Λυσιστράτη του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Μάριου Μεττή.

Μπορεί ο Μάριος Μεττής να ήταν ανενδοίαστος μπροστά στην προοπτική να ανεβάσει τη Λυσιστράτη στον ΘΟΚ, η αλήθεια όμως είναι ότι προσωπικά είχα πολλές επιφυλάξεις για το αν όντως στην παρούσα συγκυρία αυτή η ρεπερτοριακή επιλογή εξυπηρετούσε τη θεατρική μας κονίστρα. Ίσως η πιο πολυπαιγμένη αριστοφανική κωμωδία, την έχουμε δει σε πολλές παραλλαγές, ακόμη και πολύ πρόσφατα, από επαγγελματικούς, ερασιτεχνικούς ή φοιτητικούς θιάσους.

Μόνο για το κρατικό θέατρο της Κύπρου, αυτή είναι η 4η φορά που ανεβαίνει από το 1981, με πρώτη τη μόντεια του Βλαδίμηρου Καυκαρίδη με τη Λένια Σορόκου στον φερώνυμο ρόλο, δεύτερη το 1997 εκείνη του Χρίστου Σιοπαχά με Λυσιστράτη τον Κώστα Δημητρίου και πιο πρόσφατη αυτή του 2010 από τον Γιώργο Μουαΐμη με πρωταγωνίστρια την Αννίτα Σαντοριναίου.

Αυτή η τακτικότητα, μαζί με μια γενικότερη αίσθηση κορεσμού πάνω στον Αριστοφάνη που είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα χρόνια, συνιστούσαν μάλλον ένα πρωταρχικό μειονέκτημα για το εγχείρημα του Μεττή. Μια θορύβηση- αγωνία για την εξαγγελθείσα σκηνοθετική πρόθεση να αντικατασταθούν τα χορικά με μελοποιημένους στίχους από τα γαμοτράγουδα που ανθολόγησε ο Γιώργης Μελίκης, δεν μπορούσε παρά να συμβάλει στο διστακτικό κλίμα. Ωστόσο, ως θεατής οφείλεις πάντοτε να αντιμετωπίζεις κάθε αναμέτρηση με τα κλασικά κείμενα με δεκτικό πνεύμα και γνήσια περιέργεια, με ανοιχτοσύνη μπροστά στη γονιμότητα του απροσδόκητου.

Ευτυχώς, προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας θετικής προδιάθεσης συνέβαλε η ευχάριστη έκπληξη του καταφανώς εξωραϊσμένου –αν και όχι ακόμη πλήρως αποκατεστημένου- Αμφιθεάτρου της Σχολής Τυφλών. Μια αίσθηση φρεσκάδας και τακτοποίησης όσο να ‘ναι σε κατακλύζει, εισέρχεσαι με μια καλοκεφιά στον χώρο.

Η παραγωγή αντισταθμίζει το ενδεχόμενο του αναμενόμενου με έναν φρέσκο, ποικιλώνυμο θίασο, θέτοντας σε κάποιες από τις επιλογές και το κριτήριο της καλογυμνασμένης φωνής. Το αποτύπωμα του ΘΟΚ είναι μεν ορατό στο τελικό αποτέλεσμα –αν και για τους πλείστους από τους συντελεστές αυτή δεν ήταν η πρώτη συνεργασία με το κρατικό θέατρο της Κύπρου- ωστόσο κυριαρχούσε μια εντύπωση ότι στη σκηνή βλέπαμε μια κεφάτη και αναψυκτική σύμπραξη νέων, αν όχι και αναπάντεχων προσώπων.

Στην αίσθηση αυτή προφανώς συνέτεινε η ενδυματολογική μελέτη της Ελένης Ιωάννου, με τα ωραιόπλουμα εμπριμέ κοστούμια των γυναικών να συνομιλούν τόσο με τη λαϊκή παράδοση όσο και με την ιστορία της αριστοφανικής παραστασιολογίας. Με χρωματική και σχεδιαστική παραλλακτικότητα, συμμετρία, εργονομία και ζωηρά διακοσμητικά μοτίβα, δεν αποτελούσαν απλώς κυρίαρχο στοιχείο σε σχέση με την αισθητική της παράστασης, αλλά μετέτρεπαν τους ηθοποιούς σε φορείς ιδεών.

© Στέφανος Στεφάνου

Το ξύλινο σκηνικό του Αλέξη Βαγιανού, η επιφάνεια του οποίου έδινε την αίσθηση του μαρμαροθετημένου, υπηρετεί την πρόταση χωρίς να δεσπόζει.

