το σημείωμα επιστρέφοντας στην αρχή, στον Αύγουστο του 2016· αυτή τη φορά όμως επικαλούμαι την κριτική ματιά του Σταύρου, όπως καταγράφεται στην εισαγωγή που έγραψε για να συστήσει τα Κουμπωμένα Σχήματα στο ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό:
«Ήταν ένα αξέχαστο απόγευμα που εντυπώθηκε στη μνήμη μου σαν εξέχουσα στιγμή, από εκείνες που θρέφουν τη δική μου φαντασιακή σύμπλεξη με την ποιητική της γλώσσας, του τοπίου, του ανθρώπινου χαρακτήρα και της βαθιάς ανάγκης, της Ανάγκης που καθορίζει την ανθρωπιά μας, της Ανάγκης που διαπραγματευόμαστε στην προσωπική και κοινωνική μας ζωή. Για μια στιγμή, η Ουρανία, βαθύτατα ανθρώπινη, με τα πάθη και τους αγώνες της, αλλά και τη συντριπτική μοναξιά της, φάνηκε σαν να γλιστρά μέσα στην αυλή μου τόσο ανεπαίσθητα όσο το φως που έσβηνε στις σκιές του απογεύματος».
Στο καλό, Τζωρτζ. Ο Σταύρος, ο Γιώργος, εγώ, νομίζω και πέντε-έξι άλλοι, θα αφουγκραζόμαστε ώσπου να σε ακούσουμε ξανά.