Αυτή η Λυσιστράτη, τελικά, νεωτερίζει χωρίς να καινοτομεί. Κλείνει το μάτι στο κοινό χωρίς να εντυπωσιοθηρεύει και χωρίς να επιστρατεύει μεταμοντέρνα «ακροβατικά». Δεν ταράζει τα νερά, αλλά επιτρέπει σ’ ένα ρεύμα φρέσκου αέρα να γλιστράει ανακουφιστικά στην κερκίδα. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, ενθυλακώνει δημιουργικά χωρίς να αντιγράφει, θαμπώνει χωρίς να αιφνιδιάζει. Μεγάλο της στοίχημα ήταν η γραμμή που εστιάζει στο ερωτικό στοιχείο, σ’ ένα απερίφραστο διασταύρωμα σεξουαλικότητας και κωμικότητας.

Χωρίς να είναι απολιτίκ, η αθυροστομία παραπέμπει σε μια ερωτική ευθύτητα, ένα λεκτικό –και μόνο- «μπουρανί» που αφορμάται από τα Αντρικά Μουνάτα. Η απελευθερωμένη, απενοχοποιημένη γλώσσα αναδεικνύει έτσι και τη γενικευμένη υποκρισία μιας κοινωνίας που τάχα ντρέπεται να ξεστομίζει άσεμνες λέξεις που παραπέμπουν στην ερωτική πράξη, σε αντίθεση με άλλες όπως ο πόλεμος, ο βιασμός, ο φόνος, η διαφθορά, που εύκολα εκστομίζονται και ακόμη ευκολότερα γίνονται πράξη.

Στη διαδικασία της ζωής, η επιθετικότητα ορίζεται ως ενστικτώδης ορμή μαζί με την πείνα και τη σεξουαλικότητα. Ωστόσο, αυτή που εν τέλει καταπιέζεται είναι η ερωτική φύση, προκαλώντας μια τοξικού χαρακτήρα απόφραξη ενέργειας. Η υποκρισία πηγάζει από το γεγονός ότι στις πολύ ιδιωτικές μας συζητήσεις με οικεία πρόσωπα –κυριότερα του ιδίου φύλου- έτσι και χυδαιότερα εκφραζόμαστε για το άλλο φύλο.

Το κυριολεκτούμενο που ξεπηδάει από τα πιπεράτα δημώδη στιχουργήματα, όπως τα τραγουδοποίησε μάλιστα η Αναστασία Δημητριάδου, ξεμπουκώνει το φρακαρισμένο πνεύμα παρρησίας και θάρρους. Παράλληλα, βγάζει γλώσσα στη μακαρθίζουσα νεότερη πολιτική ορθότητα που ολοένα και καταπνίγει τον αυθορμητισμό μας. Πέρα από τα χορικά- μουνάτα, οι υπόλοιπες παρεκβάσεις- αναγωγές εκτός από εύστοχες ήταν και ισορροπημένες, προκύπτουν σχεδόν «φυσικά». Επιτακτικά ζητήματα και ταλανισμοί από την επικαιρότητα, όπως λ.χ. το μεταναστευτικό, παρεισφρέουν οργανικά, επικροτούμενες ενίοτε και από το κοινό.

Η Αναστασία Δημητριάδη είναι ίσως ο ρυθμιστικότερος συντελεστής, ένας τελεσφόρος «ελβετικός σουγιάς». Έγραψε τη μουσική, την οποία εκτελεί ζωντανά μόνη της (!) η ίδια, συμμετέχει στα χορικά, δίνει το τέμπο, υπέρκειται και συμπληρώνει τη 18μελή ερμηνευτική ομάδα, όπως καθοδηγείται κινησιολογικά από την Εύα Καλομοίρη.

Πρώτη μεταξύ ίσων η Χριστιάνα Αρτεμίου, η οποία ανταποκρίθηκε στην κορυφαία θεατρική πρόκληση της καριέρας της, δικαιώνοντας τις προσδοκίες του σκηνοθέτη. Η υποκριτική της κατάθεση μαρτυρά σκληρή δουλειά και επαγγελματική προσήλωση. Προσαρμόζεται στον ρόλο έχοντας απεκδυθεί τις τηλεοπτικές της μανιέρες και τιθασεύοντας το ταμπεραμέντο και την εγνωσμένη τσαχπινιά της. Η κωμική αλληγορία διοχετεύεται από τη σκηνοθετική μπαγκέτα στα επιθυμητά κανάλια, υιοθετώντας στοιχεία από διάφορες αισθητικές σχολές, ενώ στο τέλος η πολυπόθητη Συμφιλίωση επέρχεται με όχημα μια ευπρόσδεκτη παρωδιακή μπηχτή στο ιμαζιστικό σύμπαν του Δημήτρη Παπαϊωάννου.

Ελεύθερα, 25.6.2023